Για την αδυναμία εύρεσης κατάλληλου προσωπικού οι επιχειρήσεις μέμφονται συνήθως το κράτος, επικαλούμενες αδυναμίες και παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Με την τακτική αυτή παραβλέπουν ωστόσο το δικό τους μερίδιο ευθύνης, που δεν είναι αμελητέο.
Οι επιχειρήσεις που μεριμνούν για την εκπαίδευση του προσωπικού τους επιτυγχάνουν υψηλότερη κάλυψη θέσεων εργασίας κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τα συμπεράσματα έρευνας της Εθνικής Τράπεζας.
Η εκπαίδευση αποτελεί δηλαδή αντίδοτο στη στενότητα της αγοράς εργασίας, ιδίως για θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Επιπλέον, όσο αυξάνονται οι εκπαιδευτικές ώρες τόσο ενισχύεται η παραγωγικότητα.
Παλαιότερες έρευνες καταδεικνύουν ότι οι ευκαιρίες ανέλιξης που παρουσιάζονται μέσα στην ίδια την επιχείρηση – και οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με ενδοεπιχειρησιακά προγράμματα κατάρτισης – ενισχύουν την αφοσίωση και αποτελούν ισχυρό κίνητρο παραμονής σε μια εταιρεία.
Και όμως, η κουλτούρα εκπαίδευσης απουσιάζει από το ελληνικό επιχειρείν. Σύμφωνα με τη Eurostat, μόλις δύο στις 10 επιχειρήσεις προσφέρουν συστηματική επαγγελματική κατάρτιση. Η επίδοση αυτή είναι η δεύτερη χειρότερη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τη Ρουμανία.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση αντιστοιχούν στο 0,3% του εργατικού κόστους έναντι 1,5% για την ΕΕ, ενώ το ποσοστό των εργαζομένων που παρακολούθησαν κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης αντιστοιχεί στο 1/5 του μέσου όρου της Ευρώπης.
Σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, σε ένα περιβάλλον υψηλών απαιτήσεων και εντεινόμενου ανταγωνισμού οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται απρόθυμες να επενδύσουν στο πιο σημαντικό περιουσιακό τους στοιχείο, που είναι οι άνθρωποί τους.