Η συνθήκη είναι κοινή και αναγνωρίσιμη σε όλες τις κοινωνίες: Ενας άνδρας που βασανίζεται από τον πόνο ενός βίαιου έρωτα αναζητεί ανακούφιση στη φυγή. Ο άνδρας της ιστορίας μας λέγεται Ανδρόνικος Νούκιος. Είναι γόνος ευκατάστατης κερκυραϊκής οικογένειας που βρέθηκε εξόριστη στη Βενετία μετά τη λεηλασία του νησιού από τους Οθωμανούς το 1537. Στο δυναμικό εκδοτικό περιβάλλον της Βενετίας της Αναγέννησης, ο Ανδρόνικος, νέος με καλή μόρφωση και ελληνική παιδεία, εργάζεται ως αντιγραφέας χειρογράφων, διορθωτής κειμένων και μεταφραστής. Εχει ήδη τυπώσει την πρώτη νεοελληνική μετάφραση των Μύθων (1543) του Αισώπου, όταν το καλοκαίρι του 1545 ο ερωτικός πόνος για τη Νουκία (πραγματικό όνομα άραγε ή ψευδώνυμο;) τον ωθεί να ενταχθεί στην υπηρεσία του Γεράρδου βαν Βέλτγουικ, διπλωματικού απεσταλμένου του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς τον Σουλεϊμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή. Ο Ανδρόνικος ακολουθεί τον Γεράρδο από τη Βενετία στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στα ταξίδια του στην Κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία) και αργότερα στα βρετανικά νησιά και στη Γαλλία. Τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις – ως Νίκανδρος πλέον, επί το αρχαϊκότερον, όπως συνήθιζαν πολλοί ουμανιστές λόγιοι – καταγράφει σε τρία βιβλία με τον τίτλο «Αποδημίαι».

Ο Νούκιος και ο Σεφέρης

Οι περιπλανήσεις του Νούκιου θα διαρκέσουν ως τα τέλη του 1546 και η εκδοτική τύχη των χειρογράφων του είναι σκοτεινή και μάλλον όχι αγαθή. Το 1841 ο Αγγλος Τζον Αντονι Κρέιμερ εκδίδει από χειρόγραφο της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης το δεύτερο βιβλίο, που αφορά την Αγγλία. Ο τόμος θα βρεθεί στα χέρια του Σεφέρη ο οποίος τον Απρίλιο του 1952, σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο, θα κάνει μια σχετική ραδιοφωνική ομιλία στο BBC, την οποία θα συμπεριλάβει στον δεύτερο τόμο των Δοκιμών του. Τα τρία βιβλία θα εκδώσει το 1962, σε κριτική έκδοση βασισμένη σε τρία σωζόμενα χειρόγραφα, ο Γάλλος Ζιλ-Αλμπέρ ντε Φουκό.

Νίκανδρος Νούκιος ο Κερκυραίος – Ταξίδι στην Εσπερία

Προλεγόμενα, εισαγωγή Α΄, επιμέλεια Paolo Odorico

Εισαγωγή Β΄, σημειώσεις Joel Schnapp

Επιλεγόμενα Yves Hersant

Μετάφραση Σμαράγδα Τσοχανταρίδου.

Εκδόσεις Αγρα, 2021, σελ. 528, τιμή 21,50 ευρώ

Μια νέα (διορθωμένη) έκδοση από τον βυζαντινολόγο Πάολο Οντορίκο πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά (Voyage en Occident, εκδ. Anacharsis, Τουλούζη, 2005) και κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά, αντικριστά με την πρώτη νεοελληνική μετάφραση από τη Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, με τον τίτλο Ταξίδι στην Εσπερία (εκδ. Αγρα, 2021), συνοδευόμενη από χρήσιμα εισαγωγικά σημειώματα και σχόλια.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την ταύτιση του ανέστιου μικρασιάτη ποιητή με τον εξόριστο κερκυραίο λόγιο. Οπως κι εκείνος, ταξίδεψε και έζησε ως Ελληνας στη Δύση. Δεν είναι όμως μόνο το στοιχείο του πλάνητος παρατηρητή που τους ενώνει, ούτε η εθνική ταυτότητα. Είναι κυρίως η επιθυμία της γραφής και η αναζήτηση μιας συγγραφικής ταυτότητας. Διότι είναι σαφές ότι ο Νίκανδρος έχει συγγραφικές φιλοδοξίες ήδη από τους προλόγους και τους επιλόγους με τους οποίους πλαισιώνει τις αφηγήσεις του, όπου σκιαγραφεί τον ιδεατό αναγνώστη του, συνήθως κάποιον πολυμαθή και ευγενή φίλο του που δεν κατονομάζει, πιθανόν από τους κύκλους των ελλήνων λογίων στη Βενετία.

Θαυμαστοί τόποι και έργα

Ως μέλος της ακολουθίας του Γεράρδου, στο πρώτο βιβλίο ο Νίκανδρος περιγράφει το φυσικό περιβάλλον κάθε τόπου και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του, τα οχυρωματικά έργα και την αρχιτεκτονική των κτιρίων, το μοντέλο διοίκησης και στοιχεία της διαβίωσης των κατοίκων με την αποστασιοποιημένη ματιά του γεωγράφου και του τεχνοκράτη, εστιάζοντας στο αξιοπερίεργο για τον έλληνα αναγνώστη του. Τον εντυπωσιάζουν ο Ρήνος και ο Δούναβης, πλωτοί το καλοκαίρι και διαβατοί με τα άλογα, σαν παγωμένες πεδιάδες, τον χειμώνα. Θαυμάζει τα τζάμια από χρωματιστό γυαλί στα παράθυρα των γερμανικών σπιτιών, τις κρήνες των Βρυξελλών, τις σκεπαστές αγορές της Ουτρέχτης και την τριπλή σειρά τάφρων της Βρύγης στη Φλάνδρα. Τον ενθουσιάζει ο εμπορικός παλμός της Αμβέρσας. Εξηγεί την παρασκευή του ασυνήθιστου ποτού «ζύθος» που πίνουν οι Γερμανοί κατά κόρον, δίνει σύντομη προσωπογραφία του Ερασμου και παρουσιάζει ζωηρά τις συνθήκες εργασίας στα ανθρακωρυχεία της Λιέγης. Ορθολογιστής, όπως φαίνεται, δηλώνει συχνά ότι μιλά ως αυτόπτης μάρτυρας («τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια και είχα εμπειρία εκ των πραγμάτων»).

Στο δεύτερο βιβλίο η ματιά του στέκεται περισσότερο στους ανθρώπους δίνοντας στοιχεία φυσιογνωμικά αλλά και της συλλογικής ψυχοσύνθεσης: «Οι Αγγλοι έχουν ξανθά γένια και μαλλιά, γαλανά ως επί το πλείστον μάτια και ροδαλά μάγουλα. Είναι πολεμοχαρείς, οξύθυμοι, ψηλοί στην πλειονότητά τους και ακόρεστοι κρεατοφάγοι…, καχύποπτοι, ανόητοι, και πιστοί στον βασιλιά τους». Για τους Γερμανούς νωρίτερα δεν ήταν το ίδιο εύγλωττος: «Παλαιότερα είχαν τρόπους περισσότερο άγριους και ακοινώνητους, ενώ σήμερα όχι και τόσο, αλλά στρέφονται με πάθος προς το εμπόριο και τις συναλλαγές» είχε πει καταλήγοντας ότι «όλες οι γερμανικές πόλεις διοικούνται με ιδιαίτερα καλό τρόπο και ξέρουν να εφαρμόζουν το δίκαιο». Ο γεωγράφος «γραφειοκράτης» παρατηρητής δίνει βαθμηδόν τη θέση του στον ιστοριογράφο, ο οποίος έχοντας στις αποσκευές του Θουκυδίδη και Ηρόδοτο διανθίζει την αφήγησή του άλλοτε με δημηγορίες του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας κι άλλοτε με θρύλους για θαύματα ή για παράξενα ζώα της θάλασσας και ανέκδοτα για τις συζύγους του.

Καταγράφει συστηματικά τις διαφορές στα θρησκευτικά ζητήματα και παρουσιάζει επιμελώς τις πεποιθήσεις και τη λατρευτική πρακτική των Λουθηρανιστών και των αναβαπτιστών που συναντά, και αναφέρεται συχνά στις σχέσεις των δύο φύλων στους τόπους που επισκέπτεται. Η στερεοτυπική φράση «υπάρχει συνήθεια να φέρονται στις γυναίκες με τρόπο απλό και χωρίς ζηλοτυπία» δηλώνει προφανώς ένα πολιτισμικό ξάφνιασμα, ειδικά στην Αγγλία όπου διαπιστώνει τη συνήθεια να φιλούν τις γυναίκες στο στόμα όχι μόνο οι γνωστοί και οι συγγενείς, αλλά και άγνωστοί τους, δημόσια.

Τον γοήτευσε το Παρίσι

Στο τρίτο βιβλίο, ο Νίκανδρος ενώνεται πλέον με τους έλληνες μισθοφόρους του Ερρίκου Η΄ εναντίον του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας. Το τέλος του πολέμου το 1546 τον βρίσκει στη Γαλλία, γοητευμένο με τη ζωή εκεί και το Παρίσι, όπου επιδιώκει να μείνει χωρίς επιτυχία. Θα επιστρέψει μέσω Ρώμης στη Βενετία και, μετά το 1550, στην Κέρκυρα. Λυρικές εκφράσεις λογοτεχνικής γλαφυρότητας εισβάλλουν στην αφήγηση των αλλεπάλληλων εχθροπραξιών στην Ευρώπη του 16ου αιώνα αφήνοντας πίσω τις στεγνές περιγραφές με τις πρακτικές πληροφορίες: «Στις κορυφές των δένδρων τα τζιτζίκια αντηχούσαν διαπεραστικά και το έδαφος ήταν στρωμένο με μαλακό χλωρό χορτάρι. Πολύ κοντά στις ρίζες ενός πυκνόφυλλου δένδρου ανέβλυζε άφθονο νερό, που με το ήρεμο κελάρυσμά του έθελγε τις ψυχές…». Και όταν ανακαλεί τη λεηλασία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν το 1537, υπό τις διαταγές του κουρσάρου Μπαρμπαρόσα, η εξιστόρηση των συμβάντων φέρνει στον νου τους επικούς καμβάδες του Ντελακρουά, με άνδρες, γυναίκες, άλογα και σκύλους κομματιασμένους καταγής και ανακατωμένους στην ακρογιαλιά. Ο ιστοριογράφος συναντά εδώ τον αυτοβιογράφο με λογοτεχνικές αξιώσεις και το ταξίδι μεταμορφώνεται σε περιπέτεια της γραφής.

Ο Νούκιος μας εξοικειώνει με την Ιστορία και τη γεωγραφία της Ευρώπης της Αναγέννησης μέσα από μια θερμή άμεση αφήγηση. Ο κοσμοπολίτης των ημερών μας θα επιδοκιμάσει τη φιλοπερίεργη διάθεση του συγγραφέα, το ανοιχτό αναγεννησιακό πνεύμα και την «κοσμική» προσέγγιση, την ακονισμένη από την ελληνική παιδεία, κυρίως όμως θα βρει εξαιρετικά ερεθιστική τη ματιά του, τη ματιά ενός Ανατολίτη που παρατηρεί τους Δυτικούς – σε μια αντιστροφή εμπεδωμένων πολιτισμικών ρόλων παρατηρητών και παρατηρουμένων.