Ένα χρόνο πριν ο Τζο Μπάιντεν γιόρτασε την πρώτη Ημέρα της Γης ως πλανητάρχης συγκαλώντας μια virtual σύνοδο για την κλιματική αλλαγή, στην οποία έδωσαν το «παρών» τόσο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και ο Κινέζος ηγέτης Σι Ζινπίνγκ. Ο Αμερικανός πρόεδρος άδραξε της ευκαιρίας και της δημοσιότητας της εκδήλωσης για να ανακοινώσει τους νέους φιλόδοξους στόχους του για τη δραστική περικοπή των ρύπων, με την οποία σφράγισε το προφίλ του ως ένας από τους… πρασινότερους, αν όχι ο πιο πράσινος, πρόεδρος των ΗΠΑ.

Έκτοτε βέβαια πολλά πράγματα άλλαξαν, για να μην πούμε… στράβωσαν, οδηγώντας πλέον τους πολιτικούς αναλυτές να μιλούν για ένα γνήσιο… πράσινο φιάσκο που απειλεί να καταστρέψει τη δημόσια εικόνα του Τζο Μπάιντεν, πόσο μάλλον την υστεροφημία της θητείας του. Δεν είναι μόνο πως οι υποσχέσεις δεν έχουν υλοποιηθεί, με αποτέλεσμα σχέδια να εγκαταλειφθούν ή να ανατραπούν, αλλά και το γεγονός πως με έναν… μαγικό τρόπο ο κύριος Μπάιντεν έχει καταφέρει να έχει απέναντι του, άκρως δυσαρεστημένους, τόσο το ενεργειακό λόμπι όσο και τους ακτιβιστές, εκθέτοντας και το Δημοκρατικό Κόμμα στα πυρά τους στην ευθεία για τις κρίσιμες ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Μια… πράσινη τρύπα στο νερό 

Από το περιβάλλον των συμβούλων του προέδρου υποστηρίζεται πως ο κύριος Μπάιντεν, που θα ταξιδέψει την Παρασκευή στο Σιάτλ για να γιορτάσει εκεί την Ημέρα της Γης, θα ανανεώσει τη δημόσια δέσμευση του για την στροφή της χώρας στην πράσινη ενέργεια, ενδεχομένως με νέες πρωτοβουλίες. Όμως, για την ώρα τα τοπικά media ασχολούνται περισσότερο με την είδηση πως η υπεύθυνη σύμβουλος για θέματα κλιματικής πολιτικής, Τζίνα ΜακΚάρθι, σχεδιάζει να παραιτηθεί δηλώνοντας έντονα απογοητευμένη με τον αργό ρυθμό προόδου σε θέματα κλιματικής αλλαγής.

Παράγοντας-κλειδί για την απόφαση της φαίνεται πως έπαιξε η απόφαση του κυρίου Μπάιντεν να υπογράψει την Μεγάλη Παρασκευή των Καθολικών, ήτοι μια μέρα που ο κόσμος είχε στρέψει την προσοχή του στην πασχαλιάτικη εξόρμηση του, την απόφαση για την επανέναρξη της διαδικασίας δημοπρασιών για τις αδειοδοτήσεις ενεργειακών εξορύξεων σε κρατική γη. Οι νέες άδειες αφορούν περίπου 144.000 στρέμματα ομοσπονδιακής γης, καθώς και offshore θαλάσσια οικόπεδα. Προεκλογικά, ο κύριος Μπάιντεν είχε υποσχεθεί πως θα σταματήσει κάθε νέα διαδικασία εξορύξεων σε ομοσπονδιακή γη.

Ο πόλεμος που άλλαξε τα δεδομένα

Η απόφαση για τις νέες αδειοδοτήσεις δεν ελήφθη εύκολα από το Οβάλ Γραφείο, αλλά κρίθηκε αναγκαία στο πλαίσιο των μέτρων που έχουν δρομολογηθεί για την μείωση των τιμών των καυσίμων, την διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και την αύξηση των ενεργειακών εξαγωγών προς τις συμμαχικές χώρες της Ευρώπης. Κι αυτό διότι, πολύ απλά, ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα σπέρνοντας τον πανικό στις αγορές των commodities και βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις πράσινες δεσμεύσεις.

Το τελευταίο φυσικά δεν αφορά μόνο τον κύριο Μπάιντεν, πρόκειται για μια κοινή διαπίστωση στις νέες στρατηγικές άμυνας απέναντι στην ενεργειακή κρίση που εφαρμόζουν πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες ξαναβάζουν… μπρος τις μηχανές σε μονάδες λιγνίτη και εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Όμως, ο Τζο Μπάιντεν ξεχωρίζει, καθώς είχε επιλέξει εσκεμμένα να χτίσει ένα προφίλ μέγα προστάτη του περιβάλλοντος συγκεντρώνοντας τις ψήφους και τις ελπίδες του πράσινου κινήματος στις ΗΠΑ και όχι μόνο.

Το Οβάλ Γραφείο διαμηνύει πως η δέσμευση για τη μείωση των ρύπων στη χώρα κατά τουλάχιστον 50% μέχρι το 2030 παραμένει. Όμως, για να επιτευχθεί πρέπει να γίνουν βήματα προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.

Οι νέες αδειοδοτήσεις για εξορύξεις έγιναν αναγκαστικά, όχι μόνο για να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, αλλά και για να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις του ενεργειακού λόμπι που διαμαρτύρεται έντονα, και όχι άδικα, πως οι ΗΠΑ πιέζουν ασφυκτικά τις αραβικές χώρες και τα μέλη του ΟΠΕΚ να αυξήσουν τα επίπεδα προσφοράς για να πέσουν οι τιμές, χωρίς να κάνουν τίποτε για να ενισχύσουν καταρχάς την εγχώρια παραγωγή. Πως δεν δίδονται κίνητρα και δεν προσφέρονται επενδύσεις στις αμερικανικές εταιρείες για να δρομολογήσουν νέα project.

Οι ακτιβιστές στον αντίποδα εξέλαβαν την επανέναρξη των δημοπρασιών ως προδοσία και είχαν επίσης, από την πλευρά τους, δίκιο. Μάλιστα το Center for Biological Diversity σχολίασε ειρωνικά πως νόμιζε… πως πρόεδρος ήταν ακόμη ο Ντόναλντ Τραμπ.

Παράλληλα, τις προηγούμενες ημέρες έγινε γνωστό πως η αρμόδια θεσμική επιτροπή ενέργειας αναγκάστηκε να βάλει στο συρτάρι την έρευνα που είχε ξεκινήσει αναφορικά με τις περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις που θα προκαλούσαν νέοι αγωγοί φυσικού αερίου, καθώς η πίεση από το Κογκρέσο, από αμφότερα τα κόμματα, ήταν ασφυκτική.

Μάλιστα, δεδομένης της ανάγκης ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, το υπουργείο Ενέργειας ανακοίνωσε προχθές πως δρομολογεί πακέτο στήριξης ύψους 6 δισ. δολαρίων για τις μονάδες πυρηνικής ενέργειας που κινδυνεύουν να κλείσουν λόγω οικονομικών δυσχερειών, μια ανακοίνωση που επίσης έγινε δεκτή με δυσφορία από τους ακτιβιστές. Την ίδια ώρα έκθεση που υποβλήθηκε στο Κογκρέσο ανέφερε πως η γραφειοκρατία κυρίως έχει φέρει μεγάλες καθυστερήσεις στην ανάπτυξη σημαντικών project ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε αντίθεση με τις υψηλές προσδοκίες που είχαν αναπτύξει οι εταιρείες του κλάδου μετά την ανάληψη των ηνίων της χώρας από τον «πράσινο» Μπαίντεν.

Όλοι δυσαρεστημένοι 

Το πρόβλημα για το προεδρικό γραφείο είναι πως πολλές από τις προτάσεις και τα πράσινα project που είχε οραματιστεί και είχε σκοπό να δρομολογήσει ο κ. Μπάιντεν είχαν συμπεριληφθεί στο μέγα κοινωνικό πακέτο του 1,75 τρισ. δολαρίων, το «Build Back Better», που κατέρρευσε τον περασμένο Δεκέμβριο στη Γερουσία. Το πακέτο επικυρώθηκε… κουτσουρεμένο και με τα χίλια ζόρια από τη Βουλή, αλλά σκόνταψε στη Γερουσία χάρη σε μία και μόνο αρνητική ψήφο, του σκληροπυρηνικού Δημοκρατικού Γερουσιαστή Τζο Μάντσιν. Έκτοτε η διαδικασία έχει βαλτώσει καθώς οι διαφωνίες ακόμη και στους κόλπους των Δημοκρατικών συνεχίζονται και βέβαια αμφότερα τα κόμματα έχουν κυρίως στραμμένη την προσοχή τους στην εκλογική μάχη του Νοεμβρίου.

Για τους βουλευτές, ανεξαρτήτως κόμματος, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως ο κόσμος υποφέρει και διαμαρτύρεται για τις υψηλές ενεργειακές τιμές και το ντόμινο των ανατιμήσεων που προκαλούν.

Όταν η προοδευτική πτέρυγα των Δημοκρατικών ξεκίνησε τον αγώνα της για το νέο «πράσινο green deal», το 2019, με τον Τζο Μπάιντεν στο πλευρό της, η τιμή του πετρελαίου βρισκόταν στα 52 δολάρια το βαρέλι και στους αμερικανικούς δρόμους η βενζίνη ήταν μάξιμουμ στα 2,35 δολάρια το γαλόνι. Πλέον αμφότερες έχουν υπερδιπλασιαστεί και η εκτίναξη του πληθωρισμού υποχρεώνει και την Federal Reserve να τερματίζει τα μέτρα στήριξης της αγοράς και να προχωρά άρον άρον σε αυξήσεις των επιτοκίων σε σημείο που τα σενάρια κάποιων αναλυτών να μιλούν ακόμη και για πιθανή υποχώρηση της αμερικανικής οικονομίας σε επίπεδα ύφεσης.

Μέσα στο κλίμα αυτό η δημοτικότητα του Τζο Μπάιντεν υποχωρεί συνεχώς και μπορεί ο ίδιος να μην έχει εκλογές μπροστά του -είναι κοινό μυστικό πως θα παραμείνει στο πόστο μόνο για μια θητεία, λόγω της ηλικίας του- αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος. Όσοι τον υποστήριζαν εμφανίζονται δυσαρεστημένοι και όσοι τον πολεμούσαν θεωρούν πως δικαιώνονται και το αποτέλεσμα πιθανότατα θα φανεί στην κάλπη του Νοεμβρίου, ανεξαρτήτως αν δεν αφορά τον προεδρικό θώκο.

Πηγή ot.gr