Ντμίτρι Ντμιτρίεβιτς Σοστακόβιτς (1906-1975). Ενας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Η μουσική ιδιοφυΐα που συνδύαζε τη συγκινησιακή δύναμη με την τεχνική εφευρετικότητα. Ο κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικός συνθέτης της Σοβιετικής Ρωσίας, του οποίου η σχέση με το καθεστώς είχε συγκρούσεις και απαγορεύσεις μεταξύ των περιόδων της αποδοχής και της ένδοξης αναγνώρισης.

Πενήντα χρόνια από τον θάνατό του, το έργο του δίνει πάντα αφορμές επαναπροσέγγισης. Στις 25 Νοεμβρίου λοιπόν, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει τη συναυλία «Γύρω από τον Σοστακόβιτς». Ο καθηγητής Μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Φιλαρμόνιας, Νίκος Μαλιάρας, μας μυεί στο σύμπαν του.

Κύριε Μαλιάρα, μιλήστε μας για τη συναυλία «Γύρω από τον Σοστακόβιτς».

«Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατό του. Με αφορμή αυτή την επέτειο διοργανώνουμε μια συναυλία με επίκεντρο τον ίδιο, τοποθετώντας τον στο μέσο μιας πορείας που ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει ως την εποχή του. Εχουμε επιλέξει τέσσερα έργα: δύο του Σοστακόβιτς και δύο άλλων συνθετών που συνδέονται μαζί του: του Νικολάι Μιασκόφσκι (1881-1950), προγενέστερού του που τον επηρέασε, και του Μίετσισλαβ Βάινμπεργκ (1919-1996). Ο Βάινμπεργκ, Πολωνοεβραίος, όταν οι Ναζί εισέβαλαν στην Πολωνία το 1939, κατέφυγε στη Σοβιετική Ενωση και έγινε μαθητής και φίλος του».

Ποια έργα λοιπόν θα έχουμε τη χαρά να ακούσουμε;

«Θα ξεκινήσω από το έργο που θα κλείσει τη συναυλία και είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια: την 25η συμφωνία του Νικολάι Μιασκόφσκι, από τις 27 που έχει συνθέσει. Ο Μιασκόφσκι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο συμφωνικό σύμπαν του Τσαϊκόφσκι με τη ρωσική συμφωνική μουσική του 20ού αιώνα του Προκόφιεφ και του Σοστακόβιτς. Στη συναυλία θα παρουσιαστεί ακόμη η “Φαντασία για σόλο βιολοντσέλο” του Βάινμπεργκ, σε πανελλήνια πρώτη, με σολίστ τον Ρενάτο Ρίπο, ο οποίος μελετά το έργο από το καλοκαίρι.

Ο Βάινμπεργκ είναι ένας συνθέτης που τα τελευταία χρόνια έχει “ανακαλυφθεί” από ορχήστρες σε όλο τον κόσμο και με έναν τρόπο συμμετέχουμε κι εμείς σε αυτή την “ανάστασή” του. Θα παρουσιαστούν φυσικά και δύο έργα του Σοστακόβιτς: το συμφωνικό ποίημα “Οκτώβρης”, που, όπως πολλά έργα του, αναφέρεται στην Οκτωβριανή Επανάσταση και που πρωτοπαρουσιάσαμε στην Ελλάδα το 2017 με τη Φιλαρμόνια, και η “Εισαγωγή πάνω σε ρωσικά και κιργιζιανά λαϊκά θέματα”, που παίζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας. Θα έλεγα εν κατακλείδι ότι αποφύγαμε ηθελημένα γνώριμες και αναμενόμενες συμφωνίες του».

Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή;

«Ακριβώς. Είναι μια στρατηγική επιλογή της Φιλαρμόνιας και του καλλιτεχνικού της διευθυντή, Βύρωνα Φιδετζή. Στόχος μας δεν ήταν η ίδρυση μίας ακόμα ορχήστρας που θα λειτουργεί όπως οι υπόλοιπες. Δεν θα είχε νόημα να δημιουργήσουμε ένα σώμα που θα εκτελεί τα γνωστά έργα ρεπερτορίου. Ετσι επιλέξαμε δύο τομείς: να επικεντρωθούμε στη νεοελληνική έντεχνη μουσική δημιουργία που δεν έχει προβληθεί όσο της αξίζει, αλλά και σε έργα ξένων συνθετών από χώρες με μεγάλη παράδοση, τα οποία όμως δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό».

Σε αυτό τον δύσκολο δρόμο που ακολουθείτε έχετε συναντήσει την ανταπόκριση του κοινού;

«Οφείλω να ομολογήσω ότι το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο, και αυτό είναι ένα παράπονό μας. Η ευθύνη όμως δεν είναι του κοινού. Η υψηλή τέχνη απαιτεί διαπαιδαγώγηση, αντίθετα με τη δημοφιλή και εύκολη τέχνη που είναι πάντα προσβάσιμη. Η υψηλή τέχνη απαιτεί τη συμμετοχή. Το κοινό πρέπει να τη συνηθίσει, να τη γνωρίσει, να την ακούει συχνότερα. Και αυτό ξεκινά από τις μικρές ηλικίες, όχι μόνο από το σχολείο, αλλά και από κάθε κοινωνική εκδήλωση. Οσο περισσότερα ερεθίσματα δίνει κανείς, τόσο το κοινό ανταποκρίνεται. Εμείς με τη Φιλαρμόνια κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά αυτός ο στόχος απαιτεί και μια δημόσια πολιτική».

Μήπως όμως τελικά απλά στην Ελλάδα δεν αγαπάμε αυτού του είδους τη μουσική, γιατί δεν ανήκει στην παράδοσή μας;

«Αυτή η άποψη είναι ένα τεράστιο λάθος. Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα, φάρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τα επιτεύγματά του λοιπόν, κατά την άποψή μου, είναι και σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης: της αρχαίας, της βυζαντινής, της νεότερης. Τέτοιου είδους θέσεις λοιπόν είναι απλώς ένα άλλοθι στους εαυτούς μας. Γιατί το εύπεπτο και εύληπτο μπορεί να δίνουν εύκολες λύσεις, αλλά δεν προωθούν την τέχνη, τον πολιτισμό, την κοινωνία μας εν τέλει».

Εμπορικά όμως αυτή η στρατηγική επιλογή που κάνατε προς ένα απαιτητικό ρεπερτόριο έχει κόστος;

«Μεγάλο. Εχουν υπάρξει περιπτώσεις που η προσέλευση του κοινού δεν ήταν αρκετή ώστε να καλυφθεί το κόστος κάποιων παραγωγών μας. Γιατί η Φιλαρμόνια δεν είναι κρατική ορχήστρα. Είναι ιδιωτική και δεν λαμβάνει υποστήριξη. Δεν υπάρχει δηλαδή κρατικός προϋπολογισμός να την καλύψει, όπως συμβαίνει με άλλες ορχήστρες – και πολύ καλώς συμβαίνει.

Δεν είναι πως δεν χρειαζόμαστε την οικονομική υποστήριξη του κράτους, είναι ότι δεν τη θέλουμε όμως. Επιθυμούμε να συνεχίσουμε να είμαστε αυτοί που είμαστε και ανεξάρτητοι. Αυτό απαιτεί θυσίες και αφοσίωση, και την ίδια αφοσίωση μακάρι να συναντήσουμε και από το κοινό μας ώστε να του δώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε».

Το 2026 η Φιλαρμόνια κλείνει δέκα χρόνια παρουσίας. Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιες στιγμές που σας κάνουν περήφανους;

«Το 2021, τιμώντας την εθνική επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, παίξαμε στο Ηρώδειο τους “36 Ελληνικούς Χορούς” του Νίκου Σκαλκώτα, που κυκλοφορήσαμε αργότερα σε δίσκο. Μία άλλη στιγμή που ξεχωρίζω ήταν όταν αναβιώσαμε την “Περουζέ”, την όπερα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Η Φιλαρμόνια όμως δεν είναι απλά μία ορχήστρα που δίνει συναυλίες.

Σημαντικό μέρος της αποστολής της είναι η ανακάλυψη και η αποκατάσταση, μετά από μουσικολογική έρευνα, έργων ελλήνων συνθετών και φυσικά η ηχογράφησή τους. Για παράδειγμα, τον επόμενο μήνα θα εκδοθεί ο έβδομος δίσκος μας. Ηταν τον περασμένο Μάιο όταν ηχογραφήσαμε με δικά μας έξοδα και με την ευγενική υποστήριξη κάποιων ιδιωτών χορηγών την εμβληματική όπερα του Διονυσίου Λαυράγκα “Διδώ”. Για πρώτη φορά ελληνική συμφωνική ορχήστρα ηχογράφησε μία ελληνική όπερα μεγάλων διαστάσεων.

Θα κυκλοφορήσει ως τριπλή κασετίνα, που εκτός από τη “Διδώ” θα περιλαμβάνει και δέκα σύντομα συμφωνικά έργα του Λαυράγκα, και φυσικά θα ακολουθήσει και η έκδοση των παρτιτούρων. Υπάρχει πολύ υλικό προς έκδοση, και αυτό είναι σημαντικό γιατί είναι και ο μόνος τρόπος να διαδοθούν. Αν μία ξένη ορχήστρα ζητήσει να παίξει έργο έλληνα συνθέτη και δεν βρει παρτιτούρα ή βρει μια παλιά, κακογραμμένη και μουντζουρωμένη, θα προτιμήσει το έργο ενός αλβανού, ρουμάνου, βούλγαρου ή τούρκου συνθέτη.

Οι γείτονές μας προχωρούν σε πολύ καλές, οργανωμένες εκδοτικές προσπάθειες με κρατική υποστήριξη, γιατί αντιλαμβάνονται πόση σημασία έχει να προβάλλεται μια χώρα όχι μόνο μέσω της οικονομικής και στρατιωτικής της ισχύος αλλά και της πολιτιστικής. Εμείς στην Ελλάδα πάλι όχι. Και μία ιδιωτική ορχήστρα που το κάνει δεν αρκεί· χρειάζεται πολιτική πολύ ισχυρότερη».

INFO «Γύρω από τον Σοστακόβιτς». Στις 25 Νοεμβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών