Το αποτέλεσμα των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία σηματοδοτεί συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των δύο χωρών. Το κλίμα στις διμερείς σχέσεις έχει αρχίσει να βελτιώνεται την επαύριον των σεισμών που έπληξαν τη γειτονική χώρα. Το ερώτημα πλέον είναι αν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος, ώστε από τη φυσιολογική και ανθρώπινη παροχή βοήθειας για τη διαχείριση μιας καταστροφής να περάσουμε στην οικοδόμηση ενός πλαισίου ουσιαστικής συνεργασίας.

Η μελέτη της ιστορίας σε συνδυασμό με την ανάγνωση των σημερινών γεωπολιτικών εξελίξεων κάθε άλλο παρά δημιουργούν αισιοδοξία. Οσο περνούν τα χρόνια, η ατζέντα με τις τουρκικές διεκδικήσεις μεγαλώνει, ενώ την ίδια στιγμή ο δρόμος της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση έχει κλείσει. Για να γίνουν συζητήσεις με προοπτική, θα πρέπει η άλλη πλευρά να αποδεχθεί πως το περιεχόμενό τους θα αφορά μόνο την υφαλοκρηπίδα. Ακόμα και αυτό αν συμβεί, μία θεωρητική πρόταση που έχει πολύ αχνά και διακριτικά διατυπωθεί από κάποιους τούρκους διπλωμάτες τα τελευταία τρία χρόνια, η Αγκυρα δεν θα αλλάξει στρατηγική στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, του εναέριου χώρου κ.λπ.

Από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, λοιπόν, δεν περιμένουμε πολλά. Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση της σχετικά χαμηλής έντασης, θα πρόκειται για θετική εξέλιξη. Η Τουρκία, ωστόσο, έχει δείξει ιστορικά ότι κατά καιρούς προκαλεί την Ελλάδα είτε για να της ασκήσει πίεση είτε να δημιουργήσει κάποιο τετελεσμένο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν να ξεκινήσει ένας ελληνοτουρκικός διάλογος, αλλά μάλλον δυσκολεύονται να επηρεάσουν την κατεύθυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όχι μόνο έναντι της Ελλάδας αλλά και γενικά. Προφανώς ζούμε σε μία εποχή που τα ελληνοτουρκικά – όσο σημαντικά και αν είναι – εντάσσονται σε ένα πλέγμα ευρύτερων εξελίξεων. Αυτή τη στιγμή, η Αμερική επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου που ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν φιλοδυτική τροχιά ή τουλάχιστον να περιορίσουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Λίβανος μετά τη συμφωνία, την οποία υπέγραψε με το Ισραήλ τον περασμένο Οκτώβριο αλλά και η Κύπρος, που σιγά σιγά εντάσσεται στον αμερικανικό αμυντικό σχεδιασμό.

Μέσα στις καινούριες συνθήκες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδιώξουν να κρατήσουν την Τουρκία στον κόλπο της Δύσης – φτιάχνοντας, όμως, προπύργια σε γεωγραφικές θέσεις που ενοχλούν την τουρκική κυβέρνηση. Το ευνοϊκό σενάριο για την Ελλάδα θα είναι η Αγκυρα να βάλει φρένο στις διεκδικήσεις της λόγω του διαμορφούμενου περιβάλλοντος. Το απευκταίο θα είναι να συνεχίσει να επενδύει στην αυτονομία της και να διαβάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπερδύναμη σε πτώση.

Ο κ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στο Κέντρο Μπέγκιν-Σαντάτ του Ισραήλ και λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο (Cife).