Δεν είναι άγνωστο το φαινόμενο της – συχνά θεμιτής – φιλοδοξίας πολλών ασκούντων πολιτική εξουσία, να αφήσουν το προσωπικό τους νομοθετικό αποτύπωμα, μέσω του οποίου θα ταυτίσουν το πέρασμά τους από ένα τομέα πολιτικής ευθύνης, με μια αναγνωρίσιμη διαχρονικά μεταρρύθμιση. Πέρα από περιπτώσεις πρόδηλης αμετροέπειας, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ικανοποίηση μιας τέτοιας φιλοδοξίας, βρίσκεται στο περιεχόμενο των νομοθετημάτων, που ενώ εξαγγέλλονται ως μεταρρυθμιστικά, σπανίως αυτό ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο των ρυθμίσεων που εισάγουν.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, που ένα εξόχως μεταρρυθμιστικό εγχείρημα ξεκινά χωρίς ίχνος τέτοιας φιλοδοξίας, δημιουργεί αντιθέσεις και εντάσεις, υπονομεύεται, τελικά όμως παιδαγωγεί τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και την κοινωνία και ο εμπνευστής του ταυτίζεται μαζί του έστω και εξ’ αντιδιαστολής. Αυτή ακριβώς είναι η σχέση του αείμνηστου Αναστάσιου Πεπονή με το ΑΣΕΠ, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, που ίδρυσε ο νόμος 2190/1994, γνωστός πλέον ως «νόμος Πεπονή».

Ο Αναστάσιος Πεπονής, στη μακρά πολιτική του διαδρομή, ανέλαβε την ευθύνη πολλών υπουργείων (Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Προεδρίας, Δικαιοσύνης, Υγείας και Πρόνοιας, κ.α.) καταλείποντας σημαντικό έργο. Ως γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση των διατάξεων του Συντάγματος του 1985-86 που στην πραγματικότητα εισήγαγαν εμφατικά πλέον το φαινόμενο του πρωθυπουργοκεντρισμού στο ελληνικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα. Ως υπουργός ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για πολλά σύγχρονα και επίκαιρα ζητήματα όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ή το φυσικό αέριο. Ίδρυσε σημαντικούς θεσμούς όπως ενδεικτικά το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) και ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ). Όμως ο θεσμός με τον οποίο ταυτίστηκε και ο οποίος του εξασφάλισε υστεροφημία και διάρκεια πέραν της φυσικής του ύπαρξης, ήταν το ΑΣΕΠ και το σύστημα αντικειμενικής επιλογής των υπαλλήλων στη δημόσια διοίκηση, που εισήγαγε ο ν. 2190/1994.

Πρόκειται (σύμφωνα με δική του εκτίμηση) για την κορωνίδα της πολιτικής του διαδρομής, που έπληξε καίρια τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του πελατειακού κράτους, όπως είχαν δομηθεί στη χώρα μας ήδη από την εποχή του Ιωάννη Κωλέττη. Μετά την καθιέρωση της μονιμότητας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με το Σύνταγμα του 1911 και την καθιέρωση του πρώτου υπαλληλικού κώδικα με το νόμο 1811/1951, ο νόμος 2190/1994, αποτέλεσε μια βαθιά μεταρρύθμιση που κατέστησε την ελληνική δημόσια διοίκηση ικανή να ανταποκριθεί σε σημαντικές προκλήσεις που ακολούθησαν. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η ποιοτική βελτίωση του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, αλλά και των παρεχόμενων υπηρεσιών, υπήρξε αλματώδης.

Η μεταρρύθμιση που ο Αναστάσιος Πεπονής επιχείρησε ως Υπουργός Προεδρίας το 1994 (όπως κάθε αυθεντική μεταρρύθμιση) πολεμήθηκε με σφοδρότητα και δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια ευρεία συναίνεση ούτε των πολιτικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων της εποχής, αλλά ούτε της κοινωνίας. Το νομοσχέδιο κατακρίθηκε ως «πολιτικό κακούργημα» και λοιδορήθηκε σκωπτικά ως «Πεπόνημα». Τελικά όμως, χάρη στο πείσμα του εμπνευστή του, ψηφίστηκε και στις 3/3/1994 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2190/1994.

Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Πεπονής σε συνέντευξή του αναφέρει ότι ο 2190/94 ονομάστηκε «νόμος Πεπονή» αρχικά αποδοκιμαστικά. Όσοι συνέχιζαν να δημιουργούν ελπίδες συντήρησης του πελατειακού κράτους, επέρριπταν στο «νόμο Πεπονή» την ευθύνη για την αδυναμία ρουσφετολογικών διορισμών στο δημόσιο. Ακριβώς αυτή είναι όμως η δύναμη μιας αυθεντικής μεταρρύθμισης. Η παιδαγωγική της λειτουργία τόσο προς το πολιτικό σύστημα όσο και προς την ίδια την κοινωνία, επέφερε την αναγκαία ιστορική διόρθωση και δικαίωση και μάλιστα πανηγυρικά.

Όμως ο Αναστάσιος Πεπονής έπρεπε πολύ σύντομα να στηρίξει το μεταρρυθμιστικό του εγχείρημα ακόμα πιο δυναμικά. Λίγους μήνες μετά την ψήφιση του νόμου και συγκεκριμένα στις 12/12/1994, ο Πεπονής υπέβαλε την παραίτησή του διαμαρτυρόμενος για τη συνεχή υπονόμευση της αξιοπιστίας του νέου συστήματος προσλήψεων, κυρίως δια της μεθόδου των εξαιρέσεων (όχι άγνωστης και αργότερα). Είχε προηγηθεί δημοσίευμα με τίτλο «Ιδού οι 60.000 νέοι διορισμοί», που άφηνε υπόνοιες για παράνομες και καθ’ υπέρβαση προσλήψεις και φυσικά εξόργισε τον εύθικτο ευπατρίδη Πεπονή.

Τελικά όμως, με την παραίτηση αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο «κανείς δεν ήταν πια σε θέση να κάνει πίσω» και το ΑΣΕΠ μαζί με το νέο σύστημα προσλήψεων ήταν πια «κτήμα όλης της ελληνικής κοινωνίας». Παραιτούμενος εξασφάλισε οριστικά τη συνέχεια της μεταρρύθμισης. Μέσα σε μια σύντομη θητεία 14 μηνών στο Υπουργείο Προεδρίας, είχε κατορθώσει αυτό που πολλοί μακροβιότεροι συνάδελφοί του, δεν είχαν καν φανταστεί. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια διευκρίνιση για έναν αστικό μύθο που η άγνοια συνεχίζει να συντηρεί. Ο Πεπονής επανεξελέγη στην Α΄ Αθηνών και στις επόμενες εκλογές του 1996 (εκλεγόταν αδιαλείπτως στην Α΄ Αθηνών από το 1977 ως το 2000). Το τίμημα που πλήρωσε για την ίδρυση του ΑΣΕΠ δεν ήταν η μη επανεκλογή του, αλλά η παραίτησή του από υπουργός.

Φέτος, έντεκα χρόνια μετά το θάνατό του, η Ολομέλεια του ΑΣΕΠ, με μια ιστορική ομόφωνη απόφασή της, ονόμασε την αίθουσα συνεδριάσεών της σε «Αίθουσα Αναστασίου Πεπονή», ως έμπρακτη αναγνώριση του μεταρρυθμιστικού έργου του. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση ταύτισης ενός θεσμού με ένα πρόσωπο, ως επακόλουθο μιας βαθιάς μεταρρυθμιστικής τομής, που άλλαξε ριζικά το πλαίσιο της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα και αναγνωρίζεται καθολικά τόσο από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, όσο και κυρίως από την ίδια την κοινωνία.

*Ο Δρ. Γιώργος Δίελλας είναι Σύμβουλος του ΑΣΕΠ. Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.