Το φάσμα που πλανιέται πάνω από τη Δύση

Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης

Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ στο Πανεπιστήμιο Γιούτα Βάλεϊ στις 10 Σεπτεμβρίου 2025 θα αποτελέσει πιθανότατα ένα από εκείνα τα γεγονότα τα οποία γίνονται άμεσα αντιληπτά ως ορόσημα.

Αν για τους θιασώτες του MAGA το κίνημα απέκτησε τον μάρτυρά του και για τους προοδευτικούς αντιπάλους του το ιδανικό πρόσχημα για την εξαπόλυση ενός κυνηγιού μαγισσών, οι σοκαριστικές εικόνες της εκτέλεσης που κυκλοφόρησαν άμεσα στο Διαδίκτυο αρκούν για να καταδείξουν την ουσιαστικότερη διάσταση του εγκλήματος: την επιβεβαίωση ότι η πολιτική βία στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει επανέλθει στο προσκήνιο με δριμύτητα αντίστοιχη της δεκαετίας του ’60.

Αφήνοντας κατά μέρος απαγωγές και επιθέσεις που έμειναν στα χαρτιά, του φόνου του Κερκ προηγήθηκαν η επίθεση στην κατοικία της προέδρου της ομοσπονδιακής Βουλής Νάνσι Πελόζι στις 28 Οκτωβρίου 2022, η απόπειρα δολοφονίας του νυν προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις 13 Ιουλίου 2024, ο εμπρησμός της οικίας του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο στις 13 Απριλίου 2025 και η δολοφονία της πρώην προέδρου της πολιτειακής Βουλής της Μινεσότα Μελίσα Χόρτμαν και του συζύγου της στις 14 Ιουνίου 2025.

Η πύκνωση του φαινομένου σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες και η έξαρσή του στο πλαίσιο της διάδοσης εμπρηστικού πολιτικού λόγου στη δημόσια σφαίρα υποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Και αν ακόμη, ωστόσο, κάποιος επιχειρούσε να αποσυνδέσει τα γεγονότα από τα συμφραζόμενά τους, οι ταραχές της Σάρλοτσβιλ το 2017 και, κυρίως, η απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου στις 6 Ιανουαρίου 2021 θα επισφράγιζαν τη διαφαινόμενη αύξηση της ανοχής προς την πολιτική βία στην αμερικανική κοινωνία. Ισως, βέβαια, ο διαχωρισμός εδώ από την ευρωπαϊκή να είναι πιο τεχνητός από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται.

Η πόλωση δεν είναι λιγότερο απτή και οι διαφορετικές αντιλήψεις και νόμοι περί οπλοκατοχής στην Ευρώπη δεν εμπόδισαν την απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο στις 15 Μαΐου 2024. Και μπορεί αυτή να ήταν η μόνη επίθεση κατά αρχηγού κράτους μετά τη δολοφονία του σέρβου πρωθυπουργού Ζόραν Τζίτζιτς το 2003, όμως οι εικόνες των συγκρούσεων στους δρόμους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών στα χρόνια της κρίσης και του απόηχού της δεν αποτελούν μακρινή ανάμνηση. Καθώς ανισότητες διογκώνονται, διαιρέσεις σοβούν, τα αδιέξοδα μοιάζουν να υπερβαίνουν τις λύσεις, ένα φάσμα πλανιέται πάνω από τη Δύση – το φάσμα της βίας.

Πολιτικές δολοφονίες και πόλωση στις ΗΠΑ

Γράφει η Έφη Γαζή

Η σύλληψη του φερόμενου ως δράστη μετά την τραγική δολοφονία του Τσάρλι Κερκ προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση για την ταυτότητα και τις απόψεις του. Μια πλημμύρα αποσπασματικών πληροφοριών είχαν ως αποτέλεσμα να αποδοθούν στον συλληφθέντα διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις που απλώνονται σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος.

Οπως συμβαίνει με πολλά θέματα σήμερα, η διάχυση κάθε είδους ανεξακρίβωτης πληροφορίας είναι εύκολη και ανεξέλεγκτη. Ως εκ τούτου, σκόπιμο είναι να μη βιαστούμε να προσδιορίσουμε τις απόψεις ή τα κίνητρα του φερόμενου ως δράστη πριν από τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Είναι όμως σαφές ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής αναδεικνύονται μέσα από αυτή τη δολοφονία, η οποία δυστυχώς έρχεται σε συνέχεια και άλλων αιματηρών επιθέσεων ή δολοφονιών, όπως εκείνη της πολιτικού των Δημοκρατικών Μελίσα Χόρτμαν και του συζύγου της πριν από μερικούς μήνες.

Κατ’ αρχάς, οι ΗΠΑ είναι μια χώρα με ευρεία οπλοχρησία και οπλοφορία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center (2024), περίπου 30% των Αμερικανών, δηλαδή ένας στους τρεις, κατέχει ένα ή περισσότερα όπλα, ενώ τέσσερις στους δέκα ενηλίκους ζουν σε νοικοκυριά όπου υπάρχουν όπλα.

Η ιστορική εμπειρία της χώρας, οι τρόποι ζωής, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές όπως οι μεσοδυτικές Πολιτείες, αλλά και το ευρύτερο αξιακό πλέγμα, έχουν εδραιώσει την «κουλτούρα των όπλων».

Η αλλαγή των συλλογικών στάσεων απέναντι στη διάδοση και χρήση τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Εχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες επιλογές, από την πλήρη απαγόρευση έως τον περιορισμό των όπλων, τη συστηματική καταγραφή ή τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των πωλήσεων ιδιαίτερα φονικών όπλων, αλλά δεν έχουν προχωρήσει καθώς συναντούν πολύπλευρες αντιστάσεις από κοινότητες ή ομάδες πίεσης. Η εύκολη πρόσβαση σε όπλα και η χρήση τους αποτελεί μια παράμετρο συνδεδεμένη με βίαιες επιθέσεις στις ΗΠΑ, πολιτικού χαρακτήρα ή όχι.

Οι λόγοι της πολιτικής βίας ανάγονται σε διαφορετικά αίτια. Ανάμεσα σε αυτά, ο κατακερματισμός, οι ανισότητες και τα ρήγματα στην κοινωνία, οικονομικά, φυλετικά, αξιακά, βαθαίνουν την πόλωση και τον εξτρεμισμό.

Μία άλλη σημαντική παράμετρος που αφορά ευρείες κοινότητες ανθρώπων τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς είναι η σταδιακή ανάδυση ενός διαδικτυακoύ κόσμου, με τις δικές του κοινότητες, πρακτικές, λόγους και κώδικες επικοινωνίας.

Ορισμένοι ειδικοί αναφέρονται σε ανθρώπους «συνδεδεμένους στο Διαδίκτυο σε τελικό στάδιο» (terminally connected, terminally online), οι οποίοι συμμετέχουν σε κοινότητες που αφορούν βιντεοπαιχνίδια ή άλλες συναφείς δραστηριότητες.

Οι ειδικοί επισημαίνουν, επίσης, ότι οι κοινότητες του διαδικτυακού εθισμού λειτουργούν ως ένας περίκλειστος κόσμος με μιμίδια (memes), viral αστεία και κώδικες που καλλιεργούν αποξένωση, νιχιλισμό, αλλαγές στη συμπεριφορά, αδυναμία διάκρισης μεταξύ των «εικονικών» και των «πραγματικών» διαστάσεων της ζωής.

Δύσκολα ταξινομούνται αυτές οι κοινότητες και οι κώδικές τους με βάση συνεκτικές ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις, ενώ εύκολα ρέπουν προς τη δημιουργία εσωτερικών «θυλάκων» που τους διαφοροποιούν από τους «άλλους». Παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάζουν συγκροτημένες ή ξεκαθαρισμένες πολιτικές αντιλήψεις, αυτές οι κοινότητες αναπτύσσουν συχνά ορισμένα – θολά ή κατακερματισμένα, ίσως – πολιτικά χαρακτηριστικά ή θέσεις.

Τέλος, η πολιτική βία και η τρομοκρατία δεν είναι ασυνήθιστα φαινόμενα στις ΗΠΑ. Από τη δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι ή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έως την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η χώρα έχει βιώσει καταστροφικές όψεις αυτής της βίας με θύματα άλλοτε πολιτικούς, ακτιβιστές ή δημόσια πρόσωπα και άλλοτε απλούς ανθρώπους, ακόμη και παιδιά.

Οι λόγοι της πολιτικής βίας ανάγονται σε διαφορετικά αίτια. Ανάμεσα σε αυτά, ο κατακερματισμός, οι ανισότητες και τα ρήγματα στην κοινωνία, οικονομικά, φυλετικά, αξιακά, βαθαίνουν την πόλωση και τον εξτρεμισμό. Τα τελευταία χρόνια, η «συναισθηματική πόλωση» (affective polarization) και τα πολιτικά συνεπακόλουθά της, ο θυμός, η μνησικακία, το μίσος καλλιεργούνται στο υπόστρωμα βαθιά ακραίων, αυταρχικών, αντιδημοκρατικών ιδεών και πολιτικών. Η δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή απειλούνται ολοένα και περισσότερο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη και διεθνώς.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Σύμπτωμα της έντασης και όχι αιτία της

Γράφει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης

«Εγώ μισώ τον αντίπαλό μου και δεν θέλω το καλύτερο για αυτόν». Οταν ο πολιτικός ηγέτης μιας υπερδύναμης, όπως οι ΗΠΑ, υιοθετεί έναν τόσο διχαστικό και εμπαθή λόγο στην κηδεία του δολοφονημένου Τσάρλι Κερκ, τότε είναι προφανές ότι ο κύκλος της πολιτικής βίας στην Αμερική θα συνεχίσει να υφίσταται και μάλιστα διαρκώς εντεινόμενος. Και μοιάζει μάλλον αυταπάτη η σκέψη ότι ο κύκλος αυτός θα μπορούσε να κλείσει στην προεδρία του συγκεκριμένου ηγέτη, ο οποίος συνδέθηκε με τη μαζική εισβολή στο αμερικανικό Καπιτώλιο του 2021, ένα μοναδικό γεγονός απόπειρας κατάλυσης της δημοκρατίας στην ιστορία των ΗΠΑ.

Διαβάζω τα σχετικά σχόλια για τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, τις αντιδράσεις για τον θάνατό του. Υπάρχουν δύο διαφορετικές πλευρές, νομίζω, και ας ξαναγράψω κι εγώ το αυτονόητο. Η δολοφονία του είναι απολύτως καταδικαστέα, πώς είναι δυνατόν να υποστηρίξει κανείς την εκτέλεση ενός ανθρώπου για τις ιδέες του, ακόμη και όταν τις θεωρεί επικίνδυνες για το δημοκρατικό πολίτευμα; Η υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να γίνεται με τα μέσα που η ελευθερία της έκφρασης επιτάσσει και χωρίς την άσκηση βίας, ακριβώς για να μπορεί αυτό το πολίτευμα να συνεχίσει να υπάρχει.

Από την άλλη πλευρά, η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε στο να ξεχάσουμε τη συνολική πολιτεία ούτε, κυρίως, στην αποδοχή ή στη δικαιολόγηση ενός ομοφοβικού, ισλαμοφοβικού και απροκάλυπτα ρατσιστικού και σεξιστικού λόγου, ο οποίος στόχευε ενάντια σε μια σειρά από καίρια χαρακτηριστικά μιας πολιτείας ισονομίας.

Η δολοφονία του Κερκ φέρνει ακόμη μεγαλύτερη ένταση και διχασμό στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και, το πλέον κρίσιμο, δημιουργεί έναν ήρωα για τη ριζοσπαστική άκρα Δεξιά. Και βέβαια επιτρέπει στον Ντόναλντ Τραμπ να την εκμεταλλευτεί στην προσπάθειά του να καταργήσει κάθε δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία του. Δεν είναι διόλου τυχαία η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για την πάταξη της «εσωτερικής τρομοκρατίας της Αριστεράς», στην οποία αποδίδεται και η δολοφονία Κερκ, την ώρα που τα κίνητρα του δράστη παραμένουν αδιευκρίνιστα και δεν φαίνεται από πουθενά να στοιχειοθετείται η συγκεκριμένη σχέση.

Η δολοφονία του Κερκ φέρνει ακόμη μεγαλύτερη ένταση και διχασμό στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και, το πλέον κρίσιμο, δημιουργεί έναν ήρωα για τη ριζοσπαστική άκρα Δεξιά.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα τέτοιο κύμα πολιτικής βίας. Εύλογα στην ιστορική μνήμη επανέρχεται η δεκαετία του ’60 και το κύμα των πολιτικών δολοφονιών που τη στιγμάτισαν. Είναι, νομίζω, όμως η πρώτη φορά που η ένταση αυτή μέσα από τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας εντείνεται ακόμη περισσότερο, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης αποσκοπώντας στην πλήρη άλωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα όσα συμβαίνουν δεν μπορούν, φοβάμαι, να αποδοθούν στο γεγονός και μόνο της ηγεσίας Τραμπ, σε αναφορές στον «παρανοϊκό» ηγέτη.

Ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν τα όσα υποστήριζε δεν συναντούσαν την επιδοκιμασία ενός σημαντικού τουλάχιστον μέρους της αμερικανικής κοινωνίας, την ώρα που οι θεωρίες συνωμοσίας συνεχώς εξαπλώνονται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ιδεολογία της λευκής υπεροχής επιστρέφει δυναμικά. Kαι βέβαια, άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, το σχέδιο της τραμπικής ηγεσίας για μια «πατριωτική εκπαίδευση» επιβεβαιώνει την παλιά ρήση ότι όποιος θέλει να ελέγχει το παρόν θα πρέπει να ξεκινήσει από το παρελθόν.

Η ιδέα μιας ιστορίας που θα αναδεικνύει το αμερικανικό μεγαλείο, αποσιωπώντας όλες τις σκοτεινές πλευρές, τη δουλεία, τις φυλετικές διακρίσεις, την ανισότητα απέναντι στις γυναίκες, έχει ήδη σημαντικές επιπτώσεις στην ανάγνωση του παρελθόντος – σημειώνω την επανεξέταση όλων των εκθέσεων που φιλοξενούνται από το Smithsonian Institution και το National Park Service και την αφαίρεση πολλών εκθεμάτων που δεν συνάδουν με τη νέα γραμμή. Η κατάργηση της κριτικής στάσης προς το εθνικό παρελθόν είναι ένα βαρύ χτύπημα στην ελευθερία της σκέψης για το σήμερα, και αυτό δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, φοβάμαι, ότι η άνοδος της πολιτικής βίας στις ΗΠΑ δεν αποτελεί την αιτία για την πολιτική ένταση που όλα δείχνουν ότι θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα. Αντιθέτως, αποτελεί σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε βαθύ διχασμό, μιας κοινωνίας που περνά μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της, με επιπτώσεις που αφορούν όλες και όλους μας.

Ο κύριος Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).

Το ακροδεξιό πρόσημο της βίας

Γράφει η Κατερίνα Λαμπρινού

«Τι απέγιναν οι Proud Boys;» διερωτάται πρόσφατο άρθρο στον ιστότοπο του «The Atlantic». Το ερώτημα για την ακροδεξιά παραστρατιωτική αδελφότητα των «υπερήφανων ανδρών της Δύσης» παραπέμπει σε μια παλιότερη ιστορία. Στα χρόνια της ανόδου τους, οι Proud Boys εμφανίζονταν ένοπλoι σε διαδηλώσεις ενάντια στο κίνημα Black Lives Matter. Το 2020, σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε αν καταδικάζει τις ακροδεξιές πολιτοφυλακές, απευθύνθηκε σε αυτούς λέγοντας: «Proud Boys, stand back and stand by» («κάντε πίσω και μείνετε σε ετοιμότητα»). Υπάκουσαν. Κράτησαν το «όπλο παρά πόδα», τύπωσαν μπλουζάκια με την προεδρική ρήση και τελικά αποσύρθηκαν από την πρώτη γραμμή μετά το 2024, όταν πλέον είχαν τη δική τους κυβέρνηση.

Η δημόσια συζήτηση μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ περιστρέφεται γύρω από έναν βασικό προβληματισμό: την άνοδο της πολιτικής βίας. Η διατύπωση είναι αρκετά αφηρημένη για να συγκαλύπτει το προφανές. Οτι η σημερινή πολιτική βία δεν αφορά τα δύο «άκρα», άποψη που θα εξυπηρετούσε την, καθησυχαστική για πολλούς, αναγκαιότητα για ένα «νηφάλιο κέντρο» που υπερίπταται της κοινωνικής πόλωσης. Αντίθετα, είναι πλήρως ασύμμετρη και έχει ένα σαφές πρόσημο. Ακροδεξιό.

Θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι θα ήταν αλλιώς. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στη Δύση και η εδραίωση αυταρχικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να συντελεστεί ανώδυνα. Μπορεί η βία να μην είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε ακροδεξιάς πολιτικής, δεν παύει όμως να αποτελεί τη φυσικότερη προέκταση των θεμελίων της: εθνοκεντρισμός, ξενοφοβία, ρατσισμός, ομοφοβία, πατριαρχία, φυλετική καθαρότητα.

Η ιδεολογία λειτουργεί σαν θερμοκοιτίδα. Η κατασκευή του «άλλου» ως απειλής νομιμοποιεί τη βία ως μέσο προστασίας, σχεδόν «αυτοάμυνας», της πλειοψηφικής ομάδας. Το ρεπερτόριο είναι ευρύ: από το hate speech του λόμπι των «Ενεργών Μπαμπάδων» για τη συνεπιμέλεια εναντίον των γυναικών στους μοναχικούς λύκους της αμερικανικής οπλοκατοχής· από τις παραστρατιωτικές ομάδες του ουγγρικού Jobbik στον αφιονισμένο όχλο που διαλύει μια παρέλαση του Pride στη Σερβία ή στον κρατικό αυταρχισμό της «μηδενικής ανοχής» που διώκει ποινικά όσους περνούν παράτυπα τα σύνορα.

Η γεωγραφία έχει, εδώ, σημασία.

Στην Ευρώπη, μέχρι στιγμής, η ακροδεξιά βία παραμένει σχετικά περιορισμένη σε ένταση και έκταση. Οι στόχοι της είναι συγκεκριμένοι: κυρίως μετανάστες, δευτερευόντως άλλες μειονότητες. Ακολουθεί το σύγχρονο μοτίβο της ψηφιακής ριζοσπαστικοποίησης και δικτύωσης, ενώ συχνά εκπορεύεται – άμεσα ή έμμεσα – από ακροδεξιά κόμματα, όπως το ισπανικό Vox και το γερμανικό AfD. Πρόκειται για βία που δεν έχει ακόμα εμπεδωθεί ως συστημική: το ενδεχόμενο υπάρχει, δεν έχει όμως παγιωθεί.

Η ιδεολογία MAGA λειτουργεί ως πολεμικό σάλπισμα για τη φαντασιακή «ανακατάληψη» της Αμερικής από τους λευκούς χριστιανούς.

Παρά τις ιδεολογικές συγγένειες, η Ακροδεξιά παραμένει διακριτή από το δεξιό πολιτικό φάσμα. Δεξιά και ακροδεξιά κόμματα δεν ταυτίζονται οργανωτικά. Τα ακροδεξιά κόμματα μπορεί μεν να πυροδοτούν τη φυσική βία, ρητορικά όμως αποστασιοποιούνται από αυτήν προκειμένου να διατηρήσουν τη νομιμοποίησή τους και αποδέχονται τη συνθήκη του δημοκρατικού ανταγωνισμού.

Στις ΗΠΑ, αντίθετα, η βία είναι πια βασική, αν όχι στρατηγική, παράμετρος της κυβερνητικής ατζέντας. Ο τραμπισμός βρίσκεται πέρα από τον συμβατικό συντηρητισμό· είναι η επικράτηση της Ακροδεξιάς μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η ιδεολογία MAGA δεν αρκείται στην αποδοκιμασία του «άλλου»· προχωρεί στην ακύρωσή του. Λειτουργεί ως πολεμικό σάλπισμα για τη φαντασιακή «ανακατάληψη» της Αμερικής από τους λευκούς χριστιανούς. Και όπως σε κάθε σταυροφορία ανακατάληψης, ο δρόμος από τον αποκλεισμό στην εξάλειψη του «εχθρού» είναι σύντομος.

Η βία εδώ είναι συστημική – ρητορική και φυσική. Στρέφεται όχι μόνο ενάντια σε μετανάστες, μειονότητες και ιδεολογικούς αντιπάλους, αλλά και ενάντια στους ίδιους τους κρατικούς θεσμούς, διατηρώντας αναλλοίωτη μια βασική πεποίθηση του ακροδεξιού αντισυστημισμού: ότι υπάρχει ένα βαθύ κράτος των ελίτ που πρέπει να απαλειφθεί. Οταν όμως ο στενός κυβερνητικός κύκλος αποτελείται από εκατομμυριούχους υπερσυντηρητικούς εξτρεμιστές, γίνεται εύκολο να βαφτιστεί «βαθύ κράτος» οτιδήποτε αντιβαίνει στην ατζέντα του: η περίφημη ηγεμονία της woke κουλτούρας ή, όπως αποδείχθηκε και στην πρόσφατη ομιλία Τραμπ στο βήμα των Ηνωμένων Εθνών, η επιστήμη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο.

Η γεωγραφία έχει εδώ σημασία, προς το παρόν. Στην Ευρώπη η ακροδεξιά βία εξακολουθεί να λειτουργεί περισσότερο ως κοινωνική και πολιτική πίεση, όχι ως κυρίαρχο συστατικό της πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι η γεωγραφία όμως εκείνη που μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον· ούτε το λεπτό όριο ανάμεσα στην πίεση και την κανονικοποίηση.

Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.