Στα παλιά τα χρόνια, τα μεσαιωνικά, όταν οι φαντασμαγορικές δεισιδαιμονίες ήταν σχεδόν πραγματικότητες για τους απλούς ανθρώπους, είχαν φτιαχτεί χάρτες που υποδείκνυαν τις επικίνδυνες περιοχές με «δράκους». Ετσι ακριβώς (στον αστερισμό των παραμυθιών, τα οποία, μεταξύ άλλων, απορροφούν βία και εκλύουν πορίσματα) προέκυψε ο τίτλος «Hic sunt Dracones» (Εδώ έχει δράκους) της πλέον πρόσφατης δημιουργίας της εμβληματικής Αριάν Μνουσκίν και του «Θεάτρου του Ηλιου» (Théâtre du Soleil) που άνοιξε το επετειακό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου στους χώρους της Πειραιώς 260 (με παραστάσεις στα τέλη Μαΐου και στις αρχές Ιουνίου).
Με αφορμή την απροκάλυπτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία (έναν τρέχοντα πόλεμο στη Γηραιά Ηπειρο δηλαδή), η σπουδαία κυρία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας σκηνής έσπευσε να πάρει θέση, καλλιτεχνική και πολιτική, ευθύβολη και διάφανη, σχεδιάζοντας ένα μεγάλο θέαμα (επικό και λαϊκό συνάμα, κατά τον εγνωσμένο τρόπο της, και) εμπνευσμένο από κρίσιμα γεγονότα του παρελθόντος που άλλαξαν την πορεία του σύγχρονου κόσμου. Στην Αθήνα είδαμε τις προάλλες το «πρώτο επεισόδιο» αυτού του εν εξελίξει εγχειρήματος της Μνουσκίν (σε συνεργασία με μια θρυλική φυσιογνωμία της γαλλικής διανόησης, την Ελέν Σιξού) υπό τον χαρακτηριστικότατο τίτλο «1917: Η νίκη ήταν στα χέρια μας».
Λοιπόν, γιατί καταβυθίζεται στην Οκτωβριανή Επανάσταση η Μνουσκίν; Τι αναζητεί στο προσκήνιο και στο παρασκήνιό της; Κατά τα φαινόμενα (διότι δεν γνωρίζουμε επιπλέον λεπτομέρειες για την ενιαία αυτή σύλληψη, ούτε τα επόμενα «επεισόδια») επιχειρεί να εντοπίσει τις ατσαλένιες ρίζες μιας αντιδημοκρατικής και ολοκληρωτικής κληρονομιάς η οποία επιβιώνει ακόμα και, μεταμφιεζόμενη, λιγότερο ή περισσότερο, φτάνει στο σήμερα, ενσαρκωμένη από τον Βλαντίμιρ Πούτιν (ζωντανό σύμβολο, ενός δικτατορικού δεσποτισμού, ενός αυτοκρατορικού επεκτατισμού).
Με τη δική του ομιλούσα κεφαλή άρχιζε η παράσταση, προβαλλόμενη σε ένα κινούμενο παραπέτασμα στο βάθος και, καθώς εκείνος αναφερόταν στην «αποναζιστικοποίηση» που χρειάζεται η Ουκρανία, η ερμηνεύτρια Ελέν Σανκ δεν βάσταξε άλλο, πλησίασε τον Πούτιν, του φώναξε να βγάλει επιτέλους τον σκασμό και χτύπησε εξοργισμένη τη μορφή του (η συγκεκριμένη ηθοποιός, μια εκδοχή της Μνουσκίν πιθανώς ή απλώς μια εκδοχή για κάθε ευσυνείδητο πολίτη σε κριτική εγρήγορση, έχοντας ως ορμητήριό της ένα γραφείο γεμάτο βιβλία, ευρισκόμενο δίπλα σε ιστορικά αρχεία μάλιστα, όχι μόνο επόπτευε καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου τη διαδοχική ανασύσταση των γεγονότων από τον αεικίνητο και εν μέρει μασκοφορεμένο θίασο αλλά συμμετείχε, ενίοτε ενεργά, και στην αναπαράστασή τους, από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την επικράτηση των Μπολσεβίκων).
Για παράδειγμα, το τρένο που μετέφερε (μέσω της εχθρικής αλλά και αδίστακτης τότε Γερμανίας) τον Λένιν στο Πέτρογκραντ, διέσχισε τη σκηνή σαν παιδικό παιχνίδι. Πώς τελείωσαν όλα; Με μια ελεγειακή αχτίδα φωτός να αργοσβήνει πάνω σε μια κοινοβουλευτική μακέτα, με τους περίπου οκτώ μήνες που πρόλαβε να δοκιμαστεί κάτι δημοκρατικό και φιλελεύθερο στη Ρωσία (κοντολογίς, με εκείνη την «Προσωρινή Κυβέρνηση», μια περίοδο μισοξεχασμένη πια).
Θεατρικά μιλώντας, ακραιφνώς, ήταν μια συνεπέστατη Μνουσκίν, όχι όμως μια συναρπαστική ή αξιομνημόνευτη Μνουσκίν. Υπήρχαν έντονες στιγμές (εκείνος ο στρατιώτης που απειλούσε τον πεσμένο στο έδαφος Χίτλερ, ο πύρινος λόγος του Λένιν στον Σταθμό Φινλανδίας, η αηδιαστική ανάγνωση ενός μυθιστορήματος από τον ρατσιστή Γκέμπελς, ή ο ατάραχος Στάλιν που, σαν λανθάνουσα δύναμη, περίμενε να κυλήσει ο χρόνος υπέρ του). Εντάξει, η Μνουσκίν δεν είναι ιστορικός, ούτε φιλοδοξεί να γίνει τώρα. Είναι καλλιτέχνιδα και, ως τέτοια, προβληματίζεται βαθιά για την ηθική μας στάση απέναντι στα πράγματα, ιδίως σε μια Ευρώπη που απειλείται από τα μέσα, από μια ζοφερή καρικατούρα, από τον αστόχαστο και κακό εαυτό της.
INFO: Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και φωτογραφίες της παράστασης εδώ