Η επέτειος των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή ανέδειξε κατά μείζονα λόγο τις πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές όψεις της υπόθεσης. Αυτό δεν είναι παράδοξο, πρόκειται για κατεξοχήν πολιτικο-διπλωματικό και στρατιωτικό γεγονός το οποίο έθεσε τέλος στη Μεγάλη Ιδέα και στην παρουσία του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Δεν γνωρίζουμε όμως πολλά για την ίδια την παρουσία του Ελληνισμού εκεί. Δεν γνωρίζουμε επίσης πολλά για τη σχέση του ελληνικού κράτους, το οποίο ιδρύεται το 1830, με τη Μικρά Ασία και το ελληνικό στοιχείο. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η έκδοση του σημαντικότερου ερευνητικού φορέα για τη Μικρά Ασία στον ελληνικό χώρο, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, με τον τίτλο Γενικόν Προξενείον της Ελλάδος εν Σμύρνη. Προξενικά Εγγραφα 1833-1912.

ΓΕΝΙΚΌΝ ΠΡΟΞΕΝΕΊΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΟΣ ΕΝ ΣΜΎΡΝΗ Προξενικά Εγγραφα 1833-1912 Πρόλογος – Επιστημονική Εποπτεία Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχόλια Δημήτρης Καμούζης. Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 2025, σελ. 910, τιμή 49,82 ευρώ
Η έκδοση αυτή, ένας ογκώδης τόμος 900 σελίδων υπό την επιστημονική εποπτεία του Ακαδημαϊκού και διευθυντή του Κέντρου Πασχάλη Κιτρομηλίδη και την επιμέλεια του ερευνητή του Κέντρου Δημήτρη Καμούζη είναι αξιοσημείωτο εγχείρημα για το ίδιο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το οποίο έχει διακριθεί για τη μεγάλη βάση προφορικής ιστορίας που συγκεντρώνει περισσότερες από 5.000 μαρτυρίες Μικρασιατών, την περιοδική έκδοση του «Δελτίου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών» και άλλες εξαιρετικές εκδόσεις, καθώς σηματοδοτεί την εμπλοκή με την αρχειακή τεκμηρίωση.
Είναι επίσης σημαντικό εγχείρημα ως προς τη θεματική του, καθώς επιχειρεί να αποτυπώσει την παρουσία του ελληνικού κράτους στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου και ταυτόχρονα δίνει πολύτιμες πληροφορίες σε βάθος σχεδόν ενός αιώνα για τη δραστηριότητα του Ελληνισμού, την οικονομική και κοινωνική του ιστορία στη Μικρά Ασία, τη σχέση του με την οθωμανική εξουσία αλλά και τις επιδράσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων σε αυτό το σταυροδρόμι εθνοτήτων, θρησκειών και οικονομικών ανταλλαγών. Η Ελλάδα δεν διέθετε προφανώς τους πόρους των ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν εγκαταστήσει προξενεία στη Σμύρνη αλλά αυτό δεν απέτρεψε το ελληνικό κράτος από το να επιχειρήσει τη συστηματοποίηση της παρουσίας του στην Ιωνία μέσω ενός προξενείου στην πόλη και ενός δικτύου προξενικών γραφείων στην ενδοχώρα της.
Ανεξάρτητα από το πραγματικό γεγονός ότι η Αθήνα δεν ήταν σε θέση να εντάξει τη Μικρά Ασία σε ένα πρόγραμμα αλυτρωτικής πολιτικής, ήταν προφανές ότι το νέο κράτος επεδίωκε να αποτελέσει σημείο αναφοράς των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύο ακόμα προξενεία ιδρύθηκαν τότε, ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα στην Πρέβεζα.
Οθωμανοί και Ελληνες
Τι προκύπτει από την αναδίφηση των 300 εγγράφων που παρουσιάζονται υποδειγματικά στον τόμο συνοδευόμενα από εισαγωγικές περιλήψεις και σχόλια; Προκύπτει ότι αυτή η τελευταία φάση του Ανατολικού Zητήματος ήταν μια φάση μετάβασης από τη συνύπαρξη θρησκευτικών κοινοτήτων, των μιλέτ, στην ανήσυχη και τεταμένη συμβίωση εθνοτήτων, η οποία δεν σημαδευόταν όμως από επαναστατικές κινήσεις και ένοπλες αναμετρήσεις όπως συνέβη αλλού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μετανάστευση από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά στην Ιωνία θα ενίσχυε το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα θα δημιουργούσε και ζητήματα προξενικού ενδιαφέροντος καθώς όλο και περισσότεροι έλληνες υπήκοοι είχαν οικονομικές δραστηριότητες στη Μικρά Ασία και ενέπιπταν στις φορολογικές ιδίως αρμοδιότητες της οθωμανικής διοίκησης. Ετσι, το 1850, έλληνες υπήκοοι υποχρεώνονταν να καταβάλλουν χαράτσι λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στην Ιωνία.
Σε άλλη περίπτωση, το 1861, οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας ανησυχούσαν για την ασφάλειά τους καθώς βρετανικά και οθωμανικά πλοία μετέφεραν οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη. Ηταν χαρακτηριστικό του υποστρώματος αντίθεσης στις σχέσεις μεταξύ της Υψηλής Πύλης και των χριστιανών, ιδίως των Ελλήνων μεταξύ αυτών, ότι η ανησυχία των τελευταίων ήταν έκδηλη παρά το γεγονός ότι η Κρήτη δεν βρισκόταν σε επανάσταση, όπως θα συνέβαινε λίγα χρόνια αργότερα από το 1866 έως το 1869.
Η δεκαετία του 1860 παρουσίαζε ενδιαφέρον από πολλές όψεις. Ο έλληνας πρόξενος έβλεπε την «παρακμήν του τουρκικού στοιχείου» και την «γιγαντιαία πρόοδο των Χριστιανών εν γένει», «εν οις επικρατεί το Ελληνικόν στοιχείον». Συζητείτο η κατασκευή από βρετανική εταιρεία του σιδηροδρόμου της Σμύρνης που θα κατέληγε στο λιμάνι και θα πολλαπλασίαζε έτσι την οικονομική σημασία του. Ηταν έκδηλη όμως και η προσπάθεια της Πύλης να εξισορροπήσει την οικονομική επιρροή των ευρωπαϊκών δυνάμεων παραχωρώντας την είσπραξη των φορολογικών εσόδων σε Ελληνες και όχι σε Βρετανούς παρά την καλύτερη προσφορά των τελευταίων.
Οι εύθραυστες ισορροπίες
Παρά την οικονομική και δημογραφική ακμή επικρατούσε κακοδιοίκηση, την οποία το προξενείο απέδιδε στη διαφορά των οθωμανών αξιωματούχων. Η κατάσταση της δημόσιας ασφάλειας ήταν κακή, έγραφε προς το κέντρο ο πρόξενος, και αυτό οφειλόταν στον οθωμανό διοικητή της Αστυνομίας της Σμύρνης, ο οποίος απέβλεπε στον προσωπικό πλουτισμό του. Συχνά οι χριστιανοί υφίσταντο τις βιαιοπραγίες των μουσουλμάνων.
Η επίδραση των διεθνών εξελίξεων στη Μικρά Ασία δεν ήταν όμως πάντοτε ευθύγραμμη. Η δυναμική της κατάστασης στη Σμύρνη και την ενδοχώρα της είχε τη σημασία της. Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877 δεν προκάλεσε μείζονα γεγονότα στην Ιωνία καθώς οι μη μουσουλμάνοι συντάχθηκαν πλήρως με την οθωμανική εξουσία. Αντίθετα, δεν έλειπαν κατά καιρούς φήμες, όχι πάντοτε γνωστής προέλευσης, για πιθανές επιθέσεις μουσουλμάνων εναντίον χριστιανών, για την πρόληψη των οποίων το προξενείο απευθυνόταν στον οθωμανό διοικητή στη Σμύρνη, όπως συνέβη το 1882.
Η Μικρασιατική Καταστροφή με τα μάτια ενός στρατιώτη – Οι μύθοι που καταρρίπτει
Ο αναγνώστης του τόμου θα βρει επίσης στην προξενική αλληλογραφία χρήσιμα στατιστικά στοιχεία που αναδεικνύουν την οικονομική ακμή της Σμύρνης προς το τέλος του 19ου αιώνα καθώς και πληθυσμιακές στατιστικές από τις οποίες προκύπτει η δημογραφική ακμή του χριστιανικού και του ελληνικού στοιχείου ειδικότερα στις αρχές του 20ού.
Το 1908 είναι το σημείο καμπής καθώς εκδηλώνεται το κίνημα των Νεοτούρκων. Η ροπή των ιδίων των Ελλήνων της Ιωνίας και του προξενείου ήταν να συμμετάσχουν στις εκλογές για την ανάδειξη του Οθωμανικού Κοινοβουλίου. Η αλληλογραφία του προξενείου κατά τους πρώτους μήνες του 1912 είναι λεπτομερής ως προς την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των εκλογών και δεν αφήνει αμφιβολίες ότι η στρατηγική συμμετοχής στις συνταγματικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε αποτύχει λόγω της τουρκικής εθνικιστικής ροπής που επικράτησε εντός των Νεοτούρκων. Εφεξής, κατά τη δεκαετία 1912-1922 η πολιτική και οι πόλεμοι μεταξύ των κρατών θα διαμόρφωναν τις εξελίξεις.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.