Ο Χανς Φάλαντα (1893-1947), από τους σημαντικότερους γερμανούς συγγραφείς του Μεσοπολέμου, άρχισε να μεταφράζεται πολύ αργά στη χώρα μας, επτά δεκαετίες σχεδόν μετά τον θάνατό του. Εξι μυθιστορήματά του κυκλοφορούν στα ελληνικά, στα οποία προστίθεται τώρα και το Ξένος στη χώρα μου (εκδ. Gutenberg), ένα «ημερολόγιο», το οποίο κατ’ ουσίαν είναι βιβλίο αναμνήσεων.

Το έγραψε με φρενήρεις ρυθμούς το 1944, όταν τον έκλεισαν στην ψυχιατρική κλινική της φυλακής Νόιστρελιτς-Στρέλιτς, περίπου 120 χιλιόμετρα βορείως του Βερολίνου. Λέω «με φρενήρεις ρυθμούς» γιατί ο Φάλαντα έμεινε έγκλειστος μόνο τρεισήμισι μήνες, από τις 4 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς.

Κι όμως σε αυτό το διάστημα πρόλαβε να γράψει μερικά διηγήματα, το εκτενές μυθιστόρημά του Ο πότης και το Ξένος στη χώρα μου, που στην ελληνική έκδοση αριθμεί 263 σελίδες μεγάλου σχήματος.

Hans Fallada – Ξένος στη χώρα μου. Ημερολόγιο φυλακής 1944

Μετάφραση Σίσσυ Παπαδάκη.

Εκδόσεις Gutenberg, 2022, σελ. 336, τιμή 17 ευρώ

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον είχαν κλείσει στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο. Το 1923 καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση για υπεξαίρεση. Με την ίδια κατηγορία και το 1926 σε φυλάκιση δυόμισι ετών. Από τότε ακόμη ήταν έντονη η ροπή του στα ναρκωτικά. Το 1933 κατηγορήθηκε ότι είχε συμμετάσχει σε συνωμοσία εναντίον του Χίτλερ. Εκτοτε γνώριζε συνεχώς νευρικές καταρρεύσεις και μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία. Στο μεταξύ έγραφε και εξέδιδε βιβλία απανωτά, κάποια από τα οποία γνώρισαν τεράστια επιτυχία, όπως το Λύκος ανάμεσα σε λύκους (1937). Αυτό το τελευταίο υπήρξε η αφορμή ο Γκέμπελς να πάρει την πρωτοβουλία και να ζητήσει από την εταιρεία Tobis Klang Film να μεταφέρει στον κινηματογράφο την ιστορία μιας γερμανικής οικογένειας από το 1914 ως τη ναζιστική περίοδο και αυτή να τη γράψει ο Φάλαντα. Το σχέδιο ματαιώθηκε αλλά ο Φάλαντα έγραψε την ιστορία και την εξέδωσε με τίτλο Ο σιδερένιος Γκούσταβ. Επρόκειτο για συμβιβασμό ή ένα είδος «συμβολαίου με τον δαίμονα», για το οποίο αργότερα θα μετάνιωνε.

Ο Φάλαντα δεν ήταν ναζιστής και τους ναζιστές δεν τους συμπαθούσε – το αντίθετο. Θεωρούσε τον εαυτό του απολιτικό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολιτικά αφελής. Αγαπούσε τη χώρα του με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο και δεν υπάρχει γι’ αυτό καλύτερη απόδειξη από την ταραχώδη και εν πολλοίς δραματική ζωή του. Ναρκομανής, αλκοολικός, με συχνά συμπτώματα βαριάς κατάθλιψης και παρά ταύτα ως συγγραφέας απίστευτα παραγωγικός, ήταν όλος μια πελώρια αντίφαση.

Ατίθασο και ταλαντούχο γερμανόπουλο

Ανήκε στους ελάχιστους πεζογράφους που παρέμειναν στη Γερμανία (αναμφισβήτητα από τους καλύτερους) σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του Γ’ Ράιχ στην εξουσία. Αυτό το ατίθασο και ταλαντούχο γερμανόπουλο δεν είχε σε καμιά εκτίμηση όσους, για να αποφύγουν τη χιτλερική μάστιγα, έφυγαν από τη χώρα. Υποστήριζε πως το να μείνει κανείς εκεί ήθελε κουράγιο και ψυχική δύναμη και δεν ήταν λύση η φυγή και η εκ του ασφαλούς καταγγελία του καθεστώτος στις πρωτεύουσες του εξωτερικού, όπου στα θέατρα και στα σεμινάρια μπορούσες, όντας στο απυρόβλητο, να λες ό,τι θέλεις χωρίς να διακινδυνεύεις τίποτε. Ομως δεν μπορούσες να μείνεις και να δημιουργείς χωρίς βαριές συνέπειες στη Γερμανία της εποχής, όπου ο ένας στους τρεις κατοίκους ήταν καταδότης. Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία τουλάχιστον, ήταν αδύνατον να εκδώσεις οτιδήποτε χωρίς συμβιβασμούς, δηλαδή να γράφεις δίχως να αυτολογοκρίνεσαι. Ωστόσο η αυτολογοκρισία, όσο οδυνηρή και αν είναι, δεν εμπόδισε – παρά πολύ σπάνια – τους σπουδαίους συγγραφείς να δώσουν σημαντικό έργο.

Ο Φάλαντα αυτολογοκρινόταν και εκείνος, ασφαλώς, όμως στα περισσότερα μυθιστορήματά του αυτό δεν φαίνεται. Το ότι αυτοσυστηνόταν ως «απολιτικός» ήταν ένα άλλοθι. «Απολιτικός» πεζογράφος – και δη ρεαλιστής (γιατί ρεαλιστικό ήταν και το κίνημα «νέα αντικειμενικότητα» στο οποίο είχε προσχωρήσει ο ίδιος) – απλούστατα δεν νοείται. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από το Ξένος στη χώρα μου.

Ανάμεσα σε παράφρονες και εγκληματίες

Ο Φάλαντα κλείστηκε στην ψυχιατρική κλινική επειδή κατά τη διάρκεια ενός καβγά στις 28 Αυγούστου 1944 πυροβόλησε την πρώην σύζυγό του Αννα Ντίτσεν, με την οποία όμως εξακολουθούσε να ζει στο ίδιο σπίτι. Στο ψυχιατρείο ζήτησε και του έδωσαν 99 κόλλες χαρτί σε μεγάλο σχήμα, περίπου σαν κι αυτό που σήμερα το αποκαλούμε Α4. Κάτω από την ίδια στέγη με κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους, παράφρονες και ημιπαράφρονες ο συγγραφέας θα επέστρεφε «στη ζωή», δηλαδή στο γράψιμο και στη δημιουργία, έστω κι αν ζούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι νεκρών ψυχών. Ηταν όμως και η ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το ναζιστικό καθεστώς, συμπεριλαμβανομένων των συμβιβασμών που είχε κάνει μαζί του. Το απαιτούσε όχι μόνο η συνείδησή του αλλά και τα ίδια τα γεγονότα. Η κατάρρευση του Γ’ Ράιχ ήταν κάτι παραπάνω από φανερή και η πτώση του θέμα χρόνου. Ηδη ο Κόκκινος Στρατός προήλαυνε στην Ανατολική Πρωσία και τα αμερικανικά στρατεύματα στο δυτικό μέτωπο είχαν αρχίσει και εκείνα την προέλασή τους προς το Βερολίνο.

Ο Φάλαντα αποφάσισε να καταθέσει τη μαρτυρία του για όλη τη ναζιστική περίοδο όπως την έζησε. Θέλοντας να προστατεύσει το χειρόγραφό του, έγραψε ένα κείμενο που έπρεπε να «κρυπτογραφηθεί». Με «γράμματα-ψείρες» (αλλά και γιατί φοβόταν μήπως δεν θα του έφτανε το χαρτί) και με συντομογραφίες για επίμαχες λέξεις. Σε πλείστες περιπτώσεις μάλιστα ανάμεσα στις αράδες πρόσθετε και νέες. Το κείμενο, όπως μας παραδόθηκε, είναι η μαρτυρία ενός ανθρώπου που είδε τον εαυτό του να συντρίβεται και τη χώρα του να καταστρέφεται παρασέρνοντας στον όλεθρο και τον υπόλοιπο κόσμο. Διαβάζεται ως λογοτεχνία αλλά και ως ζωντανή Ιστορία. Απνευστί.