Στο περίπτερό μας τοποθέτησαν ξαφνικά ένα μηχάνημα για πληρωμές με μετρητά. Πηγαίνοντας ένα πρωί (πολύ πρωί), ζητάω ένα πακέτο τσιγάρα και βγάζω περιχαρής το ακριβές αντίτιμο σε μετρητά – περιχαρής, διότι γνωρίζω ότι δεν πρέπει να αγοράζεις είδη καπνιστού με κάρτα, επειδή η προμήθεια είναι τόση, που οι περιπτεράδες σχεδόν μπαίνουν μέσα. Χάρηκα, λοιπόν, που είχα μετρητά. Αλλά η υπάλληλος δεν χάρηκε.
Με κοίταξε σαν να ήμουν νεάντερταλ που είχε διπλοπαρκάρει τη χρονομηχανή σε διάβαση και μου έδειξε με το χέρι προς τα κάτω, σαν τον Αριστοτέλη στον πίνακα του Ραφαήλ. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έδειχνε, ώσπου διέκρινα ένα μαύρο μηχάνημα ανάμεσα σε μπισκότα και πατατάκια. Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω με δαύτο; Η υπάλληλος μου έπιασε το χέρι περιφρονητικά και μου το έσυρε μπροστά σε μια υποδοχή για να ρίξω τα κέρματα, και ύστερα σε μια άλλη, για να σπρώξω το χαρτονόμισμα. Προσπάθησα να κρύψω την αμηχανία μου λέγοντας «καλή φάση».
Δεν το εκτίμησε. Αχ, κυρά μου, σκέφτηκα. Είναι επτάμιση το πρωί. Δεν έχω πιει καφέ. Χρειάζομαι απλώς ένα τσιγάρο και μία τσιχλόφουσκα καρπούζι, όχι να περάσω Διαφωτισμό. Αλλά τη λυπήθηκα κιόλας. Πόσες φορές το έκανε αυτό απ’ όταν ήρθε το μηχάνημα; Πόσα χάσκοντα στόματα χρειάστηκε να κοιτάξει ίσαμε τις αμυγδαλές, πόσα χεράκια να σύρει πάνω στις υποδοχές; Και γιατί; Τι εξυπηρετεί ένα τέτοιο μηχάνημα όταν δεν υπάρχει κανένα άλλο σημάδι ετοιμότητας για την απεμπόληση της ανθρώπινης απασχόλησης;
Το ίδιο ισχύει και για το σουπερμάρκετ, όπου έχουν τοποθετήσει ένα ταμείο όπου υποτίθεται μπορείς να σκανάρεις τα πραγματάκια μόνος σου. Κάθε φορά, βλέπω μια υπάλληλο να στέκεται δίπλα, να υποδέχεται τους πελάτες και να τους σκανάρει η ίδια τα πράγματα. Η μόνη διαφορά, δηλαδή, με το συμβατικό ταμείο είναι ότι η υπάλληλος είναι όρθια μπροστά στην οθόνη και όχι καθιστή μπροστά στην ταμειακή.
Ομολογώ ότι εμένα μου ψιλοαρέσει αυτό το μηχάνημα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν απολαμβάνω την επαφή με άλλους ανθρώπους. Αλλά δεν απολαμβάνω ούτε τον χρόνο που τρώω ψάχνοντας ατελέσφορα τον κωδικό για να αγοράσω σακούλες (τις ανεκδιήγητες βιοδιασπώμενες σακούλες που διαλύονται με οσοδήποτε βάρος άνω του ενός σαμπουάν) ή ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια επειδή το μηχάνημα δεν τύπωσε το μπαρκόουντ για να ανοίξω την αυτόματη πύλη που, εύλογα, κλείνει τον διάδρομο του self-service. Επειδή το μηχάνημα είναι φουτουριστικό, αλλά και πάλι χρειάζεται έναν άνθρωπο να του ανανεώνει το ρολό χαρτιού.
Για την ώρα, λοιπόν, κάποια καταστήματα δεν φαίνεται να μπορούν να ξεφορτωθούν τους ανθρώπινους υπαλλήλους τους. Σε αντίθεση με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για το μέλλον. Τις προάλλες, ήθελα να χρησιμοποιήσω το μετρό από έναν κεντρικό (πολύ κεντρικό) σταθμό της Αθήνας. Πηγαίνω στο μηχάνημα για εισιτήριο.
Εχω μετρητά, αλλά δεν χαίρομαι όπως στο περίπτερο, διότι πρόκειται για εικοσάευρο και ξέρω πως τα μηχανήματα βγάζουν ρέστα σε μονόευρα και δίευρα, αν είσαι τυχερός, ή, αν δεν είσαι, σε εικοσάλεπτα και δεκάλεπτα. Δεν είναι ό,τι καλύτερο να μαζεύεις δεκαεννέα ευρώ σε δεκάλεπτα με τις χούφτες, σαν μάρκες από φρουτάκια. Εκείνη τη μέρα, ξεπέρασα αυτό το επίπεδο μαρτυρίου, αφού το μηχάνημα δεν δεχόταν το εικοσάρικό μου. Δοκιμάζω σε δεύτερο μηχάνημα. Τζίφος. Σε τρίτο, σε τέταρτο. Ούτε. Εντάξει, ίσως είναι το χαρτονόμισμα, σκέφτομαι, και βγάζω την κάρτα μου, αν και αμφιβάλλω πολύ για την ασφάλεια αυτών των μηχανημάτων. Δεν τη δέχεται.
Ούτε το πρώτο μηχάνημα, ούτε το δεύτερο, ούτε το τρίτο. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει γενικευμένη βλάβη (ιδέα δεν έχω πώς γίνεται αυτό), διότι και άλλοι δυσανασχετούν. Κατευθύνομαι στο γκισέ, όπου συνήθως υπάρχουν υπάλληλοι, αλλά βλέπω κατεβασμένα ρολά. Και είναι πρωί (πολύ πρωί), δεν μπορεί να σχόλασαν. Αρχίζω να ψάχνω απεγνωσμένα για άνθρωπο.
Συναπαντώ το προσωπικό καθαριότητας, που μου δείχνει ένα γραφειάκι όπου υποτίθεται κρύβεται μια σάρκα με οστά. Οντως ξετρυπώνω μια τέτοια και ενημερώνω για τα καθέκαστα. Διαπιστώνεται ότι τα μηχανήματα δέχονται μόνο κέρματα, και πάλι χωρίς να δώσουν καν ρέστα. Απλώς τα δέχονται. Κάποιοι σεκιούριτι δίνουν σφαλιάρες σε μερικά για να ανακτήσουν φαγωμένα εικοσάλεπτα.
Κι ωστόσο αυτά τα μηχανήματα δεν συναγωνίζονται τις ψηφιακές κρατικές εφαρμογές, που υποτίθεται περιορίζουν γραφειοκρατία και αναμονές. Πριν από κάποιους μήνες, είχαμε με τον άντρα μου μια υπόθεση στο Κτηματολόγιο. Επειδή η υπόθεσή μας απαιτούσε μετάβαση στην υπηρεσία, πήγαμε, αλλά διαπιστώσαμε ότι χρειάζεται ψηφιακό ραντεβού. No big deal. Ωστόσο, ένας ευγενής παππούλης έξω από την υπηρεσία μάς όρκισε να μπούμε στα ιντερνέτια μας ακριβώς στις τρεις το μεσημέρι και να έχουμε πατήσει τα κουμπάκια μας έως τις τρεις και δύο λεπτά, διότι μέχρι τις τρεις και πέντε έχουν καπαρωθεί όλα τα ραντεβού – εκείνος πέντε εβδομάδες παιδευόταν.
Και θυμάμαι την επόμενη μέρα, που καθόμουν μπροστά στην οθόνη από τις τρεις παρά δέκα, χωρίς να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, και να πατάω το κουμπί ακριβώς στις τρεις και ένα, και να πετυχαίνω διάνα, λες και στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν βορειοκορεάτισσα στρατηγός και είχα παβλοφικώς εκπαιδευτεί να ακούω «πάτα το!» και να το πατάω. Βέβαια, και που το πάτησα, δεν καταφέραμε πολλά, επειδή στην υπηρεσία είπαν ότι για την υπόθεσή μας θέλαμε μεν ένα τόσο δα πιστοποιητικό, που εκδίδεται, όμως, από άνθρωπο, ο οποίος είναι ένας όλος κι όλος, οπότε του παίρνει γύρω στο τετράμηνο – και το γεγονός ότι για να βγάλει αυτό το πιστοποιητικό χρειάζεται ένα άλλο, που εκδίδεται ψηφιακά και έχει διάρκεια ισχύος τριών μηνών, ε, είναι μια αναποδιά για την οποία μάλλον ευθύνεται το κάρμα μας. Οι αμαρτίες στις προηγούμενες ζωές μας.
Εγώ τη συμπαθώ την τεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και τα τοιαύτα. Το πρόβλημα δεν είναι αυτά, αλλά πως υποκρινόμαστε ότι τα είχαμε από πάντα. Είναι ταμπού να μην είσαι απολύτως εξοικειωμένος με όλο αυτό το μέλλον. Είναι αρνητισμός να λες ότι ένα μηχάνημα δεν μπορεί να είναι καλό καθ’ αυτό, καλός μπορεί να είναι μονάχα ο σχεδιασμός του, κι όποιος σχεδίασε τα παροντικά μηχανήματα φαίνεται πως δεν ήξερε τι του γινόταν. Οσοι έτυχε να συμπέσουμε σε προχωρημένη ενηλικότητα με τη μαζική διάδοση των νέων μηχανών πρέπει απλώς να συμφιλιωθούμε με το γεγονός ότι θα παιδευτούμε, αφού ο χρόνος στον αναρχοκαπιταλισμό είναι αμείλικτος αλλά και, παραδόξως, το μόνο που δεν μπορείς να αγοράσεις. Η ταχύτητά μας στη μάθηση είναι προσαρμοσμένη σε ανάγκες ενός καιρού που έχει παρέλθει και κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να μας το συγχωρήσει αυτό. Νομίζω πως είναι κάπως βιολογικό το πρόβλημα. Οι κατοπινές γενιές δεν θα το έχουν. Η νεαντερταλική τάση μας να σφαλιαρίζουμε κάθε machina sapiens που μοιάζει να μας μισεί κάποτε θα εξαλειφθεί, όπως οι φρονιμίτες. Ως τότε, θα σπαταλάμε τον χρόνο μας ψάχνοντας κάτι sapiens σε έκδοση homo.
Αποκλεισμοί και αποτροπές
Αναθυμάμαι τα ζώα που αλώνιζαν στις πόλεις το 2020. Δελφίνια, χελώνες σε βενετσιάνικα κανάλια, άλκες, αγριόχοιροι σε λεωφόρους. Σκέφτομαι τους λύκους του Τσερνόμπιλ, τα ελάφια της Πάρνηθας. Σκέφτομαι και τα περιστεράκια, που τόσα προσέφεραν σ’ εμάς ώσπου το είδος τους, όπως των σκύλων, αποκλείστηκε στο ανθρώπινο περιβάλλον και πλέον αποτραβιούνται σε ερείπια, όπου δεν κρεμάστηκαν ακόμη σιντί και αιχμηρές σιδεριές. Αυτές οι σιδεριές μού θυμίζουν τις μεταλλικές σφήνες που βλέπεις σε κόγχες κτιρίων, πεζούλια ή κάτω από γέφυρες, για να μην κοιμούνται οι άστεγοι.
Οτιδήποτε για να αποτραπεί η «βρωμιά» ανέστιων ζώων και ανθρώπων και να δοθεί χώρος στη βρωμιά εκείνων των «περιτυλιγμάτων από σάντουιτς», που δεν είδε στον τυραννισμένο Τάμεση ενός ποιήματός του ο Τ.Σ. Ελιοτ, αλλά τα βλέπουμε στη Στύγα του πολιτισμού μας κάθε μέρα εμείς. Η ρυπαρότητα είναι κακή, παρεκτός όταν αποδεικνύει ότι έχεις κάνει ελάχιστη κατανάλωση.