Κωνσταντίνα K. (τα πλήρη στοιχεία της είναι στη διάθεση του «Β») παντρεύτηκε το καλοκαίρι του 2019, αλλά έναν μήνα μετά το ταξίδι του μέλιτος η ζωή της ανατράπηκε, όταν ο σύζυγός της διαγνώστηκε με καρκίνο.
Προτού ξεκινήσει τις απαιτούμενες χημειοθεραπείες, πήραν μαζί μια δύσκολη, αλλά συνειδητή απόφαση: να καταψύξει το σπέρμα του, ώστε, αν εκείνος έχανε τη μάχη, εκείνη να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει το παιδί τους.
Ο σύζυγός της τελικά έφυγε από τη ζωή και η Κωνσταντίνα τις προσεχείς εβδομάδες θα έχει ολοκληρώσει όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για να κάνει πραγματικότητα την επιθυμία τους. «Ηταν μόλις 38 ετών. Στην απόφαση να φέρω στον κόσμο το παιδί του με οδήγησε η αγάπη μου για εκείνον» εξομολογείται σήμερα στο «Βήμα».
Ηταν όμως μια απόφαση που μπορούσε να οδηγηθεί εύκολα σε αποτέλεσμα; Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η μεταθανάτια γονιμοποίηση, η δυνατότητα δηλαδή του ατόμου να φέρει στον κόσμο ένα παιδί από τον ή τη σύζυγο ή σύντροφο που δεν είναι εν ζωή, επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του μέσω συμβολαιογραφικής πράξης πριν από τον θάνατό του. Επιπλέον, απαιτείται δικαστική άδεια και η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει τουλάχιστον έξι μήνες μετά τον θάνατό του, αλλά όχι αργότερα από δύο χρόνια.
Το θέμα της ενημέρωσης
«Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο θέμα, το οποίο έχει μια πολύ συγκεκριμένη σκοπιμότητα και σοβαρότητα. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν την πληρέστερη δυνατή ενημέρωση γύρω από το νομικό και ιατρικό σκέλος προτού λάβουν μια τέτοια απόφαση» εξηγεί η Ισμήνη Κριάρη, ομότιμη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου και Βιοηθικής και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Στην περίπτωση της Κωνσταντίνας, ο σύζυγός της δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς για το νομικό πλαίσιο και την απαίτηση της συμβολαιογραφικής πράξης. Εξέφρασε μέσω της διαθήκης του τη συναίνεσή του προκειμένου η σύζυγός του να χρησιμοποιήσει το γενετικό του υλικό μετά θάνατον, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η Κωνσταντίνα να βρεθεί αντιμέτωπη με μια χρονοβόρα και ψυχοφθόρα δικαστική διαδικασία προκειμένου να διεκδικήσει το δικαίωμά της στη μεταθανάτια γονιμοποίηση.
«Ο νόμος λέει ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω το γενετικό υλικό του συζύγου μου έξι μήνες μετά τον θάνατό του και όχι πέρα από δύο χρόνια» διηγείται.«Είχα δηλαδή στη διάθεσή μου ενάμιση χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου έπρεπε να περάσω από δικαστική διαδικασία και να περιμένω τη δικαστική απόφαση, η οποία μπορεί να πάρει έως εννέα μήνες. Μετά την έκδοση της απόφασης, έπρεπε να εγκριθεί η διαθήκη και να εξεταστεί αν ο σύζυγός μου πραγματικά ήθελε να αποκτήσουμε παιδί, καθώς και αν είμαι ικανή να το μεγαλώσω μόνη μου και αν με υποστηρίζει η οικογένειά μου. Καλό θα ήταν ο νομοθέτης να επεκτείνει το χρονικό περιθώριο πέραν των δύο ετών».
Υπάρχουν δε αρκετά παραδείγματα από το εξωτερικό, όπου η διαδικασία αυτή βαραίνει συναισθηματικά πολλές γυναίκες, οι οποίες παραιτούνται τελικά του σκοπού τους ύστερα από μακρά διαδικασία διεκδίκησης σχετικών δικαστικών αποφάσεων.
Τα ηθικά ζητήματα
Εκτός από νομικά ζητήματα, η μεταθανάτια γονιμοποίηση εγείρει σοβαρές φιλοσοφικές και ηθικές ανησυχίες γύρω από τη γονεϊκότητα και την ανθρώπινη ύπαρξη. Αρκεί η συναίνεση του θανόντος για να θεωρηθεί η διαδικασία ηθικά αποδεκτή ή η ευθύνη απέναντι στο μελλοντικό παιδί υπερισχύει της επιθυμίας του θανόντος; Πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε ηθικά τη μεταθανάτια γονεϊκότητα από την οπτική του παιδιού που θα γεννηθεί; Αυτά και άλλα ερωτήματα ανακύπτουν όταν εξετάζουμε την ηθική διάσταση της διαδικασίας και τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην ατομική αυτονομία, την οικογένεια και το μέλλον του παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί.
Σύμφωνα με τη Σταυρούλα Τσινόρεμα, καθηγήτρια Σύγχρονης και Νεότερης Φιλοσοφίας και Βιοηθικής στο Τµήµα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, η μεταθανάτια γονιμοποίηση συνδέεται άμεσα με θεμελιώδη ηθικά ζητήματα, όπως η αναπαραγωγική ελευθερία και η ευθύνη των γονέων απέναντι στο μελλοντικό παιδί.
Οπως εξηγεί η ίδια, η συναίνεση του θανόντος δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει τη διαδικασία ηθικά αποδεκτή. Κι αυτό διότι η γονεϊκότητα αφορά και τις ηθικές ευθύνες που συνδέονται με την ανατροφή του παιδιού που θα γεννηθεί. «Οι γονείς οφείλουν να έχουν ένα σχέδιο για αυτό το παιδί, ώστε να ανατραφεί επαρκώς είτε από αυτούς είτε, υπό προϋποθέσεις, από άλλους. Η τεκνοποιία, φυσική ή τεχνητή, συνδέεται με ιδιαίτερες ευθύνες, οι οποίες οριοθετούν την αναπαραγωγική ελευθερία και τα αντίστοιχα δικαιώματα, τα οποία δεν είναι ούτε αυτοτελή ούτε απόλυτα ούτε απεριόριστα» σημειώνει.
Βέβαια, η ίδια εξηγεί ότι ο απόλυτος αποκλεισμός της μεταθανάτιας γονεϊκότητας είναι ηθικά προβληματικός, καθώς η ύπαρξη του παιδιού μπορεί να θεωρηθεί προτιμότερη από την ανυπαρξία του. Ωστόσο, υπάρχουν ηθικοί περιορισμοί, οι οποίοι διασφαλίζουν την ασφάλεια και το συμφέρον του μελλοντικού παιδιού.
Η Κωνσταντίνα καταλήγει με τις φράσεις: «Οταν το παιδί μου θα είναι σε ηλικία που μπορεί να καταλάβει, θα του πω όλη την αλήθεια γύρω από το πώς ελήφθη η απόφαση της γέννησής του. Δεν θα κάνω σαν να μην υπάρχει πατέρας. Το παιδί θα έχει πατέρα, απλώς δεν θα τον γνωρίσει».