Με την κλιματική κρίση να αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη υπαρξιακή πρόκληση για την ανθρωπότητα, η αναζήτηση λύσεων για πράσινες και ανανεώσιμες ενεργειακές υποδομές είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Ειδικότερα στην Ευρώπη, η συζήτηση για το αν η πυρηνική ενέργεια είναι πράσινη ή όχι έχει ξανανάψει για τα καλά, τροφοδοτούμενη και από την αύξηση κόστους του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου.

Πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν να χαρακτηρίσει υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια – μεταξύ άλλων – ως πράσινες δίχασε για άλλη μια φορά την ήπειρο. Πόσο φιλική για το κλίμα είναι η πυρηνική ενέργεια; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ώστε οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής να θεωρούνται «πράσινοι»;

Το ζήτημα παραμένει εξαιρετικά αμφιλεγόμενο στην ΕΕ με μερικά κράτη-μέλη να χτίζουν νέες πυρηνικές εγκαταστάσεις και άλλα να κατεβάζουν ρολά. Ιδιαίτερα η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις: η πρώτη αυξάνει συνεχώς το ποσοστό της πυρηνικής ενέργειας στο ενεργειακό της μείγμα ενώ η δεύτερη κλείνει όλα τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού.

Μια… παλιά αψιμαχία

Πολύ πριν αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή ως μέγιστη απειλή για το μέλλον του πλανήτη, η κοινή γνώμη και η πολιτική ελίτ της Γερμανίας ήταν απέναντι σε κάθε μορφή ή χρήση πυρηνικής ενέργειας. Η ιδιαίτερη αυτή «ευαισθησία» πηγάζει από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όπου η δαμόκλειος σπάθη της χρήσης πυρηνικών όπλων από τις υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ επικρεμόταν για πολλές δεκαετίες πάνω από τις δύο Γερμανίες.

Το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ το 1986 ήρθε να επιτείνει τον γερμανικό σκεπτικισμό, όμως η πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα το 2011 ήταν εκείνη που έδωσε το πάτημα στην Ανγκελα Μέρκελ για να κάνει μια αιφνιδιαστική στροφή στην ενεργειακή πολιτική της χώρας. Μέσα σε τρεις μήνες η τότε γερμανική Βουλή αποφάσισε την πλήρη έξοδο της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια ως το τέλος του 2022.

Η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων έχει δεσμευτεί να εντείνει την προσπάθεια επίτευξης των κλιματικών στόχων της Μέρκελ. Σήμερα, με τις τρεις εναπομείνασες εν λειτουργία πυρηνικές μονάδες να μετρούν αντίστροφα για να κλείσουν, η απόσυρση της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια φαντάζει αδιαπραγμάτευτη.

Μάλιστα, σε επίσημη επιστολή της προς τις Βρυξέλλες η κυβέρνηση του Βερολίνου εξέφρασε σθεναρές αντιρρήσεις στην απόφαση της Κομισιόν για την επισήμανση της πυρηνικής ενέργειας ως πράσινης, με τον αντικαγκελάριο και πράσινο υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ να χαρακτηρίζει την πυρηνική ενέργεια ως επικίνδυνη και δαπανηρή.

Στον αντίποδα η Γαλλία, μετά το σοκ της πετρελαϊκής κρίσης στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, θέλησε να απεξαρτηθεί από το πετρέλαιο. Ο τότε πρόεδρος της χώρας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, λάνσαρε το 1974 ένα πρόγραμμα κατασκευής 45 πυρηνικών εγκαταστάσεων, πετυχαίνοντας σε μεγάλο βαθμό την ενεργειακή αυτονομία της χώρας. Σήμερα η Γαλλία διαθέτει 56 αντιδραστήρες – δεύτερη παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ σε πυρηνικές εγκαταστάσεις, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη και παράγει πάνω από το 70% της ηλεκτρικής ενέργειάς της από πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Υπό αυτό το πρίσμα, το Παρίσι βλέπει στην πυρηνική ενέργεια ένα λαμπρό μέλλον και μια αναγκαία συνθήκη για τις δικές της ενεργειακές ανάγκες. Εξ ου και θέτει επιτακτικά το ζήτημα μιας πυρηνικής «αναγέννησης», με τη δημιουργία πυρηνικών αντιδραστήρων νέας γενιάς που θα είναι πιο οικολογικοί, οικονομικότεροι και πιο ασφαλείς.

Την περασμένη Πέμπτη ο Εμανουέλ Μακρόν στη διάρκεια επίσκεψής του στο εργοστάσιο της General Electric στην πόλη Μπελφόρ της Βορειοανατολικής Γαλλίας ανακοίνωσε ότι παρατείνει τη διάρκεια ζωής όλων των πυρηνικών αντιδραστήρων όπου είναι εφικτό, χωρίς καμία έκπτωση σε ζητήματα ασφαλείας. Παράλληλα ανακοίνωσε τη δημιουργία έξι πυρηνικών αντιδραστήρων νέας γενιάς (τους λεγόμενους EPR2) ως το 2050, οι οποίοι θα επιτρέψουν στη χώρα να υλοποιήσει τους πράσινους στόχους της για σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ενώ πρόσθεσε ότι εξετάζει τη δημιουργία άλλων οκτώ αντιδραστήρων EPR2.

Ενεργειακή επανάσταση;

Στην παρούσα συγκυρία όπου το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων, ευρωπαίοι επιστήμονες ανακοίνωσαν την εβδομάδα που πέρασε ότι ανέπτυξαν τεχνολογία που καθιστά δυνατή την παραγωγή ενέργειας από πυρηνική σύντηξη σε μεγαλύτερη ποσότητα σε σχέση με το παρελθόν.

Συγκεκριμένα, το κοινό ευρωπαϊκό εργαστήριο Joint European Torus (JET) που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο παρήγαγε ενέργεια ίση με 59 megajoules για πέντε δευτερόλεπτα, υπερδιπλάσια από εκείνη που είχε παραγάγει σε παρόμοια πειράματα το 1997. Δεν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα ενέργειας (μόνο 11 megawatts) αλλά επαληθεύει την επιλογή να κατασκευαστεί ένας μεγαλύτερος αντιδραστήρας σύντηξης που έχει ήδη αρχίσει να κατασκευάζεται στη Γαλλία.

Οπως όμως σχολιάζει ο Ρότζερ Χάραμπιν, αναλυτής σε περιβαλλοντικά θέματα στο BBC, δεν αναμένεται να βοηθήσει στη μάχη για τη μείωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Και τούτο διότι «υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα για το πότε η τεχνολογία αυτή θα είναι έτοιμη για εμπορευματοποίηση. Μια εκτίμηση υποδηλώνει ότι ίσως σε 20 χρόνια». Συνεπώς η πυρηνική σύντηξη δεν αποτελεί λύση που θα οδηγήσει στο καθαρό μηδέν το 2050, αλλά λύση για το δεύτερο μισό του αιώνα.

Εκπέμπει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα

Για τους υπέρμαχούς της η πυρηνική ενέργεια είναι αξιόπιστη και αποτελεσματική. Καθώς εκπέμπει πολύ λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, υποστηρίζουν ότι χωρίς αυτήν θα είναι δυσκολότερο να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή, ενώ τονίζουν ότι σε σχέση με άλλες μορφές ενεργειακής παραγωγής, το ποσοστό θανάτων από την πυρηνική ενέργεια είναι πολύ χαμηλό, μόλις ένα άτομο κάθε 14 χρόνια.
Το 2013 οι κλιματολόγοι Τζέιμς Χάνσεν και Πούσκα Καρέτσκα υπολόγισαν, σύμφωνα με τον «Economist», ότι η χρήση της πυρηνικής ενέργειας μεταξύ 1971 και 2009 απέτρεψε τον θάνατο 1,84 εκατομμυρίων ανθρώπων χάρη στο χαμηλό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Παρ’ όλα αυτά, η πυρηνική ενέργεια αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό από πλήθος χωρών στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά ατυχήματα, τη διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων και τη διασπορά των πυρηνικών όπλων από απολυταρχικά καθεστώτα όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.