Η εκδήλωση που προγραμματιζόταν να πραγματοποιηθεί στις 24 Μαρτίου στην περιοχή της Νέας Ελβετίας στη Θεσσαλονίκη, όπου σχεδιαζόταν να εγκατασταθεί μνημείο ηρώων στη μνήμη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και για τη συμβολή της Ρωσίας στην ανεξαρτησία της Ελλάδας, θα ήταν ένα από εκείνα τα γεγονότα με τα οποία η Μόσχα πάντοτε επεδίωκε να προωθήσει την «ήπια ισχύ» της στην Ελλάδα. Στην εκδήλωση υπήρχε η σκέψη να παραστεί και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αλλά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ακριβώς έναν μήνα νωρίτερα, στις 24 Φεβρουαρίου, απέτρεψε την πραγματοποίηση της εκδήλωσης. Σημειώνεται ότι την κατασκευή του μνημείου είχε αναλάβει ο Δήμος Αγίας Πετρούπολης, ενώ τη μεταφορά και την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη θα αναλάμβανε ο ομογενής επιχειρηματίας Ιβάν Σαββίδης – κάτι που προφανώς δεν θα αποτελούσε έκπληξη. Δεν έλειπαν μάλιστα και οι πληροφορίες ότι θα απευθυνόταν πρόσκληση στον Βλαντίμιρ Πούτιν να παρευρεθεί στα εγκαίνια του μνημείου.

Φυσικά, ο ρώσος πρόεδρος είχε άλλα, λιγότερο ευγενή, σχέδια. Η δε εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε άλλο έναν κρίκο στην κατηφορική πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια – με αποκορύφωμα την πρόσφατη απέλαση 12 ρώσων διπλωματών από την πρεσβεία των Αθηνών και το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Ηταν η δεύτερη απέλαση μετά το 2018, όταν είχαν εκδιωχθεί δύο διπλωμάτες και είχε απαγορευθεί η είσοδος σε άλλους δύο που είχαν υπηρετήσει στη χώρα μας, με αφορμή τις υπονομευτικές κινήσεις που είχαν καταγραφεί ώστε να αποτραπεί η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών για το Ονοματολογικό με απώτερο σκοπό να παρεμποδιστεί και η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η Αθήνα επεδίωξε, την τελευταία τριετία, να βρει ένα modus operandi με τη Μόσχα. Η καχυποψία όμως διέτρεχε βαθιά τις διμερείς σχέσεις και τις είχε διαβρώσει.

Πήραν μαζί τους τα πάντα

Οι 12 ρώσοι διπλωμάτες που κηρύχθηκαν personae non gratae μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους (συνολικά 39 άτομα) αναχώρησαν πριν από λίγες ημέρες από τη χώρα μας με ειδική πτήση. Η ελληνική κυβέρνηση τους είχε προσφέρει διορία οκτώ ημερών για να αποχωρήσουν – αρκετά χαλαρή σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οπως δε πληροφορείται «Το Βήμα», ρωσικό μεταγωγικό αεροσκάφος Antonov ανέλαβε να μεταφέρει τις περισσότερες από 400 αποσκευές τους, ένδειξη ότι οι απελαθέντες πήραν μαζί τους ολόκληρη την οικοσκευή τους.

Ανησυχία για αντίποινα

Ο προβληματισμός για τον αριθμό των διπλωματών που απελάθηκαν δεν έλειψε – ιδιαίτερα στο υπουργείο Εξωτερικών. Η ανησυχία για ασύμμετρα αντίποινα είναι έκδηλη. Σύμφωνα δε με μια εκδοχή, με δεδομένο ότι πολλοί ομογενείς από την περιοχή της Αζοφικής έχουν μετακινηθεί στο Ροστόφ, μια κίνηση απέλασης των ελλήνων διπλωματών από το Γενικό Προξενείο του Νοβοροσίσκ θα δημιουργούσε σοβαρότατο πρόβλημα. Ωστόσο, ήδη από το 2019, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) είχε ακολουθήσει στην περίπτωση της προσέγγισης της Ρωσίας το μοντέλο που εφαρμόστηκε και σε εκείνη της Τουρκίας. Επρόκειτο για μια ολιστική προσέγγιση με σκοπό να υπάρξει εξειδικευμένη παρακολούθηση των κινήσεων ρωσικών στόχων εν Ελλάδι (σε αντίθεση με την τουρκική περίπτωση που οι σχετικές επιχειρήσεις έχουν επεκταθεί και εκτός ελληνικού εδάφους). Και τα αποτελέσματα αυτών των παρακολουθήσεων υπήρξαν ανησυχητικά.

Είκοσι πρόσωπα στόχοι στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος», οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες είχαν εντοπίσει 20 πρόσωπα-στόχους από το σύνολο των 125 στελεχών της ρωσικής διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα. Σημειώνεται επίσης ότι οι σχετικές συζητήσεις περί απελάσεων είχαν εκκινήσει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και αλλού (π.χ. στο Club de Berne, ένα άτυπο φόρουμ στο οποίο μετέχουν οι υπηρεσίες πληροφοριών των «27» μαζί με εκείνες της Νορβηγίας και της Ελβετίας) εδώ και καιρό, ενώ το «καμπανάκι» ήχησε πιο δυνατά μετά την κίνηση-προάγγελο της εισβολής, που ήταν η αναγνώριση ως Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από τη Μόσχα.

Οπως έχει ήδη σημειωθεί, η Αθήνα είχε γίνει δέκτης πιέσεων από δυτικές χώρες – ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες – να προχωρήσει σε απελάσεις, αλλά τις είχε αρχικά αποκρούσει. Το χρονικό σημείο-κλειδί ήταν η ανακοίνωση απελάσεων από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Ο αριθμός «12» φάνηκε σε πολλούς υψηλός, αλλά ακολούθησε το ποσοστό του 10%-14% όσων απελάθηκαν από άλλες χώρες. Το χτύπημα σε υψηλό επίπεδο κρίθηκε αναγκαίο για μια σειρά από λόγους. Δεν ήταν μάλλον τόσο η διασύνδεση κάποιων εκ των απελαθέντων με «σκοτεινούς» κύκλους αποστράτων, καθηγητών (υπάρχει η υποψία ότι ένας εξ αυτών έχει διδάξει σε στρατιωτικές σχολές) και δημοσιογράφων, έστω περιθωριακών εντύπων, όσο η ανησυχία για πιθανή δολιοφθορά σε κρίσιμες υποδομές. Πρώτη δε στον σχετικό κατάλογο είναι η Αλεξανδρούπολη, υποδομή κομβική για τη μεταφορά υλικού και προσωπικού προς τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και άλλες νατοϊκές χώρες. Αλλωστε, η «αμαρτωλή» ρωσική ιστορία στην ακριτική πόλη (λόγω του «Ρωσικού Σπιτιού», της παλαιότερης ύπαρξης επίτιμου προξενείου, η προβολή τοπικών εμποδίων στην κατασκευή του αγωγού ΤΑΡ κ.ά.) δεν επιτρέπει εφησυχασμό.

Τα τρία βασικά πρόσωπα και τα μυστήρια του Αγίου Ορους

Τα τρία βασικά πρόσωπα των απελάσεων – από άποψη σπουδαιότητας – ήταν τα νούμερα 2 και 3 της Πρεσβείας, Ολεγκ Μπρεντίχιν και Βασίλι Γαβρίλοφ, και ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Βλαντίμιρ Μαϊστρένκο. Ο τελευταίος, που είχε μετατεθεί από την Αθήνα, ακολουθούσε την… παραδοσιακή πρακτική των προκατόχων του στη Βόρεια Ελλάδα (όπως π.χ. του Αλεξέι Ποπόφ), κινούμενος στο βαθύ παρασκήνιο. Η Βόρεια Ελλάδα είναι περιοχή που ενδιαφέρει πολύ τη Ρωσία, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η παράμετρος του Αγίου Ορους. Για όσα συμβαίνουν εκεί εκφράζεται μεγάλη ανησυχία και πληροφορίες αναφέρουν ότι σχεδιάζεται η σύσταση ισχυρού αστυνομικού γραφείου που να μπορεί να επιτηρεί ουσιαστικά τι συμβαίνει στις μονές. Σήμερα, ο σχετικός έλεγχος είναι τυπικός. Ξένες διπλωματικές αρχές εξέφραζαν επίσης τους φόβους τους ότι η σημερινή διοίκηση εμφανίζεται ιδιαίτερα χαλαρή έναντι των μονών και των δραστηριοτήτων τους.

Ο άνθρωπος-κλειδί όμως, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ήταν ο κ. Μπρεντίχιν, που επρόκειτο μάλιστα να αναχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα τον προσεχή Ιούνιο. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το νούμερο 2 της ρωσικής πρεσβείας (θεωρείται άνθρωπος που συνδέεται στενά με τον ρώσο υπουργό Εξωτερικών) φέρεται να ήταν, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας των σκληρών ανακοινώσεων και των tweets που είχαν προσφάτως εκδοθεί και είχαν, ορθώς, χαρακτηριστεί ως και προσβλητικά. Ο δε κ. Γαβρίλοφ είχε υπηρετήσει και παλαιότερα στην Αθήνα, όταν ήταν πρεσβευτής ο Αντρέι Βντόβιν (επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή), ενώ στη συνέχεια είχε βρεθεί στο πλευρό του Βλαντίμιρ Τσιζόφ, του μόνιμου αντιπροσώπου της Ρωσίας στην ΕΕ.