Οταν ήμουν παιδί, δεν μου διάβαζαν παιδικά βιβλία (εκεί οφείλεται το μεσσιανικό σύνδρομό μου, για όποιον δεν το έχει καταλάβει). Τα πρώτα μου παραμύθια ήταν ένα που είχα δανειστεί από τη «βιβλιοθήκη» (ένα ντέξιον στην αίθουσα, με βιβλία που φέρναμε από το σπίτι) μιας τάξης του δημοτικού, το Ανατολικά του Ηλιου και Δυτικά της Σελήνης, που παραμένει το αγαπημένο μου, και μια συλλογή με παραμύθια του Αντερσεν σε έκδοση για ενηλίκους, με όμορφες γκραβούρες, από τη βιβλιοθήκη του γυμνασίου (πιο κανονική βιβλιοθήκη, που έπιανε το μισό υπόγειο και απασχολούσε βιβλιοθηκάριο∙ από εκεί θυμάμαι έντονα τρία βιβλία: τη συλλογή του Αντερσεν, την Ουτοπία του Μορ, που δεν κατάλαβα στο ελάχιστο αλλά μου άρεσε, και την Αντιγόνη του Σοφοκλή, που ψιλοκατάλαβα αλλά δεν μου άρεσε).

Στο σπίτι, λοιπόν, θεωρείτο καλή ιδέα (σπόιλερ: ήταν κακή ιδέα) να μου διαβάζουν βιβλία όπως τους Δαιμονισμένους, το Για τρία ζευγάρια μεταξωτές κάλτσες και το Ρέκβιεμ της Τερεζίν. Αργότερα, σε ένα μάθημα παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο, έμαθα ότι για κάποιον λόγο τα παιδάκια ξεκινούν να μαθαίνουν πράγματα από τα έξι τους και μετά: πρωτύτερα ο εγκέφαλος δεν έχει πήξει, οπότε, αν πας να τον επιταχύνεις, δεν θα τον βοηθήσεις να πήξει πιο γρήγορα, αλλά αντ’ αυτού θα τον κάνεις πιο νερουλό. Γι’ αυτό και, στις πολύ σπάνιες στιγμές που με πιάνει κάποια ταπεινοφροσύνη, συνειδητοποιώ ότι το σύστημα μπάζει από πολλές πλευρές και γι’ αυτό φταίνε αποκλειστικά οι Ρώσοι.

Ωστόσο, υπήρχε ένα βιβλίο στο σπίτι το οποίο δεν ήταν ακριβώς βιβλίο αλλά μπορούσα κάπως να το καταλάβω. Ηταν εκείνο το ογκώδες λεύκωμα της μάνας μου με πίνακες ζωγραφικής απ’ όλη την Ιστορία της, από μια βραχογραφία του Λασκό με έναν ταύρο έως ένα «combine-painting» του Ράουσενμπεργκ με τον Κένεντι. Οι εικόνες μού τραβούσαν την προσοχή και μου μάθαιναν πράγματα με έναν τρόπο που, όχι μόνο τότε αλλά ίσως και τώρα, δεν κατάφερναν οι λέξεις.

Εννοείται πως δεν καταλάβαινα τα πάντα, ούτε μπορούσα. Αλλά ακόμα και ό,τι πιο ακραίο, όπως αυτό το απροσδιόριστο γκρι που πέφτει στην οθόνη της παιδικής φαντασίας όταν διαβάζεις για στρατόπεδα συγκέντρωσης, παίρνει σχήματα και χρώματα που το καθιστούν αφηγήσιμο και επεξεργάσιμο όταν βλέπεις το κομμένο κεφάλι ενός Ολοφέρνη ή την κοτρόνα δεμένη γύρω από τον λαιμό ενός Αγίου Φλωριανού.

Βέβαια, όσο νεαρότερος είσαι τόσο πιο σκούρο βρίσκεις το γκρι στην πορεία προς το μέλλον. Σαν τον αρχαϊκό άνθρωπο, έχεις ανάγκη την περιγραφή – έχεις ανάγκη το κλασικό και το βιβλικό. Δεν μπορείς ακόμη να συλλάβεις τις έννοιες, για να αποκομίσεις πραγματάκια από τον Φραντς Μαρκ ή τον Ζουάν Μιρό με την ίδια ευκολία που τα αποκομίζεις από τον Χανς Μέμλινγκ ή τον Ραφαήλ. Αλλά σε βοηθούν οι εικόνες να το πας βήμα βήμα, ώσπου περνάς από τον Ραφαήλ στον Μιρό όπως περνάς από την τηλεκάρτα στο WhatsApp. Το πνεύμα εξελίσσεται σαν μηχανή.

Αλλά ακριβώς επειδή οι λέξεις είχαν κάνει τον εγκέφαλό μου πιο νερουλό, δεν έπαψα να βρίσκω καταφύγιο στις εικόνες, ούτε ακόμα κι όταν είχα καταφέρει πια, ασθμαίνοντας, να τα βολέψω κάπως με τις έννοιες.

Λίγο μετά την εξαφάνιση των μαμούθ, στην εφηβεία μου δηλαδή, όταν ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι ένα από εκείνα τα τεράστια άσπρα κουτιά που λέγονταν τότε ηλεκτρονικοί υπολογιστές, βάζοντας λίγο αργότερα και Internet (που για να δουλέψει έπρεπε να μη μιλάει κανείς στο σταθερό τηλέφωνο παράλληλα), περνούσα τον καιρό μου δημιουργώντας φακέλους με εικόνες που κατέβαζα, τόσο πίνακες ζωγραφικής όσο και φωτογραφίες.

Ανακαλύπτοντας τη φωτογραφία, σαν πρωτόγονη που περνούσε δειλά από τον μύθο στην επιστήμη, άρχισα να αποκτώ προτιμήσεις. Αρχικά, λόγω της ηλικίας, μου άρεσαν οι περίεργοι, όπως ο Τζόελ-Πίτερ Γουίτκιν, με όλα αυτά τα σουρεαλιστικά ανθρώπινα μέλη, ή ο Λοράν Μπεναΐμ, με τα ακραία ερωτικά – στα όρια της παραφιλίας – θέματά του, τα οποία όμως δεν με κέντριζαν για τον ερωτισμό καθ’ αυτόν, αλλά για μια αίσθηση του ανθρώπινου και ίσως ακόμα του κωμικού που μου άφηνε η θέα όλων αυτών των κάθε άλλο παρά μοντελίστικων σωμάτων, τα οποία έδειχναν να παλεύουν να βιώσουν την ηδονή με όσο μεγαλύτερο μπελά γίνεται.

Βέβαια, μου άρεσαν και κάποιοι πιο νορμάλ άνθρωποι, όπως ο Γουίλι Ρόνις, ενώ είχα και έναν ειδικό φάκελο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες διαφόρων φωτογράφων που απεικόνιζαν τους ταλανισμούς των ανθρώπων: σκλάβοι με κομμένα χέρια στο Κονγκό, άστεγοι τοξικοεξαρτημένοι στη Βοστώνη. Τα αποτύπωνα μέσα μου κάπως καλύτερα όλα αυτά βλέποντάς τα παρά διαβάζοντάς τα.

Ισως γι’ αυτό, κατά κύριο λόγο, μάζευα φωτογραφίες από διάφορους δημιουργούς και δεν είχα κατά νου κάποιον φωτογράφο τον οποίο θα μπορούσα να αποκαλέσω «αγαπημένο». Τα έργα τους ήταν έναν ανυπόγραφο σύνολο, σαν τα βιβλία Ιστορίας. Οχι καλλιτεχνικά δημιουργήματα, αλλά αποτυπώσεις πραγμάτων που όφειλα να ξέρω, κι ας μην είμαι εκεί όταν συμβαίνουν.

Ωσπου ανακάλυψα τον Σεμπαστιάο Σαλγκάδο. Μια νύχτα, τυχαία, παρακολούθησα στην τηλεόραση το Αλάτι της γης (2014), το ντοκιμαντέρ για τον Σαλγάδο από τον Βιμ Βέντερς και τον γιο του φωτογράφου, Τζουλιάνο Ριμπέιρο. Εβλεπα μαγνητισμένη το πόδι εκείνου του ιγκουάνα που έμοιαζε να φοράει «πανοπλία μεσαιωνικού ιππότη» στο Genesis, τα πέπλα εκείνων των γυναικών στο Exodus, τα βουτηγμένα στο πετρέλαιο σώματα εκείνων των ανδρών στο Workers.

Δεν ήξερα τι θα πει «καλό τέλος», κι αν ήξερα, δεν θα πίστευα ότι υπάρχει, αλλά, βλέποντας από τη μια τους πρόσφυγες και τους εργάτες του Σαλγκάδο και από την άλλη, από το ίδιο χέρι, τους ελέφαντες και τα ψαρόνια και τα αιώνια ποτάμια και τα αιώνια όρη, κι ακόμα εκείνη την αδιανόητη έκταση που ο Σαλγκάδο και η σύζυγός του, Λέλια, μετέτρεψαν από έρημο σε παράδεισο, αφήνοντας ατόφιες τις διαδρομές των βοοειδών, των οποίων το βάρος είχε στειρώσει τη γη δημιουργώντας φυσικά μονοπάτια, διαπίστωσα ότι μπορεί να υπάρξει κάτι που ονομάζεται «καλό τέλος». Δεν έχει πραγματωθεί ακόμη κι ίσως δεν πραγματωθεί ποτέ. Αλλά υπάρχει ως ενδεχόμενο.

Εχω την εντύπωση, λοιπόν, πως όσα μου έμαθε ο Σαλγκάδο δεν μου τα έμαθε κανείς. Κάπως παρακινημένη από τους τίτλους των λευκωμάτων, θα έλεγα πως κάνουν σχεδόν την ίδια δουλειά με τη Βίβλο. Εάν βρίσκεσαι κάπου στα πρώτα στάδια της διαδικασίας τού να καταλάβεις τι ακριβώς κάνουμε εδώ πέρα τελικά, ο Σαλγκάδο είναι το καταλληλότερο εγχειρίδιο.

Ο θάνατός του δεν με λυπεί με τη συμβατική έννοια – ίσως με ανακουφίζει κιόλας. Αν ο Σαλγκάδο ήταν φύσει αθάνατος, θα έπρεπε να ήμουν κι εγώ, για να προλαβαίνω να μαζεύω τη γνώση του κόσμου που θα άφηνε ξοπίσω του. Τώρα, σκέφτομαι, ο αγαπημένος μου φωτογράφος έφυγε – άρα κερδίζω το χρονικό προβάδισμα. Ισως μέχρι το τέλος και της δικής μου ζωής έχω κατορθώσει να καταλάβω κάτι.

Οι χελώνες της οικουμένης

Στο μυαλό μου υπάρχει μια αίθουσα όπου εκτίθενται εικόνες ζώων φονεμένων από αυτοκίνητα. Η χελώνα είναι η τελευταία προσθήκη. Κατηφόριζα τον Υμηττό, ώσπου, πέρα στον δρόμο, είδα μια ψωμωμένη κίσσα πάνω από μια μάζα που δεν καταλάβαινα αν ήταν σωρός σκουπιδιών ή κουφάρι. Κουφάρι ήταν. Μα τίνος ζώου;

Είδα κατάπληκτη τον όγκο των σπλάχνων που είχε ξεχυθεί από ένα σπασμένο καβούκι. Οσο δυσκολοχώνευτο είναι το ότι, κατά τον ποιητή, «ο θάνατος έχει ξεκάνει τόσο πολλούς», άλλο τόσο είναι και η χωρητικότητα του καβουκιού μιας χελώνας – χωρητικότητα όχι σώματος, αλλά οίκου. Ισως έτσι ξεβράζονται οι όγκοι από τους βομβαρδισμένους οίκους του κόσμου, θρυμματισμένους σαν καβούκια από τους τροχούς του προοδεύοντος πολιτισμού. «Die Toten reiten schnell» («οι νεκροί ταξιδεύουν γρήγορα»), αλλά ενίοτε κι οι ζωντανοί. Οι μόνοι που πάντα ταξιδεύουν αργά είναι τα τρία «φι»: οι φερέοικοι, οι φονεμένοι και οι φτωχοί.