Είναι ο νεότερος της «χρυσής» τετράδας των βρετανών νεοελληνιστών του 20ού αιώνα: Πίτερ Μάκριτζ, Ντέιβιντ Χόλτον, Ρόντρικ Μπίτον, Ντέιβιντ Ρικς. Στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ οι δύο πρώτοι, στο Κing’s College του Λονδίνου οι τελευταίοι, γοητεύτηκαν νωρίς από την Ελλάδα και επί τέσσερις δεκαετίες, με βαθιά γνώση της γλώσσας, της Ιστορίας και της λογοτεχνίας μας, μελέτησαν, μετέφρασαν, εξέδωσαν και δίδαξαν κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τις απαρχές της ως τις μέρες μας.
Ομότιμος καθηγητής του Κing’s College, πλέον, ο 66χρονος Ντέιβιντ Ρικς, ο οποίος τον περασμένο Μάιο αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, έκανε μια όψιμη εμφάνιση ως ποιητής με την ποιητική συλλογή With Signs Following (εκδ. Two Rivers Press, 2024).
Μια επιλογή ποιημάτων του κυκλοφορούν, μεταφρασμένα από τον συνάδελφο και φίλο του ποιητή Νάσο Βαγενά, στη δίγλωσση έκδοση Σημεία των καιρών (εκδ. Σοκόλη, 2025). Οι δύο εκδόσεις παρουσιάστηκαν στα μέσα Ιανουαρίου στη Βρετανική Σχολή Αθηνών, όπου παρουσία φίλων και παλιών φοιτητών, υπό την προεδρία του Ρόντρικ Μπίτον, ο παλιός του συμφοιτητής στο Λονδίνο Διονύσης Καψάλης, η νεοελληνίστρια Αθηνά Βογιατζόγλου και η ποιήτρια Αλίσια Στόλινγκς, κάτοχος της έδρας Ποίησης στην Οξφόρδη, η οποία υπογράφει και το επιλογικό σημείωμα της αγγλικής έκδοσης, τίμησαν τον συγγραφέα. Ηταν μια βραδιά συγκινητική αλλά ταυτόχρονα πολύ ζωντανή, με τη συζήτηση για την ποίηση και τη μετάφραση ζωηρή ανάμεσα στους ομιλητές και στο νεαρό κοινό.
Λίγες μέρες αργότερα, κοιτώ απέναντί μου τη φιγούρα του σεμνού Ρικς, απαράλλαχτου στον χρόνο, καθώς πέφτει πάνω του το φως από τα μεγάλα παράθυρα στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη. Η ποιητική συλλογή του κυκλοφόρησε μετά τη συνταξιοδότησή του. Ηταν άραγε μια ανάγκη να αποστασιοποιηθεί από τον καθηγητή εαυτό του για να δει καθαρότερα; Εκείνον εννοεί στο ποίημα «Καθηγητές (πρώτης βαθμίδας)» όταν γράφει: «Παραπατώντας στις παραπομπές/ τις Μούσες βλέπουμε θαμπές»; Το ποίημα δεν είναι αυτοαναφορικό ή εξομολογητικό, απαντά.
Η εξήγηση για αυτή την καθυστερημένη πρώτη εμφάνιση είναι ότι «είμαι ολιγογράφος και ως κριτικός αλλά κυρίως ως ποιητής. Δεν γράφω συστηματικά, δεν κρατώ ημερολόγιο, είμαι ερασιτέχνης της ποίησης». Γράφει όμως από τα παιδικά του χρόνια, και ίσως το Observer Poetry Prize, που έλαβε σε ηλικία 11 ετών, και η γνωριμία με τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, τον τότε δαφνοστεφή ποιητή Σέσιλ Ντέι-Λιούις, να συντήρησαν αυτή την παρόρμηση προς την ποιητική γραφή.
Τα ποιήματά του δημοσίευε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε αμερικανικά περιοδικά. «Ηθελα να κρατώ το κοινό μου μακριά μου γεωγραφικά» λέει σήμερα. Οι παραινέσεις του Νάσου Βαγενά και του αμερικανού ποιητή Ντέιβιντ Πέρι τον ώθησαν να εκδώσει το ποιητικό φυλλάδιο Shreds and Patches (εκδ. Rack Press, 2022) και τώρα την πρώτη του ποιητική συλλογή, με 48 σύντομα ποιήματα. «Δεν είχα ποιητικές φιλοδοξίες», αποκαλύπτει, «δεν υπάρχουν πρωτόλεια στο συρτάρι μου, δεν υπάρχουν φάκελοι με αποκηρυγμένα».

NTEΪΒΙΝΤ ΡΙΚΣ, Σημεία των καιρών (δίγλωσση έκδοση). Μετάφραση Νάσος Βαγενάς. Εκδόσεις Σοκόλη, 2025, σελ.48, τιμή 8,48 ευρώ
Λόγιος ποιητής;
Προλογίζοντας τις μεταφράσεις των ποιημάτων του, ο Νάσος Βαγενάς τον χαρακτηρίζει poet doctus, λόγιο ποιητή. «Δεν ξέρω αν είμαι poet doctus», σκέφτεται ο ίδιος, «πάντως προτιμώ τον συγκεκριμένο λόγο, χωρίς εξάρσεις και χωρίς εξομολογητικό χαρακτήρα».
Η ποίησή του είναι διαχρονική: «Στιχαριθμήσεις»: «Ητανε βέβαιο: ο ποιητής είχε πεθάνει/ αφού στην πρώτη μεταθανάτια έκδοσή του/ μορφές είχαν αρχίσει να γλιστρούν/ από τις άκρες των σελίδων του./ Ανεπιθύμητο αναντιρρήτως./ Τα ίχνη του θανάτου ανεξάλειπτα/ από σελίδα σε σελίδα. / Η εκπνοή του, δηλαδή, ή ακόμα κι ο θάνατος/ της ζωής σε κάθε στίχο,/ όπως η διαυγής ματιά διέγνωσε/ επιτελώντας αφ’ εαυτής/ τις δυσδιάκριτες διασυνδέσεις». «Ασχολείται με περασμένες εποχές και με κάποια γεωγραφική ποικιλία» λέει ο ίδιος. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ποίημα «Εθνοκάθαρση»: «Η επιχειρηματολογία ηχεί σωστή./ Ομως τα πράγματα υπακούουν στη φριχτή/ αναγκαιότητα. Δεν απομένει/ ούτε μια πέτρα απ’ τα τεμένη./ Ανθρώπων πλήθη καταπίνει ο σεισμός/ που ανοίγει ο κάθε νεολογισμός», «που γράφτηκε με αφορμή τον εμφύλιο στην πρώην Γιουγκοσλαβία».
Ο διάλογος με ομοτέχνους, τον Αραγκόν, τον Ελιοτ, με συνθέτες και ζωγράφους, είναι μια διακριτή θεματική της συλλογής, όπως και η αναφορά σε ανθρώπους που χάθηκαν νέοι, όπως ο ταλαντούχος ποιητής χιουμοριστικών επιγραμμάτων Ινδός Ντίρεν Μπαγκάτ, παλιός συμφοιτητής του, ο οποίος πέθανε νέος σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
«Σπούδασα Ιστορία και είμαι ιστορικός ως το κόκαλο. Η Ιστορία είναι η φλέβα από την οποία αντλώ, γι’ αυτό έχω κάποια εμμονή με λεπτομέρειες της Ιστορίας, με τους αδικημένους, τους πρόωρα χαμένους, τους ελάσσονες και τους άγνωστους» σχολιάζει. Πυκνά, λιτά, μουσικά, δουλεμένα στη λεπτομέρειά τους τα ποιήματά του είναι κοντά στην ποιητική του επιγράμματος, ενώ αγαπά και τα σονέτα. «Ισως αυτά να είναι ίχνη της καβαφικής ποιητικής» λέει.
Εχει μελετήσει συστηματικά τον Καβάφη και εντάσσει στη συλλογή του και τη μετάφραση του πιο αγαπημένου του καβαφικού ποιήματος, του «Τυανεύς γλύπτης», ενώ το ποίημά του «Cavafy’s Stationery» («Στο γραφείο του Καβάφη») είναι πραγματικά ένα μικρό έμμετρο δοκίμιο για τον Καβάφη: «Accustomed as he was to holding things/ Up to the light to see what others missed,/ Did he ever peruse this watermarks? …» («Καθώς το είχε συνήθειο να κοιτάζει/ τα πράγματα μπροστά απ’ το φως, να δει/ τι δεν είδαν οι άλλοι, διέκρινε άραγε/ κάποια στιγμή αυτά τα υδατόσημα; …»). Δεν το είχε σκεφτεί έτσι, λέει, αλλά συμφωνεί με την ιδέα.
Ελληνικοί απόηχοι
«Δεν είναι πολλά τα ποιήματα ελληνικής θεματικής στη συλλογή» διευκρινίζει, παρ’ όλα αυτά ο έλληνας αναγνώστης έχει την αίσθηση ενός διαρκούς ανοιχτού διαλόγου με την Ελλάδα. Ξεκάθαρα ελληνικό, το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Κυκλαδικό» είναι αυτό που γράφτηκε πρώτο, «αλλά τοποθετείται εδώ ως κατακλείδα μαρτυρώντας την αφοσίωσή μου στα ελληνικά γράμματα, από τότε που, πιτσιρίκι, μάθαινα αρχαία» λέει, ενώ το ποίημα «Tower-Houses, Southern Peloponnese», το οποίο «αποτελεί ίσως μια ειρωνική αναφορά στον Πάτρικ Λι Φέρμορ, αποτίνει παράλληλα φόρο τιμής στον Τάκη Σινόπουλο, που εκτιμώ πάρα πολύ, και ίσως ο έλληνας αναγνώστης διακρίνει στο ποίημα κάτι από τα θέματα και το ύφος του όψιμου Σινόπουλου», προσθέτει ο Ρικς.
Μετάφραση
Μετάφραση, μελέτη, συγγραφή είναι ένα τρίπτυχο των δραστηριοτήτων του Ντέιβιντ Ρικς. Εχει μεταφράσει Σινόπουλο και, μεταξύ άλλων, ποιήματα του Αρη Αλεξάνδρου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τίτου Πατρίκιου, της Τζένης Μαστοράκη, του Καβάφη βεβαίως, αλλά και τον «Πόρφυρα» του Σολωμού. Κάποιες από τις μεταφράσεις του συμπεριέλαβε στη συλλογή του: αγγλικές αποδόσεις ποιημάτων του Κωστή Παλαμά, του Τέλου Αγρα, του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, του Βαγενά, με τον οποίο συνομιλεί.
«Εκανα μια επιλογή ποιημάτων, που ταίριαζαν με το ύφος της συλλογής μου, αλλά ήθελα επίσης να αναδείξω αδικημένους και ξεχασμένους ποιητές που είχαν γράψει δυνατά ποιήματα, όπως τα εξαιρετικά «Πλοία» του Χατζόπουλου, που αναγκάστηκα να τα μεταφράσω για τους σκοπούς μιας διάλεξης για τους ποιητές του 1920 σε αγγλόφωνο κοινό», εξηγεί και προσθέτει: «Θαυμάζω και με ελκύουν οι μεγάλοι έλληνες λυρικοί.
Ο Σικελιανός για μένα είναι ο κορυφαίος νεοέλληνας ποιητής [σ.σ.: έχει μεταφράσει ένα μέρος του Προλόγου στη Ζωή], και ο Εμπειρίκος επίσης. Δεν έχω την τάση να απορρίπτω τους μεγαλορρήμονες ποιητές, αλλά στην περίπτωση του Παλαμά προτιμώ τα ελάσσονα ποιήματά του». Εξίσου θαυμάζει τον Μιχάλη Γκανά, τον οποίο έχει μεταφράσει, «αλλά ο ποιητικός του κόσμος δεν συμβαδίζει με τον δικό μου κόσμο σε αυτή τη συλλογή». Ενέταξε όμως στη συλλογή τη μετάφραση του «Αργά στο σπίτι» του Αγρα, «την πρώτη μετάφραση του Αγρα στην αγγλική γλώσσα, ενός ποιητή παντελώς άγνωστου στο αγγλόφωνο κοινό, που μπορεί να τον συναντήσουν μονάχα ως αναφορά σε κάποια εγκυκλοπαίδεια».
Οι μεταφράσεις γίνονται συχνά για τέτοιους πρακτικούς λόγους, σαφηνίζει, και η προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας γίνεται κυρίως μέσω της μετάφρασης. «Αλλά οι βρετανοί εκδότες δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση, πόσο μάλλον τη μεταφρασμένη και ειδικότερα την ελληνική. Οι εξαιρέσεις είναι λίγες. Απήχηση στο κοινό έχουν ορισμένοι μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές, όπως ο Σέιμους Χίνι και ο Τεντ Χιουζ, που εξακολουθούν να κάνουν καλές πωλήσεις στα βιβλιοπωλεία».
«Τέχνη, όχι θεραπεία»
Η ποίηση υποχωρεί, το κοινό που διαβάζει ποίηση και στην Ελλάδα και στην Αγγλία είναι περιορισμένο, ενώ αναδύεται μια τάση της ποίησης ως ψυχοθεραπείας. «Υπάρχουν πολλές ανθολογίες ποίησης στα αγγλικά με τίτλους όπως «Poetry to Save your Life», «Poetry to Make you Feel Better». Είναι κάπως απλουστευτικό να πεις ότι διαβάζοντας ένα ποίημα θα γίνεις καλύτερα» υπερθεματίζει.
Μας κάνει καλύτερους ανθρώπους η ποίηση; τον ρωτώ. «Οχι» απαντά ξεκάθαρα. «Η ποίηση είναι μια τέχνη, δεν είναι ούτε τρόπος ζωής ούτε θεραπεία» συνεχίζει και καταλήγει: «Είναι μια τέχνη που χρειάζεται μάλιστα εργαλεία, μια γνώση της στιχουργικής, στοιχεία της μετρικής, που ξεφεύγουν από τους σύγχρονους ποιητές».
Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς αυτή η εκπληκτικά ώριμη ποιητική συλλογή είναι μια πρώτη ποιητική εμφάνιση, όπως σημειώνει η Αλίσια Στόλινγκς στον επίλογο του βιβλίου. Είναι άραγε ήδη στα σκαριά η επόμενη συλλογή; «Δεν έχω κάτι έτοιμο», λέει ο Ρικς, «αλλά σκέφτομαι ένα εκτενές ποίημα πάνω στη θεματική του ποιητή-κριτικού, του οποίου υπάρχουν πολλές εκδοχές στα αγγλόφωνα γράμματα, όπως ο Τζον Κρόου Ράνσομ ή ο Φ. Τ. Πρινς, τον οποίο πολύ εκτιμώ, ένας κριτικός που έγραφε ποίηση με το πάσο του ως το τέλος της ζωής του, μένοντας έξω από το περιβάλλον της λονδρέζικης ποιητικής σκηνής του καιρού του». Αναρωτιέμαι αν αυτό το ποίημα, με τον τρόπο του, δεν θα είναι εξομολογητικό.
Πριν αποχαιρετιστούμε σχολιάζουμε την κατάσταση των νεοελληνικών σπουδών στη Βρετανία. Βρίσκονται παντού σε υποχώρηση, ακόμη και στα μεγάλα κέντρα. Εξαίρεση αποτελεί, με πληροφορεί, το Κέιμπριτζ, όπου εφέτος το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών έχει 30 φοιτητές, θυμίζοντας αλλοτινές εποχές μεγαλείου. Ωστόσο ο ίδιος, με τρόπο ήρεμο, λέει: «Δεν είμαι απαισιόδοξος. Ζούμε την εποχή που ζούμε». Ακούγεται ποιητικό, αλλά ατάραχα πειστικό επίσης.