Το περσινό καλοκαίρι, η Sabrina Carpenter μονοπώλησε την παγκόσμια μουσική σκηνή, με τον δίσκο της Short n’ Sweet, ο οποίος ισορροπούσε με εκπληκτική ευκολία ανάμεσα στην ευαισθησία, τη γυναικεία σεξουαλικότητα και το χιούμορ. Με hit singles όπως «Espresso», «Please, Please, Please», «Taste», «Bed Chem» και «Juno», η 26χρονη τραγουδίστρια κατάφερε να εδραιωθεί ως μια υπολογίσιμη δύναμη στο ποπ στερέωμα. To Short n’ Sweet της χάρισε 6 υποψηφιότητες για Grammy, κερδίζοντας δύο.

Στις 5 Ιουνίου, η Carpenter κυκλοφόρησε το τραγούδι “Manchild”, ενώ λίγες μέρες αργότερα ανακοίνωσε τον νέο της δίσκο «Man’s Best Friend», ο οποίος θα κυκλοφορήσει στις 29 Αυγούστου. Μετά από μια τόσο επιτυχημένη χρονιά, η τραγουδοποιός θα χρειαστεί να κερδίσει δύο στοιχήματα. Από τη μία, να πρωταγωνιστήσει στα καλοκαιρινά charts κι από την άλλη να διατηρήσει (ή ακόμη και να ξεπεράσει) το hype που δημιούργησε με την προηγούμενη δουλειά της.

YouTube thumbnail

Η Sabrina Carpenter έχει περάσει με αξιοσημείωτη άνεση από τον κόσμο των εφηβικών σειρών στη σφαίρα της σύγχρονης ποπ και το έχει κάνει με πλήρη επίγνωση του πώς χτίζεται και πώς αποδομείται μια δημόσια περσόνα. Ξεκινώντας την καριέρα της στη Disney, συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως τυπική ενσάρκωση του «κοριτσιού της διπλανής πόρτας». Τα τελευταία χρόνια όμως, η 26χρονη τραγουδίστρια και ηθοποιός έχει αναδειχθεί ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της ποπ βιομηχανίας, όχι μόνο μουσικά, αλλά και αισθητικά.

Ανεπίδοτα email

Το άλμπουμ Emails I Can’t Send, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2022, ήταν η πρώτη μεγάλη ανατροπή. Ένα ποπ άλμπουμ γεμάτο εξομολογητική, σχεδόν ημερολογιακή γραφή, όπου η Carpenter έδειχνε πόσο καλά μπορεί να γράψει με οξύτητα, συναίσθημα και μία υποδόρια ειρωνεία. Πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη, κυρίως folk-pop και bedroom pop με στοιχεία R&B.

Ο κόσμος ξεχώρισε το τραγούδι «Nonsense», το οποίο εξελίχθηκε σε συναυλιακό φαινόμενο λόγω των χιουμοριστικών αυτοσχεδιασμών της στο τέλος κάθε live. Η deluxe έκδοση του δίσκου ήρθε το 2023, φέρνοντας τη μεγαλύτερη -μέχρι τότε- επιτυχία της Carpenter, με το τραγούδι «Feather». Ένας funky nu‑disco / bubblegum disco ύμνος χωρισμού, ο οποίος της χάρισε για πρώτη φορά μια θέση στο Billboard 100.

YouTube thumbnail

Αυτό ήταν ίσως το πρώτο μεγάλο spoiler για το πού θα κατευθυνόταν το επόμενο κεφάλαιο. Κι όντως, λίγους μήνες αργότερα, το “Espresso” έπαιρνε τη σκυτάλη και τη μετέτρεπε σε παγκόσμιο ποπ φαινόμενο. Το άλμπουμ Short n’ Sweet, που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2024, ολοκλήρωσε αυτήν τη μουσική μετάβαση.

Στιχουργικά, η δουλειά της Carpenter θυμίζει έντονα τη στήλη της Carrie Bradshaw από το Sex and the City, με λίγη σεξουαλική αυθάδεια αλά Samantha, προσαρμοσμένη στη γενιά του TikTok. Ωστόσο, οι sex-positive στίχοι της δεν έχουν κύριο στόχο να ερεθίσουν αλλά να τονίσουν την σεξουαλική αυτονομία της τραγουδίστριας. Αυτή η προσέγγιση ίσως εξηγεί, εν μέρει, την απήχηση της μουσικής της.

Ερωτική επιθυμία και ευαλωτότητα

Η Sabrina κατανοεί τη διαρκώς μεταβαλλόμενη δυναμική της επιθυμίας, το πώς κάποιος μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ υποτακτικού και κυρίαρχου ρόλου, αντικειμενοποιώντας έναν άνδρα τη μία στιγμή και διεκδικώντας το ίδιο για τον εαυτό της στο επόμενο κουπλέ.

Το γεγονός ότι το καταφέρνει με φαινομενική ελαφρότητα και χιούμορ, δείχνει ένα επίπεδο σεξουαλικής ευχέρειας: δεν φοβάται να καταρρίψει επίτηδες την εικόνα της ξανθιάς καλλονής. Ωστόσο, αυτή η χιουμοριστική ερωτική διάθεση δεν αναιρεί την ευαλωτότητα της Carpenter, με τραγούδια όπως το «Don’t Smile» να αποτυπώνουν τις ακατάστατες αντιφάσεις μιας αποτυχημένης σχέσης.

AP Photos

Στο «Slim Pickins», περιγράφει τη ματαιότητα του σύγχρονου ερωτικού τοπίου και λίγο αργότερα ακολουθεί ίσως οι πιο αστείοι στίχοι του δίσκου: «Jesus, what’s a girl to do?/ This boy doesn’t even know / The difference between “there,” “their” and “they are” /Yet he’s naked in my room».

Man’s Best Friend

Σε μια μουσική βιομηχανία που λειτουργεί με αυστηρά χρονοδιαγράμματα, συμβόλαια και «σωστές κινήσεις», η Sabrina Carpenter επιλέγει να λειτουργήσει με βάση το ένστικτο. Προανήγγειλε την κυκλοφορία του νέου της άλμπουμ, Man’s Best Friend, ενώ βρίσκεται ακόμη σε περιοδεία για το Short n’ Sweet, κάτι που συνήθως θεωρείται αδιανόητο. Όμως για την ίδια, δεν υπάρχει πια «σωστή στιγμή».

Όπως δήλωσε στην πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό Rolling Stone: «Αν πραγματικά το ήθελα, θα μπορούσα να είχα παρατείνει τη διάρκεια ζωής του Short n’ Sweet για πολύ περισσότερο. Αλλά βρίσκομαι πλέον σε μια φάση που σκέφτομαι: δεν υπάρχουν κανόνες. Αν νιώθω την ανάγκη να γράψω και να δημιουργήσω κάτι νέο, γιατί να περιμένω τρία χρόνια απλώς επειδή αυτό συνηθίζεται;».

Η απόφαση αυτή δεν ήρθε από παρορμητισμό, αλλά από μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου που λειτουργούσαν παλαιότερες γενιές καλλιτεχνών. Η Carpenter, που συχνά δηλώνει ότι μελετά τις πορείες άλλων γυναικών της μουσικής, όπως η Dolly Parton και η Linda Ronstadt, παρατήρησε κάτι που την καθόρισε: «Έβγαζαν δίσκους των δέκα κομματιών κάθε χρόνο. Και αναρωτιέμαι: πότε σταματήσαμε να το κάνουμε αυτό;». Παρόμοιο ρυθμό έχουν ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια και άλλες σύγχρονες ποπ σταρ όπως η Taylor Swift, που κυκλοφόρησε το Folklore και το Evermore με μόλις λίγους μήνες διαφορά, ή η Ariana Grande, που έχει συχνά μειώσει τους ενδιάμεσους χρόνους μεταξύ δίσκων, όταν η έμπνευση είναι παρούσα.

AP Photos

Αν και δεν γνωρίζουμε ακόμα με ακρίβεια πώς θα διαμορφωθεί ο ήχος του Man’s Best Friend, δύο στοιχεία είναι ξεκάθαρα: η επανασύνδεση της Sabrina Carpenter με τον Jack Antonoff και η στροφή στην αισθητική των ’80s, με τρόπο που δεν είναι καθόλου τυχαίος. Ο Antonoff, κορυφαίος παραγωγός για μεγάλους καλλιτέχνες πως η Taylor Swift, είναι γνωστός για την αγάπη του στα synths: ηλεκτρονικά, vintage αλλά πάντα φρέσκα. Η Carpenter συνεργάζεται ξανά μαζί του στο νέο δίσκο, κάτι που αφήνει σαφή υπόνοια για synth-pop ήχους, ενδεχομένως και disco πινελιές με country νότες, όπως είδαμε ήδη στο νέο της τραγούδι, «Manchild»

Στυλιστικά, η Carpenter έχει ήδη εγκαταλείψει τη ρετρό γοητεία του Old Hollywood και για την ευρωπαϊκή περιοδεία επιλέγει την ‘80s αναβίωση, τόσο στα κοστούμια όσο και στα μαλλιά της, που πλέον εμφανίζουν έντονες σπαστές μπούκλες. Τον ίδιο τόνο αναπαράγει και στις ζωντανές εμφανίσεις της, όπου έχει εντάξει covers από επιτυχίες της δεκαετίας του ‘70 και του ’80, κάτι που ίσως ξένιζε στο Gen-Z και millennial κοινό της.

Manchild: Μια country-επιδρομή με χιούμορ και ρυθμό

Το «Manchild» είναι ένα country κομμάτι που συνδυάζει στοιχεία pop και synth-pop, αποπνέοντας ταυτόχρονα μια «feel-good» disco ενέργεια. Το θέμα του είναι ένας ανώριμος πρώην σύντροφος, τον οποίο η Carpenter σατιρίζει με κωμική διάθεση.

Το video clip, σκηνοθετημένο από τους Vania Heymann και Gal Muggia, παρουσιάζει τη Carpenter να κάνει hitchhiking στην αμερικανική Δύση, συνοδευόμενη από μια σειρά διαφορετικών ανδρών. Η ατμόσφαιρα του βίντεο γίνεται σταδιακά πιο σουρεαλιστική και κωμική, υπογραμμίζοντας το χιουμοριστικό ύφος του τραγουδιού.

AP Photos

Το κομμάτι αποτελεί για εκείνη τον ήχο που συνοδεύει τα περίπλοκα και διασκεδαστικά χρόνια της νεανικής ενηλικίωσης. Ένα τραγούδι που αποτυπώνει με χιούμορ την απογοήτευση και την αυτογνωσία, θυμίζοντας καλοκαιρινή διαδρομή με το αυτοκίνητο.

Παρά την ειλικρινή αυτή διάθεση, αρκετοί φαν της σχολίασαν πως το «Manchild» είναι ηχητικά και στιχουργικά προβλέψιμο, βαδίζοντας σε μονοπάτια που η Carpenter έχει ήδη χαράξει. Από τη μία πλευρά, το να διατηρεί ένας νέος καλλιτέχνης ένα αναγνωρίσιμο ύφος είναι πλεονέκτημα, όμως από την άλλη το κοινό διψά για εναλλαγές που θα κρατήσουν το ενδιαφέρον ζωντανό.

Η αισθητική της πρόκλησης και το ερώτημα της χειραφέτησης

Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα σχετικά με την περσόνα της Sabrina Carpenter, με αφορμή το εξώφυλλο του νέου της δίσκου. Η κυκλοφορία του εξωφύλλου δε συνοδεύτηκε απλώς από επιφωνήματα ενθουσιασμού αλλά άνοιξε έναν ευρύτερο διάλογο για τη θέση της γυναίκας στην ποπ κουλτούρα, για τα όρια της πρόκλησης και για το τι πραγματικά σημαίνει χειραφέτηση και για ποιον.

Στο εξώφυλλο βλέπουμε την Sabrina στα τέσσερα, φορώντας ένα μαύρο μίνι φόρεμα και ψηλοτάκουνες γόβες, ενώ μια απρόσωπη αντρική φιγούρα της τραβά τα μαλλιά. Στο οπισθόφυλλο βλέπουμε σε ζουμ, το λαιμό ενός σκύλου που φοράει ένα κολάρο με χαραγμένο τον τίτλο του δίσκου: Man’s Best Friend.

Μια σημαντική μερίδα του κοινού αντέδρασε αρνητικά, κατηγορώντας την Carpenter ότι δεν χειραφετεί τη γυναικεία σεξουαλικότητα, αλλά την υποτάσσει εκ νέου στο ανδρικό βλέμμα. Το επιχείρημα, που κυκλοφόρησε ευρέως στα social media, ήταν ότι η αισθητική του εξωφύλλου όχι μόνο δεν ανατρέπει τα έμφυλα στερεότυπα, αλλά ενισχύει τα πιο ξεπερασμένα: μια ξανθιά, νέα, αδύνατη γυναίκα σε σεξουαλική στάση, υποταγμένη σε μια (κυριολεκτικά) ανώνυμη ανδρική φιγούρα, προσφέρεται ως εικόνα για κατανάλωση. Ορισμένοι χρήστες έφτασαν στο σημείο να μιλήσουν για «πισωγύρισμα πενήντα ετών στο γυναικείο κίνημα», τονίζοντας πως το πρόβλημα δεν είναι η αποδοχή της θηλυκότητας, αλλά η παρουσίασή της μέσα από φίλτρα που παραπέμπουν στην πορνογραφική φαντασίωση κι όχι στην απελευθέρωση.

AP Photos

Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν και φωνές που υποστήριξαν πως το εξώφυλλο και ο τίτλος του άλμπουμ δεν είναι τίποτε άλλο από μια ειρωνική ανατροπή του μισογυνιστικού λόγου. Κατά την ανάγνωσή τους, η Carpenter υιοθετεί το λεξιλόγιο της πατριαρχικής κουλτούρας μόνο και μόνο για να το γυρίσει εναντίον της. Με το να οικειοποιείται φράσεις όπως “man’s best friend” και να τις τοποθετεί δίπλα σε σουρεαλιστικές, σχεδόν camp εικόνες υποταγής και χάους, φτιάχνει ένα καλειδοσκόπιο αντιφάσεων που σαρκάζει τη θέση της γυναίκας στον δυτικό φαντασιακό και δη στην ποπ.

Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση βρήκε αντίλογο. Κάποιοι υποστήριξαν πως η Carpenter, όσο και να προσπαθεί να πλασαριστεί ως meta-ειρωνική φεμινίστρια, δεν έχει ακόμα επιδείξει το βάθος, τη λεπτότητα ή τη δημιουργική ευαισθησία που απαιτείται για να στηρίξει τέτοιου είδους πολύπλοκες φιλοσοφικές και πολιτικές αφηγήσεις. «Για να πεις κάτι ειρωνικό, πρέπει πρώτα να έχεις σαφώς πει τι εννοείς στα σοβαρά» έγραψε ένας χρήστης στο Tiktok, προσθέτοντας πως «η Carpenter δεν είναι ούτε Madonna του Erotica, ούτε FKA Twigs, ούτε καν Doja Cat στο Attention. Είναι πιο κοντά στην Lana του TikTok. Χιουμοριστική, εύπεπτη, αλλά χωρίς δομική πρόκληση». Λάδι στη φωτιά ήρθε να ρίξει και το νέο της εξώφυλλο για το καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού Rolling Stone, όπου η 26χρονη φωτογραφήθηκε εντελώς γυμνή, με ξανθές τρέσσες να καλύπτουν το σώμα της. Η αισθητική θυμίζει την Χρυσή Εποχή του Playboy, κάτι που επίσης δεν άρεσε σε πολλούς. Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν η Carpenter «δικαιούται» να εκφράζεται όπως θέλει. Το ζήτημα είναι πώς εννοιολογείται η δύναμη μέσα στην ποπ κουλτούρα του 2025: ως αυτοδιάθεση ή ως παρωδία της εξουσίας που παραμένει, κατά βάθος, ανέγγιχτη.

Ένα άβολο σταυροδρόμι

Η συζήτηση αυτή αναδεικνύει το βαθύτερο αδιέξοδο του σημερινού φεμινιστικού λόγου: πώς απελευθερώνεις τη γυναικεία σεξουαλικότητα από τα δεσμά του ανδρικού βλέμματος, χωρίς να υποκύπτεις ξανά είτε στην εμπορευματοποίηση είτε σε έναν νέο ηθικό αυταρχισμό;

Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου είναι απολύτως αναγκαίο να αποκεντρώσουμε (δηλαδή να πάψουμε να τοποθετούμε στο επίκεντρο) το ανδρικό βλέμμα ως βασικό φίλτρο αποδοχής και αξίας για το γυναικείο σώμα και την γυναικεία επιθυμία. Η επιδίωξη αυτή είναι τίμια και επιτακτική: να πάψουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των ανδρών, να διεκδικήσουμε χώρο όπου η σεξουαλικότητα δεν θα είναι ανταλλάξιμη ή προνόμιο αλλά δικαίωμα.

Όμως η ίδια αυτή προσπάθεια οδηγεί συχνά σε ένα παράδοξο: όσο πιο ριζοσπαστικά προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το ανδρικό βλέμμα, τόσο πιο εύκολα υιοθετούμε νέα κανονιστικά πλαίσια, πιο αυστηρά, πιο ηθικολογικά, πιο ελεγκτικά. Μία μορφή σύγχρονου πουριτανισμού που δεν έρχεται από τα δεξιά, αλλά ντύνεται με την προοδευτική ρητορική του φεμινισμού.

Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με αυτό που κάποιοι έχουν αποκαλέσει «μεταφεμινιστικό πουριτανισμό»: μια κατάσταση όπου η αυτενέργεια των γυναικών ελέγχεται όχι από συντηρητικές πατριαρχικές δομές, αλλά από άλλες γυναίκες ή ακτιβιστικά πλαίσια, στο όνομα της «σωστής» φεμινιστικής στάσης. Δηλαδή: «Αν κάνεις κάτι που μοιάζει να “ευχαριστεί” τον άντρα, ακυρώνεις αυτόματα τη φεμινιστική σου πρόθεση».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο λεγόμενος «φεμινισμός της επιλογής» (choice feminism), η ιδέα δηλαδή ότι κάθε επιλογή μιας γυναίκας είναι φεμινιστική αν γίνεται με δική της βούληση, δέχεται σφοδρή κριτική. Και δικαίως: πολλές φορές αυτό το μοντέλο χρησιμοποιείται από καπιταλιστικές δομές για να προωθήσει το σεξιστικό status quo, ντύνοντάς το με μια επίφαση χειραφέτησης. Σίγουρα, όλες οι επιλογές μιας γυναίκας δεν είναι φεμινιστικές. Όμως ούτε και όλες οι επιλογές είναι υποχρεωτικά ένδειξη υποταγής.

AP Photos

Το πρόβλημα είναι ότι η κριτική στον «φεμινισμό της επιλογής» γίνεται συχνά με τρόπο απόλυτο, σχεδόν τιμωρητικό, χωρίς αναγνώριση των αντιφάσεων, των κοινωνικών επιρροών, των τάσεων, των ταξικών ή φυλετικών παραμέτρων. Έτσι, αντί για ελευθερία, δημιουργούμε νέα φίλτρα, νέους μηχανισμούς αποδοχής ή ακύρωσης.

Για παράδειγμα: «Μπορείς να είσαι γυμνή αλλά μόνο αν δεν είσαι πολύ συμβατικά όμορφη». «Μπορείς να είσαι σέξι αλλά μόνο αν το κάνεις ειρωνικά». «Μπορείς να επιθυμείς, αλλά δεν μπορείς να είσαι αντικείμενο επιθυμίας». Και κάπου εκεί, αυτό που ξεκίνησε ως προσπάθεια ριζικής απελευθέρωσης, σπρώχνει συχνά τις γυναίκες σε ακόμη πιο συντηρητικές εκδοχές του εαυτού τους, για να «ανήκουν» στον φεμινιστικό χώρο. Όχι γιατί το επιλέγουν, αλλά γιατί δεν αντέχουν την ακύρωση, την ενοχή ή την επίθεση που δέχονται εκ των έσω.

Τι σημαίνει λοιπόν το εξώφυλλο της Carpenter; Μήπως είναι μια τρύπα στον τοίχο αυτού του αδιεξόδου; Ή μήπως είναι άλλο ένα παράδειγμα του πώς η σύγχυση μεταξύ επιθυμίας, εικόνας και ηθικής μας οδηγεί σε πολώσεις και ακυρώσεις; Μήπως το πρόβλημα δεν είναι η γυμνότητα, αλλά η εμμονή μας να τη διαβάζουμε μόνο μέσα από δυαδικά σχήματα: φεμινιστική/αντιφεμινιστική, χειραφετημένη/σεξουαλικοποιημένη, «σωστή»/«πουλημένη»;

Ίσως το ερώτημα δεν είναι «γιατί φωτογραφήθηκε έτσι η Carpenter», αλλά γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να δεχτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν πολλαπλές, αντιφατικές, ταυτόχρονες σημασίες σε μία εικόνα. Γιατί, τελικά, η γυναικεία σεξουαλικότητα δεν είναι ούτε σχόλιο, ούτε όπλο, ούτε σύστημα.

Είναι εμπειρία και οι εμπειρίες είναι συχνά σύνθετες, ασυνεπείς και άρρητες. Κι ίσως, όσο δεν το αποδεχόμαστε αυτό, η χειραφέτηση θα μοιάζει πάντα λίγο μακριά. Ή, ακόμα χειρότερα, σαν κάτι που πρέπει πρώτα να αποδείξουμε, πριν μας το αναγνωρίσουν.