Δεν είμαστε η πρώτη χώρα όπου κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες διαπιστώνουν ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση.
Πριν από μερικά χρόνια, η Άνγκελα Μέρκελ διαπίστωσε, φαντάζομαι με αρκετή αμηχανία και εκνευρισμό, ότι το κινητό τηλέφωνό της παρακολουθείτο από αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών για αρκετά χρόνια.
Και αυτό παρότι η Μέρκελ ήταν μια πολιτικός που συμπορεύτηκε με τις ΗΠΑ και είχα μάλιστα και πολύ καλή συνεργασία με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.
Όμως, φαίνεται ότι είχε και τότε πρυτανεύσει η λογική ότι η απόκτηση πρόσβασης σε πληροφορίες είναι πιο σημαντική από την υποτίθεται αναγκαία σχέση ανάμεσα σε συμμάχους.
Άλλωστε, έχουν υπάρξει και μεγάλες αποκαλύψεις και έρευνες και «διαρροές» στοιχείων που δείχνουν ότι η κλίμακα στην οποία κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών, αστυνομικές αρχές, αλλά και ιδιωτικές εταιρείες, κάνουν παρακολουθήσεις έχει διευρυνθεί πάρα πολύ.
Ένα μέρος τους είναι νόμιμες, άλλωστε τις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμίως έχει διευρυνθεί η δυνατότητα διωκτικών αρχών να παρακολουθούν επικοινωνίες, παρά τα προβλήματα που ενίοτε αυτό δημιουργεί ως προς θεμελιώδη δικαιώματα. Ένα μέρος τους είναι παράνομες, ιδίως οι «ιδιωτικές». Και ένα μέρος τους είναι στη γκρίζα ζώνη ανάμεσα στις υπηρεσίες, τους διάφορους «υπεργολάβους» των υπηρεσιών και ενίοτε ιδιωτικά συμφέροντα.
Στην κοινή γνώμη έχει σχηματιστεί η αντίληψη ότι ούτως ή άλλως είμαστε όλοι υπό παρακολούθηση, ενίοτε και στα όρια της αποδοχής «θεωριών συνωμοσίας».
Μόνο που αυτό μόνο ως προβληματικό μπορεί να θεωρηθεί.
Γιατί όταν οι κοινωνίες εθίζονται στην αντίληψη ότι μερικά δικαιώματα, που τα θεωρούμε θεμελιώδη, πλέον δεν ισχύουν, τότε υπάρχουν δύο βασικοί κίνδυνοι.
Ο ένας είναι να πιστέψουν όσοι διαχειρίζονται εξουσία ότι είναι νομιμοποιημένοι στην προσπάθειά τους να συγκεντρώνουν πληροφορίες με κάθε τρόπο.
Όμως, αυτό είναι ένας μεγάλος κίνδυνος για τα δικαιώματα, την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και την ιδιωτικότητα.
Δηλαδή, δεν γίνεται από τη μία μεριά να διευρύνουμε – και ορθά! – όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες για να μη γίνεται αθέμιτη καταγραφή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και από την άλλη να αποδεχόμαστε ότι παρ’ όλα αυτά «όλοι παρακολουθούνται».
Και ο δεύτερος κίνδυνος είναι τελικά οι πολίτες να χάσουν την ίδια τους την εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς, ακριβώς επειδή θα έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι υπάρχει υποκρισία και στην πράξη δικαιώματα παραβιάζονται.
Και βεβαίως ανάλογοι κίνδυνοι υπάρχουν και στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με «ιδιωτικά» δίκτυα παρακολούθησης ή δίκτυα που εκμεταλλεύονται δημόσιες υποδομές για ίδιον όφελος. Γιατί τότε στους παραπάνω κινδύνους προστίθεται και η εμπέδωση της αντίληψης ότι η Πολιτεία είναι αδύναμη ως προς το καθήκον της να εγγυάται δικαιώματα.
Για όλους αυτούς του λόγους είναι επιτακτικό να διερευνηθούν εξονυχιστικά οι καταγγελίες Ανδρουλάκη. Έξω και πέρα από κάθε «κομματικό παιχνίδι» και με το βλέμμα στραμμένο στην υπεράσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία.