Η ελληνική οικονομία κατάφερε το 2023 να επιστρέψει στο κλαμπ των ισχυρών χωρών του δυτικού κόσμου.

Με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, κατάφερε να πετύχει ένα ορόσημο υψηλής σημασίας, το οποίο αποτυπώνει την πρόοδο της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, αλλά υποβοηθά ταυτόχρονα θετικά και στην ελάφρυνση του κόστους χρηματοδότησης του χρέους και στις επενδύσεις. Σε αυτή την πορεία η ελληνική οικονομία κατάφερε, παρά τις ισχυρές αντιστάσεις, να υλοποιήσει τα προφανή, δηλαδή πολλές αποκρατικοποιήσεις, αλλά και να εξυγιάνει το τραπεζικό της σύστημα. Το θέμα ωστόσο είναι πώς συνεχίζει.

Πώς θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της ανάπτυξης και των αλλαγών. Πράγματα και τα δύο εξαιρετικά δύσκολα. Η χώρα όμως δεν πρέπει να κατέβει ξανά από το «τρένο» της ισχυρής ανάπτυξης στο οποίο ανέβηκε την τελευταία διετία. Ο χρόνος δεν είναι άπλετος, καθώς ο οικονομικός κύκλος έχει αλλάξει. Εχουμε το πολύ δύο έως τρία χρόνια. Το αυξημένο κόστος του χρήματος δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες κινούνται περισσότερο προς τη δημοσιονομική σύσφιξη και τη συρρίκνωση, την ώρα που εμείς πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τρέξουμε, κάνοντας πολλά τα οποία λόγω άλλων προτεραιοτήτων δεν είχαμε καν σκεφτεί το προηγούμενο διάστημα. Το πρόβλημα για εμάς είναι ότι πολλές από τις χώρες που κινούνται με χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης είναι και εμπορικοί μας εταίροι. Αυτό συνεπάγεται μειωμένη δυνατότητα εξαγωγών προϊόντων ή υπηρεσιών (τουρισμός).

Επιπλέον τα υψηλά επιτόκια παραδοσιακά προκαλούν μια αποστροφή προς τις επενδύσεις. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία, με δεδομένο το μεγάλο επενδυτικό κενό που μας κληροδότησε η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, πρέπει να τρέξει. Το ερώτημα είναι αν θα μπορεί στο περιβάλλον που καλείται να το κάνει.

Η νέα κατάσταση

Η νέα κατάσταση που πάει να δημιουργηθεί μας βρίσκει επίσης με παραγωγή και παραγωγικότητα χαμηλής συγκριτικά αξίας. Με φορολογικά έσοδα που δύσκολα θα συνεχίσουν να αυξάνουν όπως την τελευταία τριετία, τη στιγμή που οι ανάγκες για αύξηση των δαπανών σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία θα κορυφώνονται. Αρα και δημοσιονομικά αργά ή γρήγορα θα γίνει αισθητή η σύσφιγξη.

Από την άλλη, η οικονομία συνεχίζει να καταγράφει ανάπτυξη ισχυρή, μεγαλύτερη των ευρωπαίων εταίρων μας, καλύτερη αγορά εργασίας και ένα υπερόπλο, τους ευρωπαϊκούς πόρους των 80 δισ. ευρώ, που ουδέποτε είχαμε ξαναδεί στην ιστορία μας. Απλά δεν αρκούν μόνο αυτά.

Οι μεταρρυθμίσεις

Το μεγάλο ζητούμενο, το «κλειδί» που θα ανοίξει τον δρόμο για τη μακροχρόνια ανάπτυξη και ευημερία, δεδομένου και του μεγέθους της χώρας, είναι η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Ποιοτικά προϊόντα ή υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές.

Για να γίνει πράξη αυτός ο στόχος θα χρειαστούν πολλά πράγματα και κυρίως η αρχή ενός νέου κύκλου μεταρρυθμίσεων. Ολες οι αλλαγές που βρίσκονται επί χρόνια σε αναμονή πρέπει τώρα να ξεπαγώσουν. Οι αντιστάσεις θα είναι έντονες, αλλά τα οφέλη πρέπει να επικρατήσουν. Δεν μιλάμε για κάτι άυλο ή αφηρημένο. Οι εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις είναι εξαιρετικά συγκεκριμένες. Σκεφτείτε απλά τη βελτίωση που θα επιφέρει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Πώς θα αλλάξει τη ζωή όλων μας και θα βοηθήσει στην προσέλκυση επενδύσεων η ενίσχυση των υποδομών, η ολοκλήρωση επιτέλους του Κτηματολογίου και το ξεκαθάρισμα των χρήσεων γης. Αλλά και μέτρα που φαίνονται μικρά αλλά είναι εξίσου σημαντικά για μια οικονομία που ψάχνει προσωπικό και δεν βρίσκει λόγω της αναντιστοιχίας των προσόντων που ζητάει η αγορά με αυτά που διαθέτουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι.

Η χώρα έχει να αντιμετωπίσει και δύο ακόμα μεγάλα προβλήματα, δύσκολα στον χειρισμό. Το πρώτο είναι το «τρίγωνο της γνώσης», εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία, όπου σταθερά εμφανίζουμε χαμηλές επιδόσεις. Το δεύτερο είναι η μάχη με τα ολιγοπώλια, που παίζουν τον δικό τους ρόλο στον επίμονο πληθωρισμό και οι ρίζες τους βρίσκονται στην περίοδο της χρεοκοπίας όταν πολλές εταιρείες έκλεισαν και άλλες υποχρεωτικά συγχωνεύτηκαν, με αποτέλεσμα σε πολλούς κλάδους να ελέγχουν την αγορά δύο ή τρεις εταιρείες.

Στο πρώτο εμφανίζονται οι γνωστοί μόνιμα αντιδρώντες σε όλα, που κινούνται γύρω από την εκπαίδευση και δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα. Στο δεύτερο τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, γιατί οι αντίπαλοι από τον χώρο των τροφίμων, των καυσίμων, των τραπεζών και των ιδιωτικών μονάδων υγείας όπου παρατηρούνται ολιγοπωλιακές τάσεις είναι πολύ πιο ισχυροί, αλλά και η πρόκληση για την κυβέρνηση να τα ρυθμίσει είναι μεγαλύτερη. Θα είναι κρίμα να μην το κάνει. Η ευκαιρία είναι στα χέρια της.

Με το χρέος ρυθμισμένο, λόγω των σχεδόν μηδενικών χρηματοδοτικών αναγκών και των εξαιρετικά χαμηλών «κλειδωμένων» επιτοκίων των μνημονίων, τις τράπεζες ισχυρά κεφαλαιοποιημένες και τα δημοσιονομικά σε πλήρη ισορροπία, η χώρα έχει μόνο μια δουλειά να κάνει: να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που θα εκτοξεύσουν το μέλλον της. Και πρέπει να το κάνει τώρα, στην αρχή της θητείας της.