Ο Μιχάλης Σαράντης τσιγαρίζεται πάνω στην σκηνή. Βουτάει στο καυτό λάδι και ακούς το σώμα του να τσιτσιρίζει. Η φωνή του ψιλοκόβεται και η ψυχή του φιλετάρεται και ανοίγεται μπροστά μας. Έχει φτάσει στο σημείο βρασμού του στην κουζίνα που ηγείται και γίνεται ατμός, χάνεται, εξαϋλώνεται και μαζί του χάνονται τα όνειρα και οι επιθυμίες του.
Ο Μιχάλης Σαράντης μιλά στο ΒΗΜΑ για την «Κουζίνα» την νέα παράσταση του Γιώργου Κουτλή που ανεβαίνει στο θέατρο Κιβωτός και θεωρείται δίκαια ως μια από τις πλεόν αναμενόμενες της χρονιάς. Υποδύεται, τον Αντρέϊ, έναν σεφ που εργάζεται σε ένα μεγάλο εστιατόριο –δεν κάνει δημιουργική γαστρονομία ούτε περιμένει να καθίσει στη σάλα κάποιος μυστικός αξιολογητής του οδηγού Michelin. Μαγειρεύει γρήγορα, πρόχειρα και με μέτριες πρώτες ύλες για πολύ πάρα πολύ κόσμο, ο οποίος αντίστοιχα δεν αντιμετωπίζει εκείνη τη στιγμή το πιάτο που έχει μπροστά του ως μια εμπειρία.
Ο Αντρέι δεν έχει δικές του signature συνταγές, δεν εκδίδει βιβλία συνταγών όπου ποζάρει χαμογελαστός στο εξώφυλλο, τα πιάτα του δεν τα ανεβάζουν foodie influencers στο Instagram και το TikTok. Ο Αντρέι ταΐζει κόσμο, τον μπουκώνει με μέτριας ποιότητας φαγητό. Ο Αντρέι ταΐζει κόσμο και την ίδια στιγμή γίνεται ο ίδιος πρώτη ύλη για μια κρεατομηχανή που αλέθει τη ζωή την ίδια. Ο κιμάς κόπτεται παρουσία πελάτου, και στην εικόνα αυτή ο Αντρέϊ ούτε μαχαίρια κρατά ούτε έχει χαρτάκι προτεραιότητας στην ουρά.
Τι συμβαίνει σε αυτή την φασαριόζικη κουζίνα όπου βρίσκεσαι φέτος;
Πολύ συνοπτικά, θα έλεγα ότι η «Κουζίνα» είναι μια φέτα ζωής από όσα συμβαίνουν στη διάρκεια μίας μεγάλης βάρδιας μιας ομάδας 14 ανθρώπων που εργάζονται υπό πολύ δύσκολες συνθήκες στην κουζίνα ενός εστιατορίου. Η παράσταση έχει στοιχεία «ντοκιμαντέρ», παρακολουθούμε τους ήρωες σε έναν πολύ συγκεκριμένο εργασιακό χώρο να δρουν και να συμπεριφέρονται όπως στην πραγματικότητα παράλληλα με μεγάλες δόσεις ποιητικού ρεαλισμού σε μερικές σκηνές, κυρίως στην ερωτική ιστορία του έργου. Πέρα όμως από την αληθοφάνεια η κουζίνα αυτή λειτουργεί ως μια αναλογία για κάθε άλλο εργασιακό περιβάλλον: αφηγούμαστε τις σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες, την ιεραρχία μεταξύ τους, τις δυναμικές που αναπτύσσονται στην διάρκεια μιας βάρδιας -οι κουζίνες φτάνουν γρήγορα στο υψηλότερο σημείο βρασμού καθώς υπάρχει μεγάλη πίεση, άγχος, στρες και στραπατσαρισμένα όνειρα.
Πράγματι υπάρχει πολύ υψηλός βαθμός αληθοφάνειας στην παράσταση -πώς το πετύχατε;
Δουλέψαμε όλοι, πάρα πολύ και με μεγάλη χαρά και αυταπάρνηση. Διαβάσαμε αρκετά, πέσαμε με τα μούτρα στον Άντονι Μπουρντέν, ο οποίος, αν και υπήρξε ο πρώτος τόσο μαζικά αναγνωρίσιμος σεφ, έχει μεταφέρει μέσα από τα αυτοβιογραφικά του κείμενα τον πολύ σκληρό κόσμο της κουζίνας, όταν το να εργάζεσαι ως μάγειρας ήταν ένα επάγγελμα στιγματισμένο και δίχως λάμψη, δεν είχε hype.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Φωνάξαμε την αδελφή μου, η οποία είναι επίσης σεφ, να μας βοηθήσει με τις ορολογίες, την ιεραρχία, τα πόστα, τα μαχαίρια, τον εξοπλισμό, τα πάντα. Ο θίασός μας είναι πολυεθνικός, όπως δηλαδή συμβαίνει και στις μπριγάδες των περισσότερων εστιατορίων. Στο μαγαζί που δουλεύουμε, ωστόσο, εστιάζουν στην ποσότητα και την ταχύτητα, όχι στην ποιότητα. Το αναφέρω γιατί είναι άλλο να δουλεύεις κάπου και να ξέρεις ότι παράγεις κάτι καλό και άλλο να ξέρεις ότι παράγεις κάτι πρόχειρο… Μέσα στις πρόβες γίναμε μια κανονική μπριγάδα και εμείς. Με έναν Κουτλή να διευθύνει μαγικά όλο το σύνολο. Υπέροχος.
Έχει ενδιαφέρον που τα φώτα δεν πέφτουν σε ένα μοδάτο εστιατόριο, από αυτά για τα οποία γράφουν τα ΜΜΕ με σεφ που είναι σταρ, αλλά σε ένα μαζικό εστιατόριο που σερβίρει γρήγορα μέτριο φαγητό με μέτριες πρώτες ύλες.
Αυτή είναι και μία από τις αρετές του έργου: Μιλά για τους ανθρώπους που δεν βλέπουμε, που είναι «αόρατοι» και κάνουν την χοντρή δουλεία- γι’ αυτούς γράφτηκε, για την εργατική τάξη. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στα χρόνια αλλοτριώνονται, οι ανισότητες είναι όλο και πιο έντονες και τα χρήματα ελάχιστα. Δεν έχουμε ιδέα -και τις περισσότερες φορές δεν μας νοιάζει καν- ποιοι ετοιμάζουν το φαγητό μας, κάτω από ποιες συνθήκες κτλ. Συνήθως συμβαίνει ένας «πόλεμος» παρασκηνιακά.
«Δεν προλαβαίνεις να ζήσεις, δεν προλαβαίνεις να ονειρευτείς, να έρθεις σε επαφή με οτιδήποτε υψηλό».
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δεν είναι σε πόλεμο…
Μα ναι! Ό,τι συμβαίνει σε αυτή την κουζίνα συμβαίνει σε όλους τους εργασιακούς χώρους και αυτή είναι και η αλληγορία του έργου και της παράστασης. Να μιλήσω για τον δικό μας: ο μισός και πλέον θίασος έχει γυρίσματα τα πρωινά, έχει παραστάσεις «Δευτερότριτα», έχει σπικάζ, έχει πρόβες, έχει μαθήματα, έχει σεμινάρια. Οπότε το να κάνεις ένα έργο το οποίο μιλάει για την πρέσα και για το στρες που σου προκαλεί η επιβίωση είναι παράλληλα κάπως λυτρωτικό. Γιατί μιλάμε για αυτό που μας συμβαίνει εδώ και τώρα. Για τις αγωνίες μιας γενιάς που ματαιώνεται συνεχώς.
Είμαστε η δουλειά μας; Εξισωνόμαστε με αυτή;
Μέσα στον καπιταλισμό –και έτσι όπως εξελίσσεται- η εργασία καταπιέζει και πνίγει, μετατρέπει τον άνθρωπο σε παραγωγικό ον και τίποτα παραπάνω. Δεν προλαβαίνεις να ζήσεις, δεν προλαβαίνεις να ονειρευτείς, να έρθεις σε επαφή με οτιδήποτε υψηλό. Ματαιώνεσαι συνεχώς. Καταλαβαίνεις ότι δουλεύεις μόνο για να δουλεύεις, για να επιβιώσεις. «Εκπαιδευόμαστε» με τέτοιο τρόπο, ώστε η δουλειά, και το πόσο καλοί είμαστε σε αυτή, να παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στο προσωπικό μας στάτους. Είμαστε χρήσιμοι επειδή δουλεύουμε, επειδή θα θυσιάσουμε τα πάντα για αυτή, επειδή θα βελτιώνουμε διαρκώς τους εαυτούς μας με κριτήριο πώς θα γίνουμε ακόμα πιο αποδοτικοί. Έτσι, μετατρεπόμαστε σε ένα εξάρτημα μηχανής, όπως τόσο εύστοχα είχε πει η Βιτάλη, μιας μηχανής που συνεχώς αλέθει ανθρώπους, επιθυμίες και όνειρα, για μια ζωή που συνομιλεί και με άλλες αξίες εκτός από κάτι ευρώ σε έναν τραπεζικό λογαριασμό.
«Μετατρεπόμαστε αργά και σταθερά σε όντα απαθή».
Έτσι όπως μου το περιγράφεις, αυτή η κουζίνα μοιάζει σαν νεκροταφείο προσδοκιών και ονείρων…
Δεν θα το έλεγα ποτέ τόσο μακάβρια, αλλά πράγματι θα μπορούσε. Γιατί η συντριβή του ρόλου που καλούμαι να ερμηνεύσω -είναι ο πιο ονειροπόλος από τους χαρακτήρες και αυτός που διεκδικεί το δικαίωμα για μια καλύτερη ζωή– είναι παραδειγματική. Η παράσταση ωστόσο διεκδικεί ακόμα και στο τέλος λίγο φως, μια χαραμάδα ελπίδας.
Ο ήρωας αυτός βρίσκεται στα πρόθυρα να καταπλακωθεί από ένα αίσθημα ματαίωσης, όπως συμβαίνει με πολλούς νέους ανθρώπους;
Νομίζω ότι πια δεν μας σαρώνει μόνο η ματαίωση -το έχουμε περάσει αυτό το στάδιο κατά τη γνώμη μου. Μας σαρώνει ένας βαθύς κυνισμός. Μετατρεπόμαστε αργά και σταθερά σε όντα απαθή. Πεθαίνει κόσμος δίπλα μας και δεν τρέχει τίποτα, απλώς το παρατηρούμε. Βλεπουμε σε ένα reel να σκάνε βόμβες και στο επόμενο ότι ο τάδε είναι διακοπές στο Μπαλί και δεν μας ενδιαφέρει πραγματικά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι όλο ένας αχταρμάς, ένα μπλέντερ. Κι όλο αυτό είναι τελικά στρεσογόνο, διότι δεν μπορείς να εστιάσεις κάπου, δεν μπορείς να αντιληφθείς ποιο είναι το σημαντικό και ποιο όχι, πού βρίσκεται το κέντρο. Για αυτό με κινητοποιεί ο ήρωάς μου, ο Αντρέι. Γιατί φωνάζει με όλο του το είναι ότι θέλει να ζήσει, θέλει να ονειρευτεί, θέλει να αγαπήσει. Δεν είμαι απλώς ένα ελατήριο που πηγαίνει πάνω κάτω, πάει σπίτι, κοιμάται, ξυπνάει, δουλεύει, ξανά και ξανά.
Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι κάποιοι θα πουν ότι λοξοκοιτάτε την επιτυχία του «The Bear» ή ακόμα και του «Severance»;
Ας πουν ότι θέλουν, δεν με απασχολεί καθόλου, σημασία έχει να έρχεται ο κόσμος! Η παράσταση δεν λειτουργεί ως clickbait, οι σειρές που είπες δεν σχετίζονται απόλυτα με αυτό που αφηγούμαστε εμείς. Από την άλλη, δεν θα μου έκανε εντύπωση αν οι σεναριογράφοι του «The Bear» έχουν διαβάσει την «Κουζίνα». Δεν το έχω σκεφτεί αυτό που με ρωτάς, διότι δεν σκέφτομαι έτσι, αλλά καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα τρομερό hype γύρω από τη γαστρονομία τα τελευταία χρόνια. Είναι της μόδας να βλέπουμε σεφ, να μαγειρεύουμε, έχουν γίνει ποπ όλα αυτά. Απλώς εδώ η κουζίνα είναι η αφορμή για να μιλήσουμε για ένα βαθιά πολιτικό θέμα, την εργασιακή ζούγκλα. Κι αυτό είναι που προσωπικά με γοητεύει σε αυτό το έργο: αφ’ ενός οι ήρωες που ζουν στα σκοτάδια και εδώ έχουν φωνή και αφ’ ετέρου ότι εμείς εκεί πάνω, σαν θίασος κλατάρουμε, παθαίνουμε burnout κυριολεκτικά. Βιώνουμε προς χάριν των θεατών αυτό που βιώνουν και οι ίδιοι στη ζωή τους –είμαστε σαν ένας καθρέπτης.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Είναι αυτό το μοίρασμα ο λόγος που έγινες ηθοποιός;
Ξεκάθαρα. Δεν με αφορά τίποτα περισσότερο από την επικοινωνία και την αληθινή ανοιχτωσιά των ανθρώπων στο θέατρο, ηθοποιών και θεατών. Είμαι εκεί πάνω, παθαίνω νευρικό κλονισμό ως Αντρέι και δεν τον παθαίνω για μένα ή για τον ρόλο. Ειναι μικρό να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου, είναι ελάχιστο. Τον παθαίνω για όλους. Τον παθαίνω εκεί για να μην τον πάθω στη ζωή μου, τον παθαίνω εγώ για να μην τον πάθει κάποιος που είναι στο τσακ να του συμβει. Με αυτό τον τρόπο εκφράζομαι και επικοινωνώ. Μέσα από αυτή την κοινή συνθήκη, μέσα από το μοίρασμα της σκέψης, της ανησυχίας, της επιθυμίας, του οράματος. Με ενδιαφέρει να επιβεβαιώνουμε κάθε βράδυ ότι δεν είμαστε απλώς γραναζάκια, αλλά όντα με πνεύμα και αγάπη για τον άλλο.
Οι κουζίνες δεν έχουν και κάτι μαγικό; Παίρνεις επιμέρους υλικά και δημιουργείς ένα πιάτο που είναι πολλά περισσότερα από το άθροισμά τους. Είναι ένας χώρος μεταμόρφωσης. Αλλά και οι άνθρωποι μεταμορφώνονται εκεί μέσα, αλλάζουν. Σε γοήτευσε καθόλου αυτό στο ρόλο;
Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και το έχω παρατηρήσει με την αδελφή μου -μεταμορφώνεται όταν μπαίνει στην κουζίνα του εστιατορίου. Ξέρεις, οι κουζίνες σε μεγάλο βαθμό έχουν μείνει ανέγγιχτες από αυτά που συζητάμε σχετικά με την εργασιακή συμπεριφορά. Υπάρχει ακόμα bullying, τραμπουκισμοί. Είναι πολύ σκληροί χώροι. Πολλές φορές από τη φασαρία οριακά ακούς τη φωνή σου. Σκέψου ότι αυτοί οι άνθρωποι φτιάχνουν κάτι που, αν είναι καλό, εμείς το απολαμβάνουμε, ζεσταίνεται η ψυχή μας και ερχόμαστε πιο κοντά με τα δικά μας αγαπημένα πρόσωπα, κι όμως για εκείνους, τους μάγειρες, όλη αυτή η διαδικασία έχει νεύρα, άγχος, πίεση και αγωνία. Εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα!
Πάντως για να πας σήμερα στην Αθήνα σε εστιατόριο ή θέατρο θα πρέπει να το έχεις κλείσει μήνες πριν. Ζούμε στον αστερισμό των θεατρικών sold–out. Πώς το εξηγείς;
Κατ’ αρχάς, είναι παρά πολύ σημαντικό ότι υπάρχει όντως μια ζύμωση με τον κόσμο, ότι υπάρχει αντίκτυπο είτε μιλάμε για sold-out παραστάσεις είτε για μισογεμάτα θέατρα είτε ακόμα και για παραστάσεις που δεν βρήκαν αποδοχή ενώ την άξιζαν! Το ότι είναι ένα θέαμα sold-out δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και καλό… Νομίζω ότι μετά τις καραντίνες και τον εγκλεισμό, μετά από τόσο Netflix και online επικοινωνία, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει μια συλλογική ανάγκη για επαφή. Το θέατρο είναι η τέχνη της συνενοχής ανάμεσα σε θεατές και ηθοποιούς. Είναι η τέχνη που σου λέει: «έλα εδώ, μη μιλάς λίγο, θα μιλήσω εγώ για ‘σένα. Πονάς; Πονάω κι εγώ. Λιώνω πάνω στη σκηνή για ‘σένα, για το δικό σου πόνο». Πιστεύω λοιπόν υπάρχει επιτακτική ανάγκη να σηκωθούμε μερικούς πόντους ψηλότερα, έχουμε ανάγκη να βρούμε διέξοδο στην πνευματικότητα μέσα σε τόσο κυνισμό που μας περιβάλλει.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Νιώθεις τυχερός που η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε αυτή η επιστροφή των θεατών στο θέατρο συμπίπτει με τα πιο δημιουργικά σου χρόνια δραματουργικά;
Οι συγκυρίες μπορεί να είναι σημαντικές, αλλά είναι τυχαίες και απρόβλεπτες. Πράγματι, υπάρχει αυτός ο συγχρονισμός που αναφέρεις -ωραίοι ρόλοι και συνεργασίες σε μια εποχή όπου το θέατρο είναι στο επίκεντρο και κάποιες παραστάσεις που έχουν την αποδοχή του κόσμου. Νιώθω ευλογημένος. Δεν το λέω λαϊκίστικα, ο κόσμος με έχει φέρει να κάθομαι απέναντί σου και να δίνω αυτή τη συνέντευξη, δεν ήρθα μόνος μου, έχω απόλυτη συνείδηση. Κάνω αυτή τη δουλειά γιατί την αγαπάω μέσα στα χρόνια όλο και πιο πολύ, με μεγάλη αυταπάρνηση και θυσίες Όταν τελείωσα τη σχολή τα σήριαλ είχαν κοπεί όλα. Η γενιά μου ξεκίνησε γνωρίζοντας ότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ ζόρικα. Αλλά δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο περισσότερο από αυτή τη δουλειά.
Μήπως τα περιγράφεις τα πράγματα πιο «εύκολα» απ’ ό,τι είναι;
Καθόλου εύκολα δεν είναι. Δεν ισχυρίζομαι αυτό. Το μόνο που κάνει κάπως «εύκολα» τα πράγματα είναι ότι ασχολούμαι και ζω από αυτό που αγαπώ. Αγαπώ πάρα πολύ αυτή τη δουλειά, την αγαπώ με την έννοια της αφοσίωσης. Αλλού δεν θα ήμουν καλά. Αγάπη δεν σημαίνει μόνο χαρά, μην παρεξηγηθούμε, δεν είναι ροζ η αγάπη με συννεφάκια και καρδούλες. Έχει και αίμα και πόνο. Με τα χρόνια η δουλειά έγινε βίωμα, έγινε μελέτη, έγινε πνευματικότητα, έγινε διάβασμα, έγινε ώρες ατελείωτες προπόνησης, πειθαρχίας και πρόβας, έγινε επιτυχία, αποτυχία, ματαίωση, απογοήτευση και «φάπα».
Το ότι την αγαπάς φαίνεται και από το γεγονός ότι σε λίγες μέρες ξεκινά και η δεύτερη παράσταση που πρωταγωνιστείς, το «Φονιάς- Έγκλημα και αθώωση» και θα έχεις κάθε μέρα θέατρο. Μίλησε μας για τη συνεργασία σου με τον κολλητό και κουμπάρο σου Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη;
Είναι πολύ ωραίο που δουλεύουμε μαζί. Μόνο χαρά έχει να δουλεύεις με άτομα που έχεις επιλέξει να είναι οικογένειά σου. Το έργο μιλά για μια αληθινή ιστορία, για μια γυναικοκτονία στην Ηλεία τη δεκαετία του ’60. Ο φονιάς ομολόγησε, δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε και μάλιστα η κοινωνία τον δικαιολόγησε, τον υπερασπίστηκε. Φρικτά πράγματα. Το κείμενο το έχει γράψει ο Βασίλης Κατσικουνούρης, αξιοποιώντας πολύ και το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής. Μιλάμε για την πατριαρχία, την εσφαλμένη αρρενωπότητα, την ψευτολεβεντιά, αναρωτιόμαστε τι σημαίνει «ανδρική τιμή», και κυρίως πώς οι δομές και αντιλήψεις μιας κοινωνίας μπορούν να γεννήσουν τέρατα και δολοφόνους. Φαινόμενα που δυστυχώς όχι απλά δεν έχουν εξαλειφθεί, αλλά συνεχίζουν να μας απασχολούν και να μας βασανίζουν.
Κλείστε εισιτήριο για την παράσταση «Κουζίνα» στο tickets.in.gr







