Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου οι εκλογές είναι μια μακρά πρακτική, ενσωματωμένη στην κανονική ροή των πραγμάτων. Ταυτόχρονα όμως υφέρπει μια αμφιβολία για την πρακτική τους σημασία. Ιστορικά προηγούμενα, στον 20ό και στον 21ο αιώνα, υποδεικνύουν το αντίθετο. Δεν έχουν όλες οι εκλογές μεγάλη σημασία, ορισμένες όμως έχουν αποδειχθεί ιστορικά βαρυσήμαντες. Τέτοιες ήταν οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Νοέμβριο του 1932. Ο Δημοκρατικός Φραγκλίνος Ρούσβελτ επικράτησε του απερχόμενου Ρεπουμπλικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ, ο οποίος είχε αποτύχει στην αντιμετώπιση της κρίσης του 1929. Η προεδρία Ρούσβελτ σήμανε πολύ περισσότερα από μια συνηθισμένη εναλλαγή στην εξουσία. Σηματοδότησε την έλευση ενός παρεμβατικού μοντέλου οικονομικής πολιτικής το οποίο ανανέωσε τον κλονισμένο από την κρίση καπιταλισμό: Αυξημένες δημόσιες δαπάνες και δημόσια έργα για το σπάσιμο του φαύλου κύκλου ύφεσης και ανεργίας, καθιέρωση ομοσπονδιακού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και, αργότερα, γενίκευση του μοντέλου της μαζικής κατανάλωσης που βασιζόταν στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης ήταν τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής που επρόκειτο να διέπει τον δυτικό καπιταλισμό για μισό περίπου αιώνα. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος έγινε δυνατή στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος. Οι πολιτικές που προκρίθηκαν και εφαρμόστηκαν ήταν ασφαλώς προϊόν διανοητικής επεξεργασίας και πολιτικής στάθμισης από τις πολιτικές, οικονομικές και ακαδημαϊκές ελίτ. Αλλά ως πολιτικό αποτέλεσμα η αλλαγή του παραδείγματος προέκυψε από την ψήφο των εκλογέων.

Την ίδια εποχή, από τον Μάιο του 1932 έως τον Μάρτιο του 1933, η γερμανική πολιτική σφραγίστηκε αρνητικά σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Σε καμία από αυτές δεν πέτυχε απόλυτη πλειοψηφία το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, αναδείχθηκε όμως και στις τρεις πρώτη πολιτική δύναμη. Η βαθιά οικονομική κρίση, η εξάρθρωση των μεσαίων στρωμάτων, ο σκληρός ανταγωνισμός εντός του εργατικού κινήματος μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστών αποδυνάμωσαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στην άνοδο του Ναζισμού συνέβαλε ακόμα η ιδεολογική προκατάληψη των συντηρητικών ανώτερων στρωμάτων, των ελίτ των επιχειρήσεων, της γραφειοκρατίας, του στρατού. Αυτοί έβλεπαν στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μια ανεπιθύμητη και ανεπίτρεπτη εξισωτική τάση. Ηταν ο στρατάρχης Χίντεμπουργκ, ένας τυπικός εκπρόσωπος της παλαιάς κοινωνικής τάξης, ο οποίος, ως πρόεδρος, ανέθεσε στον Χίτλερ τον σχηματισμό κυβέρνησης και τη διεξαγωγή εκλογών στις αρχές του 1933. Τα αλλεπάλληλα εκλογικά αποτελέσματα αναδείκνυαν όμως ένα καθοριστικό στοιχείο: την έλλειψη πίστης στη δημοκρατία και στις δυνατότητές της να επιλύσει κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

Μεταπολεμικά, οι εκλογές στη Βρετανία το 1979 και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1980, με την επικράτηση της Συντηρητικής Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρεπουμπλικανού Ρόναλντ Ρέιγκαν, σήμαιναν την κίνηση του εκκρεμούς προς τα δεξιά. Το παράδειγμα οικονομικής πολιτικής τροποποιήθηκε αυτή τη φορά σε λογική αντίστροφη από αυτή της δεκαετίας του ’30. Οι πολιτικές αναδιανομής, οι υψηλές δημόσιες δαπάνες, η φορολογία επιχειρήσεων και κερδών, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και η βιομηχανική πολιτική θεωρούνταν πλέον αντιοικονομικές επιλογές που στρέβλωναν τη λειτουργία της αγοράς, τον ανταγωνισμό και την άνοδο της παραγωγικότητας. Η μακρά κυριαρχία αυτών των πολιτικών δυνάμεων, και πέραν του αγγλοσαξονικού χώρου από τον οποίο προήλθαν, στηρίχθηκε στην ψήφο των εκλογέων. Η πολιτική αυτή επιλογή σήμαινε επίσης τη λήψη θεμελιωδών αποφάσεων που οδήγησαν σταδιακά στην εμπέδωση της παγκοσμιοποίησης στον οικονομικό τομέα: ανεμπόδιστη κίνηση κεφαλαίων, ελεύθερο εμπόριο, επενδύσεις σε χώρες που αποκλήθηκαν αναδυόμενες αγορές. Η εμπέδωση της παγκοσμιοποίησης περιόριζε τη σημασία των πολιτικών επιλογών. Ηδη από το 1983, ο Φρανσουά Μιτεράν, ηγέτης μιας χώρας όπως η Γαλλία, που ήταν μέλος του G7 και κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει το σοσιαλιστικό πείραμα και να επιδιώξει τον εκσυγχρονισμό, την προσαρμογή στις επιταγές μιας διαρκώς διεθνοποιούμενης οικονομίας, η οποία απαιτούσε υψηλή ανταγωνιστικότητα και χαμηλά ελλείμματα.

Η οικονομική κρίση του 2008 και εν συνεχεία η πανδημική κρίση έθεσαν ερωτήματα για αυτό το πρότυπο οικονομικής πολιτικής και αποδίδουν μια αυξανόμενη σημασία στις εκλογές. Η εντεινόμενη κοινωνική πίεση που προκαλεί η διάβρωση της γενικευμένης ευημερίας, η παγκόσμια ανακατανομή ισχύος με την ανάδυση των αυταρχικών συστημάτων στην Ασία και αλλού αντανακλώνται στο εσωτερικό των δημοκρατιών. Οι εκλογικές αναμετρήσεις αποκτούν και έναν χαρακτήρα αναμέτρησης συστημάτων αξιών. Η βαρύτητα ασφαλώς και δεν είναι ίδια για όλους. Σε μια μικρή χώρα, βασικό διακύβευμα είναι η ικανότητα προσαρμογής στο διεθνές σύστημα, αν και σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον οι κινήσεις μικρών χωρών έχουν κάποια σημασία: ρήξη της Ελλάδας με την Ευρωζώνη το 2015 μπορούσε να έχει και μια οριακή γεωπολιτική επίπτωση. Στην περίπτωση όμως της υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εκλογές του 2024 σημαίνουν ασφαλώς πολύ περισσότερα για το ίδιο το διεθνές σύστημα.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι
διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.