Η οργή του Κ. Μητσοτάκη ξεχείλιζε στο αμείλικτο βήμα της Βουλής, που, όχι σπάνια, βγάζει προς τα έξω τα εκτός κειμένου εσώψυχα των πολιτικών.

Κατηγόρησε κάποιους «επιτήδειους» ότι έσπειραν σενάρια συνωμοσίας εκμεταλλευόμενοι την τραγωδία των Τεμπών. Έκαναν μια εκστρατεία «κυνική και βαθιά ανήθικη».

Μίλησε για «νταβατζήδες, για «παράκεντρα» και για «φουσκωμένα πορτοφόλια». Για τα «αντιθεσμικά χτυπήματα της αντιπολίτευσης» που έχουν στόχο «να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση και τελικά την ίδια τη χώρα».

Κυρίως τα έβαλε με τον διαπλεκόμενο Ανδρουλάκη.

Τι προκάλεσε την έκρηξη του Πρωθυπουργού;

Σύμφωνα με την επίσημη κυβερνητική εκδοχή, ένα δημοσίευμα με «παραπλανητικό τίτλο», που στη συνέχεια έγινε και το ίδιο «προπαγανδιστικό» προκειμένου να αποτελέσει το όχημα μιας «αντικυβερνητικής εκστρατείας» στην οποία συμμετέχουν οι πιο διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Ήδη είχε εκδηλωθεί η πρωτοβουλία του Νίκου Ανδρουλάκη για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση και η στήριξή της από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας.

Το κίνητρο και η αιτία αυτής της αντικυβερνητικής εκστρατείας δεν αποσαφηνίστηκαν. Και καλά, η αντιπολίτευση θέλει να ρίξει την κυβέρνηση γιατί αυτή είναι η δουλειά της, παρότι ο Ανδρουλάκης απέφυγε να το πει, κοιτάζοντας προφανώς τα ποσοστά του. Ο Κασσελάκης είπε κάτι αλλοπρόσαλλα για πρόωρες εκλογές με διεθνείς παρατηρητές και υπόνοιες εκλογικής νοθείας, τα οποία μάλλον ενίσχυσαν παρά αποσταθεροποίησαν την κυβέρνηση.

Τα συμφέροντα, όμως, τι ζόρι τράβηξαν ξαφνικά και επιστράτευσαν τον Ανδρουλάκη και τον Κασσελάκη ως εμπροσθοφυλακή απέναντι στην κυβέρνηση; Και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί μαζί συμπλήρωσαν ποσοστό 30% στις εκλογές του 2023, έντεκα μονάδες κάτω από το 41% του Μητσοτάκη. Δύσκολο να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση και τη χώρα, όταν το εκλογικό σώμα δεν τους κάνει ούτε υπόνοια νεύματος και ενώ οι ίδιοι δεν αντέχουν ο ένας τον άλλον.

Ο Πρωθυπουργός προφανώς δεν φοβάται μην τον ρίξουν. Φοβάται μήπως πέσει από τις αστοχίες, τις επιπολαιότητες και τις ανοησίες των δικών του, ακόμα και από την προσωπική του σπουδή να «καπελώνει» τις κάθε λογής έρευνες και τη δικαιοσύνη. Οι υποκλοπές και η διαχείριση των ανεξάρτητων αρχών δημιούργησαν ένα περιβάλλον καχυποψίας για όλα τα μετέπειτα «λάθη», «ολισθήματα» και «σφάλματα».

Για αυτά, όμως, δεν ευθύνονται ούτε τα εξωθεσμικά κέντρα ούτε η αντιπολίτευση ούτε οι παθογένειες δεκαετιών. Και άλλοι προσπάθησαν να πάρουν τέτοιο συγχωροχάρτι και έσπασαν τα μούτρα τους, γιατί η κοινωνία θέλει αποτελέσματα όχι δικαιολογίες. Ήδη, με τις παραιτήσεις Παπασταύρου και Μπρατάκου έχει ανοίξει μια μαύρη τρύπα στο επιτελείο του, που ίσως έχει επιπτώσεις και στη διακυβέρνηση της χώρας