Διάβαζα τις προάλλες την υβριστική επιστολή ενός γιατρού στις ΗΠΑ προς μια ασφαλιστική που αρνήθηκε να καλύψει αντιεμετικά φάρμακα ενός παιδιού που υποβαλλόταν σε χημειοθεραπείες. Δεν γνωρίζω εάν η επιστολή είναι γνήσια, ωστόσο απευθυνόταν στην ίδια εταιρεία της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος, Μπράιαν Τόμσον, δολοφονήθηκε στο Μανχάταν. Γνήσια ή όχι, λίγη σημασία έχει· η εταιρεία, UnitedHealthcare, κατέχει ρεκόρ απορρίψεων αιτημάτων.

Η δολοφονία του Τόμσον έχει γίνει meme στα κοινωνικά δίκτυα, όπως έγινε και η καταστροφή του υποβρυχίου Titan πέρυσι, όπου πέθαναν πέντε (βαθύπλουτοι) επιβαίνοντες. Αρθρογράφος των New York Times, σε κείμενο για τον αντίκτυπο τέτοιων θανάτων στο λαϊκό φαντασιακό, ανέφερε ότι βρέθηκε σε μια θεατρική παράσταση όπου έγινε αναφορά στον θάνατο του Τόμσον και όλο το θέατρο επευφημούσε.

Αρθρα σχετικά με τη γελοιοποίηση του θανάτου μελών της άρχουσας τάξης έχουν γραφτεί πολλά. Βέβαια, εμείς εδώ δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, αφού δεν χρειάζεται να επιλέξουμε ανάμεσα στο να εμπιστευτούμε τη ζωή μας σε μια τερατώδη εταιρεία με κέρδη δισεκατομμυρίων ή να πληρώσουμε εκατό δολάρια για μία δόση ινσουλίνης, πεντακόσια για ράμματα ή δώδεκα χιλιάδες για μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.

Στη βαθύφτωχη Ελλάδα, μπορεί να μη σεβόμαστε τους βαθύπλουτους αποθανόντες, αλλά ούτε σπάμε πλάκα μανιακά, περιμένοντας ένα τέτοιο συμβάν για να νιώσουμε – ειρωνικά – ζωντανοί μέσα στην καθημερινότητά μας· για να ανακουφίσουμε μια ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης μέσα μας, παρότι ούτε δικαιοσύνη έχει αποδοθεί ούτε θα ήμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τη ρίζα του δικαίου και του αδίκου.

Για να είμαι ειλικρινής, η όλη υπόθεση δεν με πολυαπασχολεί. Ως προερχόμενη από την κατώτατη τάξη και ευρισκόμενη στο διαταξικό καθαρτήριο, είμαι μαθημένη να σκέφτομαι και να ζω πρακτικά. Δηλαδή, αν ένας θάνατος άλλαζε κάτι, δεν είμαι γιόγκι, θα χαιρόμουν· αλλά δεν αλλάζει τίποτα – απλώς παρέχει μια ευκαιρία για εκδικητική διασκέδαση, για μια μακάβρια εκτόνωση που φέρει τη διαμετρικά αντίθετη συμβολική από την επιθυμητή. Το μήνυμα που περνάει η διασκέδαση των φτωχών με τον θάνατο των πλουσίων δεν είναι ότι οι φτωχοί έχουν ξυπνήσει – είναι ότι, όσο τους κρατούν ευδιάθετους πυροτεχνήματα «κάρματος», οι δυνάμεις τους ανανεώνονται και εξακολουθούν να υπομένουν.

Αλλο με απασχόλησε στα της δολοφονίας: τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία κρίνουμε το επέκεινα. Ολος αυτός ο απρόσιτος εσμός, οι CEO και ολιγάρχες, celebrities, superathletes και supermodels, όλοι αυτοί οι «σούπερ», τέλος πάντων, σωρεύουν πλούτο σαν να μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Κι όμως, ο πλούτος τους πάντα διαρκεί περισσότερο από εκείνους, δεν προλαβαίνουν καν να τον ξοδέψουν όλον.

«Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες» λέει η γιαγιά μου, όπου εγώ, βεβαίως, αντιγυρίζω άλλη δημώδη εξυπνάδα: «Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά προτιμώ να κλαίω στην Porsche μου» (ή, βάσει του γούστου μου: «…στην Brabus ή στη Zenvo μου»). Κάποτε αντιλήφθηκα ότι η μια φράση δεν αναιρούσε ακριβώς την άλλη.

Το να ζεις μες στον πλούτο, εφόσον τον ξοδεύεις, έχει λογική. Το να πεθαίνεις μες στον πλούτο είναι που δεν έχει – το να πεθαίνεις δίχως να έχεις συνειδητοποιήσει ότι κάποτε θα πέθαινες. Ομως, πολλοί πεθαίνουν δίχως να έχουν συνειδητοποιήσει ότι κάποτε θα πέθαιναν, σωρεύοντας πλούτο λες και θα μπορούσαν να αγοράσουν σάβανο με τσέπες.

Το ερώτημα είναι γιατί η άρνηση να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο θάνατος δεν έχει αποθηκευτικό χώρο μεταφράζεται, στη γλώσσα των ισχυρών, μόνο ως ανάγκη συσσώρευσης πλούτου. Γιατί, ας πούμε, δεν μεταφράζεται ως ανάγκη συσσώρευσης νοματαίων που θα σε κλάψουν. Τι είναι καλύτερο ν’ αφήνεις πίσω σου, ντουβάρια ή ανθρώπους που σε αγαπούν; Αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος, απ’ όπου θα μπορούσαμε να ρίχνουμε μια ματιά σ’ αυτόν, προσωπικά θα τροφοδοτούσα περισσότερο την κυριαρχικότητά μου βλέποντας ανθρώπους να κλαίνε για μένα παρά βλέποντας το Loro Piana ζακετάκι μου να σκοροφαγώνεται.

Δεν εξετάζω το ζήτημα ηθικά, αλλά από τη ζωώδη ανάγκη να αισθάνεσαι πρώτος στην αγέλη. Κι αυτή η πρωτιά στην αγέλη προκύπτει από τον βαθμό επίδρασης στους άλλους. Ο πλούτος, η εξουσία και όλα αυτά μας φαίνονται τρόποι να επιδρούμε στους άλλους ώσπου να τους κατακτήσουμε ολοκληρωτικά. Αν, όμως, μας ξεχνούν μόλις παύουμε να υπάρχουμε, αδιαφορώντας ή χαμογελώντας που μας ξεφορτώθηκαν, τι επίδραση έχουμε ασκήσει; Πώς ξεχωρίζουμε από τους θνητούς, αν όχι κρατώντας τους δέσμιούς μας ακόμα και αφού φύγουμε;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πενθήσει κανείς στον τόπο μας, όπου, όπως σ’ όλους τους πριμιτιβιστικούς τόπους, ο πολιτισμός θεμελιώνεται στον θάνατο. Η προαναφερθείσα γιαγιά, όταν πέθανε ο παππούς μου, μου είπε (από ποια παράδοση ορμώμενη, άγνωστο): «Τα μαύρα τα φοράς τρεις μήνες. Αν δεν τα βγάλεις στους τρεις μήνες, τα βγάζεις στον χρόνο. Αν δεν τα βγάλεις στον χρόνο, τα βγάζεις στα τρία χρόνια. Αν δεν τα βγάλεις στα τρία χρόνια, δεν τα βγάζεις ποτέ».

Ενας γνωστός, όταν έχασε το παιδί του, αποφάσισε να βάψει όλο το σπίτι μαύρο και να κρεμάσει μαβιές κουρτίνες στα παράθυρα. Μόλις ολοκλήρωσε την επιτάφια ανακαίνιση, κλείστηκε μέσα και δεν ξαναβγήκε. Αυτό θα πει να φεύγεις παίρνοντας. Το μόνο που μπορείς να πάρεις στον θάνατο είναι σπαράγματα των άλλων.

Οσο το σκέφτομαι, ίσως οι πλούσιοι σουπερ-βροτοί να είναι περισσότερο ανθρώπινοι. Ισως σωρεύουν κάτι που τους υπερβαίνει επειδή κατά βάθος ξέρουν ότι δεν μπορούν να το πάρουν φεύγοντας. Ισως αποζητούν μόνο την επιφατική εξουσία του πλούτου, που περιορίζεται σ’ ετούτο τον κόσμο, κι όχι την εξουσία της αγάπης, που εκτείνεται στον άλλο, επειδή αναγνωρίζουν τη λήθη ως έκφανση της ελευθερίας. (Εντάξει, όχι· αλλά κουβέντα να γίνεται.)

Μόλις αναπτύξουμε δεσμούς αγάπης με τους ανθρώπους – αφού σίγουρα κάποιοι θα ζήσουν να δουν το φευγιό μας –, τους καταδικάζουμε στη μνήμη. Κάποτε, ο προαναφερθείς παππούς μού διηγήθηκε μια ιστορία για το πώς, ως νήπιο, βλέποντας τον πατέρα του (αργότερα σκοτώθηκε στην Αλβανία) να επιστρέφει στο σπίτι τους στα ορεινά της Κρήτης, έτρεξε και αγκάλιασε τα τριζάτα κατάμαυρα στιβάνια του. Μεγάλωσα έχοντας τη διήγηση ως μοναδική μαρτυρία για τον βίο του προπάππου μου. Ωσπου, μια μέρα, η μητέρα μου μού είπε ξαφνικά ότι δεν είναι σίγουρη αν ο παππούς το είχε ζήσει αυτό ή αν το είχε φανταστεί. Κι εγώ συλλογίστηκα: Φτωχέ μου παππού.

Δεν μιλάει πια για μήλα

Παρατηρώ έναν πωλητή στη λαϊκή της γειτονιάς. Επί χρόνια ούρλιαζε για τα εξαιρετικά μήλα του, ώσπου μια μέρα τον είδα πίσω από έναν πάγκο με ζαρζαβατικά. Δεν ούρλιαζε πια. Αναρωτήθηκα ποια αλληλουχία γεγονότων κρυβόταν πίσω από αυτή την αλλαγή σταδιοδρομίας.

Φαινόταν να αγαπάει τα μήλα του, να μαζεύει όλες του τις δυνάμεις ώστε, κάθε φορά, από τη μία το μεσημέρι και ύστερα, να βροντοφωνάζει την ίδια φράση: «Μια τιμούλα, μια τσαντούλα». Πίσω από τις δαιδαλώδεις πρασινάδες δεν φώναζε τίποτα. Δεν είχε πια τα μήλα του σε τάξη – βουνά κόκκινα, πράσινα, χρυσά, κιτρινοκόκκινα, κιτρινοπράσινα –, αλλά στριμωγμένα δεμάτια όπου προσηλύτιζε με χαμηλή, μονότονη φωνή τους περάτες στον τρομερό μανιχαϊσμό του σέλινου και του μαϊντανού.

Καμιά φορά, περνώντας από τον πάγκο του, νιώθω μάρτυρας μιας ιστορίας καταδικασμένης να μείνει ανερμήνευτη. Σκέφτομαι μονάχα μία λέξη, που δεν ανήκει σ’ αυτόν τον αιώνα: Μελαγχολία.