Η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί πολιτικό – διοικητικό θεσμό τοπικού ή περιφερειακού επιπέδου, αλλά και κοινωνικό, αναπτυξιακό και συμμετοχικό θεσμό με βασικό στόχο την προώθηση των λειτουργιών της τοπικής κοινωνίας, της υποστήριξης των συλλογικών δράσεων και της συμμετοχής των πολιτών. Το ελληνικό Σύνταγμα έχει αναγνωρίσει την τοπική αυτοδιοίκηση ως θεσμό εξουσίας που θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, αποδίδεται δε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια.

Η σημασία της διασφάλισης αυτοτέλειας της τοπικής αυτοδιοίκησης από το κράτος δεν περιορίζεται σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, αλλά γίνεται σημαντική για την αναδιάρθρωση και ποιοτική ανέλιξη της δημοκρατίας γενικότερα. Σε μια εποχή που οι λειτουργίες της δημοκρατίας υφίστανται την ασφυκτική πίεση της ισχύος και των στοχεύσεων επικοινωνιακών μέσων και πρακτικών, αλλά και ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων, ώστε η πολιτική να αφυδατώνεται και ο πολίτης να χειραγωγείται, η άμεση και αμφίπλευρη σχέση που διατηρούν τοπική κοινωνία και τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί αφετηρία αναβάθμισης αλλά και αναστοχασμού για τη δημοκρατία των ημερών μας.

Ο χαρακτήρας και οι μορφές της διοικητικής αυτοτέλειας της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αφορά μόνο την κατανομή αρμοδιοτήτων κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά αποκτά ιδιαίτερο βάρος στον βαθμό που δεν ταυτίζεται η λειτουργία τοπικής αυτοδιοίκησης και κράτους. Πράγματι, η διασφάλιση της διοικητικής αυτοτέλειας της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν έχει έρεισμα απλώς στον αποκεντρωτικό χαρακτήρα της οργάνωσης του κράτους. Αλλωστε, ούτως ή άλλως και το κράτος, κατ’ άρθρο 101 του Συντάγματος, διοικείται κατά το αποκεντρωτικό σύστημα. Η διοικητική αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης έρεισμα, κυρίως, έχει στον διαφορετικό χαρακτήρα των γενικών και τοπικών υποθέσεων, στην αμεσότητα των αυτοδιοικητικών θεσμών με τους πολίτες και στη δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς και συμμετοχής τους στην αυτοδιοικητική λειτουργία, στοιχεία που δεν προσιδιάζουν στον χαρακτήρα των γενικών υποθέσεων και στον χαρακτήρα και λειτουργίες του κράτους.

Η ανάδειξη των οργάνων διοίκησης με ψηφοφορία από το σύνολο των πολιτών της διοικητικής περιφέρειας, η ανεξαρτησία της εκλεγμένης διοίκησης, η οικονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που αποτελεί συνταγματική δέσμευση του κοινού νομοθέτη και η γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα επί των τοπικών υποθέσεων στα διοικητικά όρια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης προσδίδουν στην τοπική αυτοδιοίκηση εξουσία αντίστοιχη με την κρατική, η οποία περιορίζεται γεωγραφικά στα όρια των οργανισμών αυτών. Οι επιλογές του νομοθέτη σχετικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων και της τοπικής αυτοδιοίκησης συχνά οδηγούν κράτος και τοπική αυτοδιοίκηση σε τριβή, δεδομένου ότι κάθε θεσμικό επίπεδο διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας, σχέση η οποία διατυπώνεται και στην κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου (ΣτΕ) στις πρώτες αποφάσεις σχετικά με ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης : «…ποίον όμως είνε το περιεχόμενον και το κυρίως χαρακτηρίζον την τοπικήν αυτοδιοίκησιν αποτελεί πρόβλημα δυσεπίλυτον διαφόρως ρυθμιζόμενον υπό των σχετικών νομοθεσιών και των θεωρητικών απόψεων. […] Τινές προς προσδιορισμόν της αυτοδιοικήσεως παραδέχονται ως τοιαύτην το αντίθετον της κρατικής διοικήσεως, ενώ πάλιν έτεροι δογματίζουσιν, ότι κάθε αυτοδιοίκησις είναι κρατική διοίκησις…» (Σαρμάς 1994: 491- 492).

Η μακρά συγκεντρωτική παράδοση της ελληνικής διοίκησης οδηγεί τον κοινό νομοθέτη, αλλά και την πρακτική της δημόσιας διοίκησης, να αντιμετωπίζει την τοπική αυτοδιοίκηση ως θεσμό υπαγόμενο στην κεντρική διοίκηση και διευρύνει τα περιθώρια ανάμειξης της δράσης της διοίκησης, όχι μόνο στη λειτουργία και δράση της τοπικής αυτοδιοίκησης συχνά και πέραν των συνταγματικών ορίων, αλλά και στην ανάδειξη των οργάνων διοίκησης και συνεπώς στη λήψη αποφάσεων. Η επίλυση των προβλημάτων και η ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών εξασφαλίζεται με ευρύτερη συναίνεση στη διατύπωση των απόψεων. Οι αποφάσεις για τη διοίκηση και διαχείριση των τοπικών υποθέσεων προκειμένου να έχουν ευρεία νομιμοποίηση δεν μπορεί παρά να θεμελιώνονται στη συμμετοχή και στην έκφραση όσο το δυνατόν περισσότερων απόψεων, στα αποφασιστικά όργανα διοίκησης, ώστε να συντελούν στο όφελος των πολιτών και, εν τέλει, στη διασφάλιση της αυτοτέλειας του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Προκειμένου να αναδειχθεί ο σύγχρονος ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά τις κατευθύνσεις του Ευρωπαϊκού Αστικού Χάρτη (ΙΙ), σύμφωνα με τον οποίο «οι ευρωπαϊκές πόλεις αποτελούν το οικοδόμημα μιας πρότυπης αστικής διακυβέρνησης», καθώς και τις κατευθύνσεις του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, κατά τον οποίο η τοπική αυτοδιοίκηση ασκεί πραγματικές αρμοδιότητες με στόχο την εκπλήρωση των λειτουργιών σε τοπικό επίπεδο στο οποίο οι πολίτες έχουν προσωπική εμπειρία των ζητημάτων και σε συνδυασμό με τον συμμετοχικό χαρακτήρα της τοπικής αυτοδιοίκησης, συντελεί στην ισοτιμία κρατικής εξουσίας και τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, δεν μπορεί παρά να εξασφαλιστεί η διοικητική αυτοτέλεια, η οποία έχει έρεισμα στην ανάδειξη των τοπικών αρχών από τους πολίτες, την αμεσότητα στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς και στον διαφορετικό χαρακτήρα των γενικών και τοπικών υποθέσεων.

Η κυρία Αθανασία Β. Τριανταφυλλοπούλου είναι καθηγήτρια Αναπτυξιακών Θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.