Η είδηση για την αναβάθμιση της ποινικής έρευνας που αφορά την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, πέρα από την αυτονόητη  αλλαγή που σηματοδοτεί η ανάθεσή της σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκάλεσε σκεπτικισμό και ερωτηματικά σε νομικούς και δικαστικούς κύκλους για την εξέλιξη της προκαταρκτικής εξέτασης. Μια διαδικασία που διενεργείται εδώ και ενάμιση χρόνο με απόλυτη μυστικότητα από  τους εισαγγελείς Πρωτοδικών Αγγελική Τριανταφύλλου και Κώστα Σπυρόπουλο. Κι αυτό γιατί πέραν όλων των άλλων πρόκειται για μια υπόθεση που συνδέεται άρρηκτα με τον πυρήνα της λειτουργίας του κράτους δικαίου και την προστασία θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων.

«Ολοι οφείλουμε να αναμένουμε τα αποτελέσματα της έρευνας και την αξιολόγηση των υπαρχόντων ευρημάτων από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος εκ του θεσμικού του ρόλου καλείται με βάση και την πολυετή εμπειρία του να ερευνήσει τη σοβαρή αυτή υπόθεση σε κάθε της πτυχή» έλεγε στο «Βήμα της Κυριακής» ανώτατη δικαστική πηγή. Υπό το βάρος του αυτονόητου χρέους της Δικαιοσύνης για πλήρη διερεύνηση όλων των καταγγελιών, χωρίς να μείνει καμία σκιά πάνω από την τελική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Και πάνω απ’ όλα να μην καταλήξει η υπόθεση στο αρχείο «αγνώστων δραστών», δικαιώνοντας έτσι όσους εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τις τελευταίες εξελίξεις.

Το χρονικό

Γυρνώντας κανείς τον χρόνο πίσω, εύκολα διαπιστώνει ότι τελικά αυτή η δικογραφία έχει περάσει από πολλά στάδια προτού φτάσει στο σημερινό σημείο.

  • Οι πρώτες καταθέσεις μετά την αρχική μήνυση από τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη είχαν ανατεθεί σε πταισματοδίκη, ενέργεια συνηθισμένη μεν στη δικαστηριακή πρακτική, πλην όμως αναντίστοιχη προς τη σοβαρότητα των καταγγελλόμενων αδικημάτων.
  • Ακολούθως ο φάκελος επέστρεψε στην Εισαγγελία της Αθήνας.
  • Στη συνέχεια, ο προϊστάμενός της Αντώνης Ελευθεριάνος την ανέθεσε στους συναδέλφους του, εισαγγελείς Πρωτοδικών, Αγγελική Τριανταφύλλου και Κώστα Σπυρόπουλο, οι οποίοι εδώ και μήνες την επεξεργάζονταν αθόρυβα, έχοντας προχωρήσει σε συγκεκριμένες προανακριτικές ενέργειες, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν, κατά το μέτρο του δυνατού βέβαια, τη μυστικότητα της έρευνάς τους.
  • Και εν τέλει φτάσαμε στο σήμερα, όπου με βάση την πρόσφατη παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη ο φάκελος της δικογραφίας, που αριθμεί χιλιάδες σελίδες, πέρασε στα χέρια του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, ο οποίος καλείται να ολοκληρώσει την έρευνα που (όπως έχει φανεί από την εξέλιξή της) έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα έντονες πολιτικές αναταράξεις.

Το έγγραφο

Σύμφωνα με το έγγραφο της κυρίας Αδειλίνη η απόφασή της για την αφαίρεση της δικογραφίας από τους εισαγγελείς Πρωτοδικών εδράζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για μία υπόθεση μείζονος σημασίας, ενώ παράλληλα κάνει λόγο και για ενδεχόμενο κίνδυνο παραγραφής των ερευνώμενων εγκλημάτων λόγω της καθυστέρησης ολοκλήρωσης της έρευνας.

Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, οι φάκελοι που αυθημερόν, σύμφωνα με τη σχετική παραγγελία, έφυγαν από το κτίριο 16 των δικαστηρίων της πρώην Σχολής Ευελπίδων όπου στεγάζεται το εισαγγελικό γραφείο με προορισμό τον Αρειο Πάγο, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

  • 50 και πλέον μαρτυρικές καταθέσεις,
  • αιτήματα δικαστικών συνδρομών σε διαφορετικές χώρες,
  • αιτήματα προς διάφορες υπηρεσίες, όπως ΕΥΠ, ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών), υπουργείο Εξωτερικών και Οικονομική Αστυνομία,
  • ευρήματα από έρευνες σε σπίτια και γραφεία, ενώ
  • υπάρχουν και μία σειρά από κρίσιμα έγγραφα για τα ύποπτα SMS που έφτασαν στα κινητά των παρακολουθούμενων.

Συνεπώς, ήταν πολύ προχωρημένες. Ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα αποδίδουν πηγές από τον χώρο των δικαστηρίων στην τελευταία ενέργεια των δύο εισαγγελέων Πρωτοδικών, οι οποίοι με αίτημά τους προς την ΑΔΑΕ ζητούσαν από την εν λόγω Αρχή να διασταυρώσει αν οι 92 τηλεφωνικές συνδέσεις που είχαν στοχοποιηθεί με το λογισμικό Predator παρακολουθούνταν και από την ΕΥΠ.

Η στόχευση

Μέσω αυτής της οδού οι δύο εισαγγελείς Πρωτοδικών επιχείρησαν να ανοίξουν έναν θεσμικό δίαυλο στην προσπάθειά τους να διαπιστώσουν αν πράγματι υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία που να οδηγούν στην ύπαρξη ενιαίου κέντρου ΕΥΠ – Predator. Το στοιχείο αυτό, όπως λένε νομικοί, θα μπορούσε να δώσει αφενός νέα διάσταση στην έρευνα για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα ακόμα «σκαλοπάτι» για τον εντοπισμό των υπαιτίων και την άσκηση των ποινικών διώξεων.

Ωστόσο, υπό τη νέα της σύνθεση (που προέκυψε από τη σύμπλευση ΝΔ και Ελληνικής Λύσης στη διάσκεψη των Προέδρων στη Βουλή) η ΑΔΑΕ με οριακή μάλιστα πλειοψηφία (με ψήφους 4 έναντι 3) παρέπεμψε τους δύο εισαγγελικούς λειτουργούς στη γνωμοδότηση του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου περί απορρήτου. Κατά τις ίδιες πληροφορίες μάλιστα – και πάλι με οριακή πλειοψηφία – η ΑΔΑΕ έκρινε ότι για αυτή την απάντηση έπρεπε να ενημερωθεί η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Ενέργεια που συμπίπτει χρονικά με την εισαγγελική παραγγελία για την αναβάθμιση της ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Στο μεταξύ, αναμένεται και ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, που είναι το πόρισμα της Οικονομικής Αστυνομίας επί τη βάσει αιτήματος, που μετρά περίπου έναν χρόνο από την υποβολή του, για τον έλεγχο σε λογαριασμούς συγκεκριμένων φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία από την πρώτη στιγμή βρίσκονται στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης για το πλημμέλημα της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου και το κακούργημα της παράβασης του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα.

Ο κίνδυνος

Το ζητούμενο πλέον, όπως όλοι συμφωνούν, είναι η έρευνα να τρέξει με ταχύτερους ρυθμούς ώστε να αποφευχθεί και ο κίνδυνος παραγραφής που επισημαίνεται από την ίδια την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως αυτό να λειτουργήσει σε βάρος της ουσιαστικής διερεύνησης της τόσο σοβαρής υπόθεσης και εν τέλει του εντοπισμού των φυσικών και ηθικών αυτουργών των ερευνώμενων πράξεων. Κι αυτό γιατί πρόκειται για εγκληματικές πράξεις που στρέφονται όχι μόνο κατά των δικαιωμάτων των παρακολουθούμενων-στόχων, αλλά και κατά θεμελιωδών αρχών του ίδιου του πολιτεύματος.