Η τραγωδία στα Τέμπη προκάλεσε συναισθήματα βαθιάς θλίψης και γνήσιας οργής στην κοινή γνώμη. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το αίμα τόσων νέων ανθρώπων που χύθηκε άδικα, οι χρόνιες παθογένειες που διέκοψαν τόσο βίαια αυτήν την μια κάποια ομαλότητα της δημόσιας ζωής, αλλά και οι ταξιδιωτικές αναμνήσεις που έχουμε σχεδόν όλοι μας από τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας μας, νοηματοδοτούν την ταύτιση με τους ανθρώπους που θρηνούν τους οικείους τους.

Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το συλλογικό πένθος περνά σχεδόν από τα ίδια στάδια που περνά και το προσωπικό. Μοιραζόμαστε την οδύνη, μας βαραίνουν όλους μας τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα, θα θέλαμε να γυρίσει ο χρόνος πίσω από εκείνο το βράδυ του Φεβρουαρίου και πολλές φορές μας κατακλύζει ένα αίσθημα ενοχής: Γιατί δεν κάναμε κάτι, ο καθένας από τη θέση του, για να αποτρέψουμε ό,τι συνέβη;

Είναι όμως άλλο ο πόνος, η θλίψη, η οργή. Και είναι άλλο η εκμετάλλευσή τους. Κανένα πένθος δεν μπορεί να γεννά κηρύγματα μίσους από αυτά που εμφανίζονται όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στους τηλεοπτικούς δέκτες. Καμία καριέρα δεν θα έπρεπε να χτίζεται πάνω στα συντρίμμια της ζωής των άλλων. Και κανένας πολιτικός λόγος δεν επιτρέπεται να τροφοδοτείται από την οργή για να μεταβολίζεται σε τοξικότητα.

Οι μνήμες είναι πολύ νωπές αλλά και οδυνηρές για να ξεχνά κανείς ότι τέτοιες συμπεριφορές ανοίγουν νέες πληγές στο κοινωνικό σώμα. Είναι ακριβώς αυτές οι συμπεριφορές –ενός εγωπαθούς ατομικισμού που εννοεί να μονοπωλεί ή να εκφράζει το γενικό αίσθημα της οργής – που στις μεγάλες μας τραγωδίες γίνονται η καύσιμη ύλη για να γεννηθούν νέες.