Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλησε να δηλώσει την Τετάρτη και ενώπιον του κομματικού ακροατηρίου ότι έρχεται στην Αθήνα με στόχο να αλλάξουμε σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μίλησε για μία σχέση «καζάν καζάν», δηλαδή αμοιβαίου οφέλους, επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπάρχουν προβλήματα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία που δεν μπορούν να λυθούν με τον διάλογο.

Εστω και αν κάποιοι έχουν συμφέρον αυτά τα προβλήματα να διαιωνίζονται. Από τη δική του πλευρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επίσης επαναλάβει αρκετές φορές ότι η Ελλάδα θέλει επίλυση των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία αλλά ακόμα και αν η λύση δεν είναι εφικτή, στόχος είναι τα όποια ζητήματα προκύπτουν να μην οδηγούν σε κρίσεις.

Δύο «στρατόπεδα»

Ωστόσο τα τρία τελευταία χρόνια δηλητηριώδους ρητορικής που πέρασαν, με τις δηλώσεις μεταξύ των δύο χωρών να είναι πολεμικές, ακόμα και όταν στο πεδίο δεν εξελισσόταν κάποια κρίση δείχνουν να έχουν αφήσει κατάλοιπα και στην Ελλάδα. Χωρίζοντας την πολιτική σκηνή σε όσους δηλώνουν ότι ο διάλογος με στόχο τη διατήρηση της «καταλλαγής» είναι απαραίτητος – όπως συνηθίζει να λέει ο Γιώργος Γεραπετρίτης – προκειμένου να οικοδομηθεί η απαραίτητη εμπιστοσύνη και με στόχο εάν καταστεί δυνατό οι δύο πλευρές να φτάσουν σε λύσεις και σε εκείνους που θεωρούν ότι η επίσκεψη Ερντογάν αυτή την περίοδο «δεν είναι καλή ιδέα».

Οσοι είναι κατά του διαλόγου

Ετσι στο ένα «στρατόπεδο» υπάρχουν όσοι επιδιώκουν την προβολή, μέσω πιο σκληρών θέσεων, διεκδικώντας τη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, αλλά και τον χώρο στα δεξιά της κυβερνώσας παράταξης. Πρόσωπα και εφημερίδες που δηλώνουν αντίθετοι σε έναν «προσχηματικό» διάλογο όπως τον αποκαλούν, ενώ η Τουρκία επιμένει σε «τετελεσμένα».

Στα επιχειρήματα όσων τάσσονται κατά του διαλόγου είναι πως η Τουρκία έχει και στο παρελθόν υποχωρήσει όσον αφορά την ένταση, δημιουργώντας φάσεις ηρεμίας στις σχέσεις με την Ελλάδα, ωστόσο πάντα επιστρέφει στην ένταση, και κυρίως ποτέ δεν εγκαταλείπει τις θέσεις της, προσθέτοντας πάντα κάτι στο καλάθι των διεκδικήσεών της. Θεωρούν δε ότι οι προκλήσεις παραμένουν τόσο σε επίπεδο ρητορικής – επικαλούμενοι τις «κορόνες» τούρκων αξιωματούχων, παρά τη «γραμμή» Ερντογάν – όσο και σε κομβικά ζητήματα όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο που παραμένει σε ισχύ.

Σε αυτή την τάση ανήκουν όπως επισημαίνουν αναλυτές και ψηφοφόροι της ΝΔ και πολλοί που στέκονται στα δεξιά της. Στα επιχειρήματα των αρνητών του διαλόγου και το ενδεχόμενο μιας «δυσάρεστης έκπληξης» που θα επιφυλάσσει ο Ερντογάν κατά την παραμονή του στην Αθήνα και τις δηλώσεις του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτή η τάση επιτρέπει την «ασφάλεια» της ακινησίας ενώ η ρητορική της περιχαράκωσης σε πιο εθνικιστική ρητορική έχει δείξει στο παρελθόν ότι πολιτικά αποδίδει. Και σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται θέση χωρίς ρίσκο, αφού αν η συνάντηση αποτύχει ηχηρά θα έχουν «δικαιωθεί», ενώ αν κυλήσει ήρεμα, κανείς δεν θα τους κατηγορήσει.

Οσοι είναι υπέρ του διαλόγου

Οσοι κατατάσσουν εαυτόν στο «στρατόπεδο» που τάσσεται υπέρ του διαλόγου θεωρούν ότι αυτός πρέπει να γίνεται ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες. Με σαφείς θέσεις, ισχυρά επιχειρήματα, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, σημειώνοντας ότι είναι πάγια θέση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Υπογραμμίζουν δε ότι ο διάλογος επιβάλλεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Είναι ο μοναδικός τρόπος εκτόνωσης εντάσεων πριν εξελιχθούν σε κρίσεις. Θέση στο «στρατόπεδο» υπέρ του διαλόγου δηλώνει ότι παίρνει η Ντόρα Μπακογιάννη, που μιλώντας στο Athens Security Forum που διοργανώθηκε από το ΙΔΙΣ υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να αρνηθεί τον διάλογο, ενώ δεν υπάρχει κανείς σήμερα που να μη συζητεί ακόμα και με τον εχθρό του, φέρνοντας τα παραδείγματα Ουκρανίας – Ρωσίας και Ισραήλ – Χαμάς.

Ο διάλογος, όπως τονίζουν οι διπλωμάτες, δεν σημαίνει παραχωρήσεις, αλλά αναζήτηση συμφωνιών και συγκλίσεων και οφείλει να γίνεται και στις πλέον δυσκολότερες στιγμές, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει η Αθήνα να διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα.

Υπέρ του διαλόγου και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην ΥΠΕΞ Ευάγγελος Βενιζέλος που υπογράμμισε στο ίδιο φόρουμ ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία πρέπει να είναι ανοιχτοί, ενώ χαρακτηρίζει λάθος τη διακοπή των διερευνητικών επαφών το 2016, ξεκαθαρίζοντας ότι με την Τουρκία δεν συζητούμε ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας.

Στο ερώτημα αν διαπραγματευόμαστε ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι «έχουμε υποχρέωση κατά το διεθνές δίκαιο να διαλεχθούμε και να διαπραγματευθούμε για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Το διεθνές δίκαιο επιβάλλει σαφέστατα να συνομιλήσουμε και να διαπραγματευθούμε και αν αποτύχουμε να καταφύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη».

Εγγυήσεις για το αν ο διάλογος θα έχει αποτελέσματα δεν δίνει κανείς. Εγγυήσεις δεν δίνουν ούτε οι αρνητές του για το αν αυτό δεν εγκυμονεί κινδύνους και αν ναι ποιοι είναι αυτοί.