Είναι ελάχιστοι σήμερα οι πολιτικοί στην Ευρώπη οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να εκπέμπουν την ηρεμία, τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που δείχνει στις δημόσιες παρεμβάσεις του ο Μάριο Ντράγκι. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο άνθρωπος που «έσωσε το ευρώ», διαθέτει μία μοναδική ικανότητα να συνδυάζει την τεχνοκρατική επάρκεια με τον πολιτικό μανδύα. Αυτό είχε φανεί ήδη από τη θητεία του στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε μία εποχή που τα θεμέλια της ευρωζώνης κλονίστηκαν συθέμελα – αλλά ευτυχώς δεν γκρεμίστηκαν. Και για να αποτραπεί κάτι τέτοιο, έπρεπε να υιοθετηθεί το δόγμα «whatever it takes». Λιτό, αλλά αποφασιστικής σημασίας. Ο κ. Ντράγκι, χαρακτήρας μάλλον εσωστρεφής και λιγομίλητος (εξ ου και το προσωνύμιο «Η Σφίγγα», που πολλοί του αποδίδουν), ανέβηκε την περασμένη Τρίτη στο βήμα της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Η ομιλία του υπήρξε, για όσους την παρακολούθησαν, στιβαρή και κατασταλαγμένη. Δύο λέξεις συμπυκνώνουν το «δόγμα Ντράγκι» για την επόμενη ημέρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) υπό τη βαριά σκιά του πολέμου στην Ουκρανία: «ρεαλιστικός φεντεραλισμός», αγγλιστί «pragmatic federalism».

«Οι θεσμοί που οικοδομήθηκαν από τους προκατόχους μας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υπηρέτησαν καλά τους ευρωπαίους πολίτες, αλλά είναι ανεπαρκείς για την πραγματικότητα με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι σήμερα» τόνισε ο Ντράγκι. Πλέον, τουλάχιστον σε δύο τομείς, στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική/άμυνα, η ΕΕ πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική. Αν αυτές οι αλλαγές απαιτούν αλλαγή των κοινοτικών Συνθηκών, ένα ζήτημα-ταμπού για αρκετά κράτη-μέλη, τότε η Ενωση δεν θα πρέπει να αποφύγει να πορευθεί στον δρόμο αυτόν «με θάρρος και αυτοπεποίθηση», πρόσθεσε. Εθεσε δε «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» μιλώντας για την ανάγκη κατάργησης του κανόνα της ομοφωνίας ώστε να παύσει η κυριαρχία της διακυβερνητικής προσέγγισης που ενθαρρύνει τα διάφορα εθνικά βέτο.

Δεν πρέπει να τρέφει κανείς αυταπάτες για το κατά πόσον ακόμη και μία ρεαλιστική μετατόπιση της ΕΕ σε πιο ομοσπονδιακές λύσεις θα είναι εύκολη. Γιατί ένα μικρό κράτος-μέλος να εγκαταλείψει το βέτο του αν δεν λάβει επαρκείς διασφαλίσεις ότι η άποψή του δεν θα συνθλιβεί από τα συμφέροντα των μεγαλυτέρων; Δεν είναι επίσης σαφές αν οι ευρωπαίοι πολίτες ενδιαφέρονται για τη μεθοδολογία της λήψης αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο – και η ακολουθητέα πολιτική της λήψης αποφάσεων πίσω από κλειστές πόρτες δεν βοηθάει.

Υπάρχει όμως μία «αόρατη κλωστή» που συνδέει πράγματα που εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζουν ασύνδετα. Οι ευρωπαίοι πολίτες, όσο κι αν διαμαρτύρονται, ζητούν την ανάμειξη της Ευρώπης στις δύσκολες στιγμές. Και οι ευρωπαίοι πολιτικοί – ακόμη και με ελάχιστες εξαιρέσεις – βρίσκουν λύσεις όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.   Η τρέχουσα συγκυρία είναι πολύ δύσκολη για την Ευρώπη και η ενότητα που αρχικά επιδείχθηκε στο Ουκρανικό δεν είναι δεδομένη, ιδιαίτερα όσο η σύγκρουση παρατείνεται. Η ενέργεια είναι το πρώτο πολύ υψηλό εμπόδιο, αλλά τα ερωτήματα είναι ευρύτερα. Αφορούν τον εκσυγχρονισμό της δημοσιονομικής διακυβέρνησης, την άμυνα, το Μεταναστευτικό, τη διεύρυνση και την πολιτική γειτονίας. Αν η Ευρώπη δεν αντιληφθεί (ούτε μετά το Ουκρανικό) ότι πρέπει να αποκτήσει χαρακτηριστικά γεωπολιτικού πόλου ισχύος – υπερβαίνοντας την αυταπάτη της «ήπιας ισχύος» -, τότε θα αποδειχθεί πολύ δυσχερής η εξεύρεση της κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα σε μία φιλόδοξη Κίνα, μία αναθεωρητική Ρωσία και μία σύμμαχο, αλλά εξακολουθούσα να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στον ευρωατλαντικό χώρο, Αμερική.