Η υπόθεση της 16χρονης μαθήτριας που επιτέθηκε με μαχαίρι και τραυμάτισε ένα 14χρονο κορίτσι, σε σχολείο στην Κυψέλη, με έχει στεναχωρήσει και θυμώσει.

Διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι μία 16χρονη κοπέλα ένιωθε την ανάγκη να κυκλοφορεί με αιχμηρό αντικείμενο και έφθασε στο σημείο να τραυματίσει μία 14χρονη μαθήτρια, και αυτή την ανάγκη, τα νεύρα που, κατ’ ομολογία της, δεν μπορεί να ελέγξει, δεν τα είχε αντιληφθεί κανείς από το οικογενειακό, φιλικό και, κυρίως, σχολικό περιβάλλον της. Όχι από το υφιστάμενο, αφού – όπως έγινε γνωστό – ήταν η πρώτη της μέρα στο συγκεκριμένο σχολείο, αλλά από το προηγούμενο. Το οποίο σημαίνει ότι αυτά «τα νεύρα» είχαν «διαγνωσθεί» στο προηγούμενο σχολείο και γι’ αυτό αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες η μεταφορά της σε αυτό της Κυψέλης.

Η Πολιτεία, δηλαδή, αντί να προσεγγίσει το παιδί και την οικογένειά του με στόχο να λύσει το πρόβλημα, προσπάθησε να το κρύψει κάτω από το χαλί, ακολουθώντας τη πλέον στρεβλή, απάνθρωπη και αντιεκπαιδευτική τακτική: αυτή της εκδίωξης του παιδιού σε άλλο σχολείο. Αλήθεια, όσοι πήραν αυτή την απόφαση πίστευαν ότι μαζί με το παιδί θα φύγει και το πρόβλημα ή απλώς αδιαφόρησαν; Και μάλλον ξέρω την απάντηση.

Τι άλλο με θυμώνει και με στενοχωρεί;

Πρώτον, η στάση των μαθητών του συγκεκριμένου σχολείου που αποφάσισαν κατάληψη ζητώντας την απομάκρυνση της 16χρονης. Τι έκαναν γονείς και εκπαιδευτικοί ακούγοντας αυτό το αίτημα; Συζήτησαν με τα παιδιά ή περίμεναν να αλλάξει η ημέρα;

Δεύτερον, η διαπίστωση ότι παρά τα συνεχή περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων εντός και εκτός σχολικών χώρων (τη στιγμή που έγραφα το άρθρο διάβαζα και για τη σύλληψη 13χρονης που επιτέθηκε σε συμμαθήτριά της), τα σχολεία εξακολουθούν να μην έχουν ψυχολόγους. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν μιλάω για έναν ψυχολόγο ανά τρία, τέσσερα ή πέντε σχολεία. Έτσι, ουσιαστική δουλειά δεν γίνεται. Είναι πια ηλίου φαεινότερο ότι πρέπει να υπάρχει σε κάθε σχολείο τουλάχιστον ένας ψυχολόγος, τόσο για τους μαθητές, όσο για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς.

Τρίτον, το γεγονός ότι η κοπέλα, αν και ανήλικη, πήγε μόνη της στον ανακριτή προκειμένου να απολογηθεί. Χωρίς την μητέρα της, χωρίς τον πατέρα της.

Τέταρτον, η προφυλάκισή της.

Οι ειδικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η αυστηροποίηση των ποινών, όχι μόνο δεν θα μειώσει, αλλά θα αυξήσει τα περιστατικά βίας μεταξύ των παιδιών.

«Πάνω στη δημόσια εικόνα ενός επικίνδυνου εφήβου και την υποτιθέμενη απειλή που αυτός αναπαριστά για την κοινωνία, στήνεται ένας ηθικός πανικός και, θεσμικά, μια αμιγώς κατασταλτική αντιμετώπιση η οποία είναι σίγουρο, με βάση τη διεθνή εμπειρία, ότι δεν πρόκειται να μειώσει τα περιστατικά βίας μεταξύ των παιδιών. Αντιθέτως θα τα αυξήσει», μου είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης (ψυχίατρος και διευθυντής Ψυχικής Υγείας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού) σε μία συζήτηση που είχαμε σχετικά με το θέμα. Για την αλλαγή δε, του σχολικού περιβάλλοντος σε παιδιά με δύσκολες συμπεριφορές, υποστηρίζει ότι υιοθετείται συχνά ως μέτρο αποφυγής του προβλήματος από ένα σχολείο. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται αυτό που πρέπει να γίνεται, δηλαδή ουσιαστική θεραπευτική παρέμβαση για να υποστηριχθεί το παιδί και να πλαισιωθεί, ώστε να βρει έναν άλλον βηματισμό στη ζωή του.

Πρέπει να αντιληφθούμε, πριν να είναι αργά, ότι τα σχολεία είναι εκπαιδευτήρια και οι καθηγητές, εκπαιδευτικοί. Πέρα και πάνω από κάθε μάθημα και ειδικότητα. Και ότι πρέπει να βρίσκονται δίπλα σε όλα τα παιδιά, χωρίς διακρίσεις. Ούτε αναμορφωτήρια είναι, στα οποία «πετάνε» παιδιά με δύσκολο χαρακτήρα και ποινές, ούτε κέντρα προετοιμασίας πανελληνίων εξετάσεων.