Βουδαπέστη, φθινόπωρο του 1956. Λίγο προτού ισοπεδωθεί το γραφείο του από τις δυνάμεις του ρωσικού στρατού, ο διευθυντής του Πρακτορείου Ειδήσεων της χώρας πρόλαβε να στείλει στον υπόλοιπο κόσμο ένα απελπισμένο τηλεγράφημα. «Θα πεθάνουμε για την Ουγγαρία και για την Ευρώπη». Τι ήθελε να πει με αυτή τη φράση; Οτι το σοβιετικό χτύπημα εναντίον της επαναστατημένης Ουγγαρίας ισοδυναμούσε με χτύπημα εναντίον ολόκληρης της Ευρώπης.

Μίλαν Κούντερα – Ο ακρωτηριασμός της Δύσης [ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης]

Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης.

Εκδόσεις Εστία, 2022, σελ. 100, τιμή 12 ευρώ

Τη συγκεκριμένη φράση «δεν θα την αντιλαμβανόταν κάποιος ούτε στη Μόσχα ούτε στο Λένινγκραντ, αλλά ακριβώς στη Βουδαπέστη ή στη Βαρσοβία» τόνιζε ο Μίλαν Κούντερα στο σύντομο αλλά εκρηκτικό άρθρο του Ο ακρωτηριασμός της Δύσης [ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης] (εκδ. Εστίας) που δημοσιεύτηκε αρχικά τον Νοέμβριο του 1983 στο γαλλικό περιοδικό «Le Débat» (τεύχος 27) προκαλώντας ποικίλες ρωγμές και αντιδράσεις.

Το κείμενο αυτό, ένα εμπνευσμένο και διορατικό δοκίμιο επί της ουσίας, αρχίζει και τελειώνει με το προαναφερθέν περιστατικό, με την προθυμία ενός Ούγγρου να πεθάνει υπερασπιζόμενος την Ευρώπη, δηλαδή ένα πλέγμα πολιτισμικών σημασιών, μια αξία εν τέλει που τότε ήταν ακόμη και γινόταν αισθητή. Την εποχή ωστόσο που το γράφει ο Κούντερα (όχι και τόσο μακρινή, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν από την επίσημη κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), τα πράγματα είχαν ήδη αλλάξει, θα λέγαμε, προς το χειρότερο.

Υποψιάζεστε επομένως τι συντελέστηκε εν τω μεταξύ. Τώρα πια, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, με τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (να έχει επεκταθεί και προς Ανατολάς αλλά και) να χωλαίνει παραμένοντας ένα άπιαστο ζητούμενο, πολλώ δε μάλλον σε μια συγκυρία που ο ρωσικός επεκτατισμός (απολυταρχικός και αντι-δυτικός στη ρίζα του) έχει κάνει και πάλι την πρακτική εμφάνισή του στα ανατολικά της Γηραιάς Ηπείρου, με έναν απροκάλυπτο πόλεμο στην Ουκρανία αυτή τη φορά, αισθάνεται κανείς ότι ο Κούντερα, ένας σπουδαίος συγγραφέας, είχε και εξακολουθεί να έχει δίκιο, ένα δίκιο συντριπτικό.

Η κοινή κουλτούρα

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Πιστεύω μόνο ότι ξέρω πως η κουλτούρα εγκατέλειψε τη θέση της» αναφέρει χαρακτηριστικά. Τι εγκατέλειψε τη θέση του συγκεκριμένα; Το πλέον συνεκτικό στοιχείο της Ευρώπης (όπως την αντιλαμβάνεται ο Κούντερα ασφαλώς, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, την ιουδαιοχριστιανική παράδοση και τον Διαφωτισμό). Κακά τα ψέματα, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί του; Και κυρίως, εφόσον διαφωνήσει, τι θα μπορούσε να του αντιτάξει, λόγου χάρη, στη σημερινή περίοδο; Τον οικονομικό και εμπορικό τεχνοκρατισμό; Σε αυτό το κείμενο ο Κούντερα προβληματίζεται για μια κοινή κουλτούρα σε αποδρομή, για το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει, και παράλληλα για τα όρια της ευρωπαϊκής ταυτότητας μιλώντας και επιχειρηματολογώντας για λογαριασμό του πιο «εύθραυστου» και κοσμοπολίτικου μέρους της από ιστορική άποψη, της Κεντρικής Ευρώπης (μην ξεχνάμε ότι πέρασε από τις συμπληγάδες του γερμανορωσικού ανταγωνισμού και ύστερα από τον φασισμό στον σταλινισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα) η οποία συμπυκνώνεται ως «η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο». Ο Κούντερα υπογραμμίζει κάπου ότι «η Κεντρική Ευρώπη δεν είναι κράτος, αλλά κουλτούρα ή πεπρωμένο. Τα σύνορά της είναι φανταστικά και πρέπει να χαράζονται και να ξαναχαράζονται με βάση κάθε νέα ιστορική κατάσταση».

Ο τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα

Ο Κούντερα με αυτό το λαμπρό κείμενο, αφυπνιστικό κατεξοχήν, ανέλαβε τότε την ευθύνη να υπενθυμίσει «με σφοδρότητα» στη Δύση (σύμφωνα με τον ιστορικό Πιέρ Νορά, που το παρουσιάζει στην παρούσα έκδοση) ότι ανέκαθεν η Κεντρική Ευρώπη ανήκε πολιτισμικά ολόκληρη στη Δύση, ότι αποτελούσε αναπόσπαστο και πυρηνικό κομμάτι της (ασχέτως αν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο «απήχθη» πολιτικά και θεωρήθηκε κομμάτι του ανατολικού μπλοκ). Αυτή τη λανθασμένη οπτική, αυτό το «σφάλμα» ο Κούντερα το αποδίδει και το συνδέει με ό,τι ονομάζει «ιδεολογία του σλαβικού κόσμου», το κατασκευασμένο όχημα της Ρωσίας για να εξυπηρετεί διαχρονικά «τις αυτοκρατορικές βλέψεις της», κατά τα λοιπά. Οφείλουμε πάντως να ξεκαθαρίσουμε κάτι, κάτι που είναι βέβαια προφανές αλλά πρέπει να το καταστήσουμε όσο πιο σαφές γίνεται. Ο Κούντερα δεν είναι (με τους όρους της τρέχουσας επικαιρότητας) κάποιος ευρωσκεπτικιστής της σειράς που μπορεί να τον καπηλευτεί ο οποιοσδήποτε για να προωθήσει την ατζέντα ή την προπαγάνδα του, είναι ένας διανοούμενος που (εξαιτίας του υποβάθρου του και της πορείας που μοιραία ακολούθησε στη ζωή του) στοχάζεται πάνω από περιοριστικά ιδεολογικά δίπολα και οικοδομεί έναν λόγο ιστορικά και πολιτιστικά συνεπή, έναν λόγο άλλης τάξεως, έναν λόγο για τη ζωτική διάσταση της κουλτούρας, της δυτικής κουλτούρας αναμφίβολα, έναν λόγο που είναι υπαρξιακός στο βάθος του. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, ότι σε αυτό το κείμενο, το κείμενο ενός Τσέχου ο οποίος ζει και δημιουργεί στη Γαλλία από το 1975, ο έλληνας αναγνώστης βρίσκει τους τρόπους (αν θέλει και δεν ταλανίζεται από προκαταλήψεις μεγαλείου) να αναγνωρίσει τον εαυτό του και τις αγωνίες της δικής του κοινότητας.

Σε αυτό το λαμπρό κείμενο ο Μίλαν Κούντερα προβληματίζεται για μια κοινή κουλτούρα σε αποδρομή, για το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει, και παράλληλα για τα όρια της ευρωπαϊκής ταυτότητας

Η διανοητική ελευθερία

Διαβάζοντας κανείς το κείμενο που προηγείται στην ίδια έκδοση (η πρωτότυπη κυκλοφόρησε από τον οίκο Γκαλιμάρ το 2021 με τίτλο Un Occident kidnappé. Ou la tragédie de l’Europe centrale), δηλαδή τη συναρπαστική και συγκινητική ομιλία «Η λογοτεχνία και τα μικρά έθνη», την οποία είχε εκφωνήσει ο Μίλαν Κούντερα στο συνέδριο των τσεχοσλοβάκων συγγραφέων το 1967, έναν χρόνο πριν από την Ανοιξη της Πράγας το 1968 και την εισβολή των σοβιετικών τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας, βλέπει ακριβώς πώς ένας μεγάλος συγγραφέας δεν διστάζει (κάθε άλλο, το κάνει με πλήρη συνείδηση) να ταυτίσει την τύχη και την ποιότητα μιας κοινωνίας με την τύχη και την ποιότητα της κουλτούρας της. Στο επίκεντρο της οπτικής του είναι η γλώσσα, η τσεχική γλώσσα, διότι, σε συνθήκες αναπόδραστης παγκοσμιοποίησης και της εν μέρει αναπόφευκτης πολιτισμικής ισοπέδωσης που αυτή επιφέρει, «οι μικροί λαοί δεν μπορούν να προασπίσουν τη γλώσσα τους και την κυριαρχία τους παρά μόνο μέσα από το πολιτισμικό βάρος της ίδιας τους της γλώσσας και τον μοναδικό χαρακτήρα των αξιών που γεννήθηκαν με τη βοήθειά της». Θεμελιώδης προϋπόθεση ωστόσο για την άνθηση μιας εθνικής κουλτούρας είναι η ελευθερία της σκέψης και της δημιουργίας και η αποτίναξη «των βανδάλων» που διαπνέονται από «περήφανη στενομυαλιά» (τότε ήταν οι λογοκριτές στην Τσεχοσλοβακία ενώ σήμερα, ας πούμε, κυκλοφορούν ανώνυμα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Εν πάση περιπτώσει, δύσκολα θα συναντήσετε πιο διαφανή και έγκυρο ορισμό του «βάνδαλου» (που μάλλον ταιριάζει περισσότερο στο ευρωπαϊκό παρόν μας από τον «βάρβαρο»). Ο Μίλαν Κούντερα, 93 ετών σήμερα, δεν έχει λάβει ακόμη το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Τι αδικία κατάφωρη!