Ας το πάμε από τη σκοπιά της εθνεγερτικής σκοπιμότητας. Γιατί ξεσηκώθηκαν το 1821 οι Ελληνες; Για να μπορούν οι απόγονοί τους να απολαμβάνουν την ελευθερία τους και να γιορτάζουν τα 200 χρόνια από την Επανάσταση χωρίς τα βάρη, τα στερεότυπα και τους μύθους του παρελθόντος. Για να μπορεί η Επιτροπή «Ελλάδα 2021», η οποία συντόνιζε το επετειακό πρόγραμμα, να κάνει τον απολογισμό της. Πέτυχε στην αποστολή της η Επιτροπή που, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα της ίδρυσής της, λύεται και τίθεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση στις 31 Δεκεμβρίου; Ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των εμπνευστών της; Και τι θα μείνει από το έργο της;

«Επιδιώξαμε να ερεθίσουμε το μυαλό και την ψυχή»

Μπορεί να απαντήσει κανείς πιάνοντας το νήμα από την αρχή – από εκείνες τις τρεις συναντήσεις που είχε η Γιάννα Αγγελοπούλου με τον Πρωθυπουργό όταν εκείνος της πρότεινε να αναλάβει τη διοργάνωση και τον συντονισμό των εορτασμών. Μπορεί να πιάσει το νήμα και από το τέλος – από τον απολογισμό που έγινε πριν από μερικές ημέρες στο Μέγαρο Μουσικής, τις 400 δράσεις που υλοποιήθηκαν, τις 1.000 προτάσεις που υποβλήθηκαν, τις 18 φορητές κλίνες ΜΕΘ που δωρήθηκαν στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και άλλα ακόμη.

Αλλά μπορεί και να δώσει τον λόγο στον άνθρωπο που «έτρεξε» την επέτειο. Πέτυχε λοιπόν, κυρία Αγγελοπούλου, η Επιτροπή; «Νιώθω πως τα καταφέραμε» απαντά στο «Βήμα». «Τα καταφέραμε επειδή μπορέσαμε να κινητοποιήσουμε ανθρώπους από όλες τις ηλικίες, απ’ όλα τα μορφωτικά και τα οικονομικά επίπεδα. Ο φωτογράφος που έκανε έκθεση φωτογραφίας στην Αυστραλία, ο άλλος που συγκέντρωσε ζωγραφιές παιδιών, ο τρίτος που έφτιαξε μια πουκαμίσα ή ένα σακάκι αντλώντας έμπνευση από την Ιστορία, εκείνοι που βρήκαν έναν ιδιαίτερο τρόπο να προωθήσουν την περιοχή τους και τα προϊόντα της, το λάδι τους, το κρασί τους». Αυτή ήταν η δουλειά της Επιτροπής; «Ναι» απαντά. «Η δουλειά μας δεν ήταν να φτιάξουμε ένα «μενού» εορτασμών, δεν υπάρχει ένα «μάνιουαλ» για το πώς γιορτάζουμε τις επετείους, με τελετές έναρξης, πανηγυρικούς και τελετές λήξης. Εμείς απευθύναμε ένα ερώτημα στην κοινωνία: Πώς, γυναίκες και άνδρες αυτής της χώρας, θέλετε να τιμηθεί αυτή η επέτειος; Αυτό που επιδιώξαμε ήταν να ερεθίσουμε το μυαλό και την ψυχή του Ελληνα».

Δεν είναι ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας. Είναι όμως η κινητοποίηση τον καιρό της πανδημίας. Δεν ήταν ανασχετικός παράγοντας ένας ιός που, αν και γιορτάζαμε την ελευθερία μας, μας έκλεισε στα σπίτια μας; Τρεις φορές αναβλήθηκαν οι ταυτόχρονοι εορτασμοί που είχε σχεδιάσει η Επιτροπή στις πρωτεύουσες όλων των νομών της χώρας. Από αυτή την άποψη, η πανδημία έγινε η αφορμή για να χάσουμε ένα πανεθνικό πανηγύρι. Αλλά η Γιάννα Αγγελοπούλου επιμένει πως κερδίσαμε κιόλας. «Τολμώ να πω πως η πανδημία μάς εξοικείωσε με τη δυσκολία του εγχειρήματος» λέει. «Κι έπειτα τι είναι η επέτειος; Ενας τρόπος να θυμηθούμε όλοι μας πως στις δύσκολες στιγμές πρέπει να ανακαλούμε στη μνήμη μας όλα εκείνα που μας έκαναν να πετύχουμε. Περνάμε τώρα μια τέτοια δύσκολη στιγμή με την πανδημία. Εχουμε περάσει πολύ δύσκολες καταστάσεις και στο παρελθόν. Πείνα, πολέμους, Κατοχή, προσφυγιά, φυσικές καταστροφές. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν μάς έχουν χαλυβδώσει. Ξεπεράσαμε τόσο μεγάλα εμπόδια σε αυτά τα 200 χρόνια, αντιμετωπίσαμε τόσες δυσκολίες, που στο εξής δεν πρέπει να μας τρομάζει καμία πρόκληση. Ξέρουμε πια τι να κάνουμε και τι δεν πρέπει να κάνουμε σε ό,τι και να μας συμβεί. Συγχρόνως όμως η δύσκολη αυτή στιγμή μάς έφερε αντιμέτωπους με ένα ερώτημα: Με ποια πρόκληση θα έρθουμε αντιμέτωποι σε 20 χρόνια; Ποιες θα είναι οι δύσκολες στιγμές του μέλλοντός μας; Αυτό το ερώτημα επιχειρήσαμε να απαντήσουμε με το φόρουμ «Η Ελλάδα το 2040″ που οργανώσαμε με όλους τους κοινωνικούς και παραγωγικούς φορείς της χώρας»».

Η αναμέτρηση με το παρελθόν

Συνομιλώντας κανείς με τη Γιάννα Αγγελοπούλου αντιλαμβάνεται πως η Επιτροπή είχε τοποθετήσει τον στόχο της σε τρεις χρονικούς άξονες. Η επέτειος ως αναστοχασμός σε σχέση με το παρελθόν, ως άσκηση ιστορικής αυτογνωσίας. Η επέτειος ως συνομιλία με το παρόν μέσα από τα ιστορικά μας βιώματα. Αλλά και ως προετοιμασία για το μέλλον. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτή τη δύσκολη σχέση που έχουμε με το παρελθόν μας και τον ιστορικό χρόνο. «Ηταν υποχρέωσή μας να τιμήσουμε το παρελθόν. Το τιμήσαμε, μεταξύ άλλων, με τη δράση «Μικροί Μεγάλοι Ηρωες», μια πινακοθήκη χιλίων προσώπων, πολλά από τα οποία είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Γιατί η πορεία μας δεν οφείλεται μόνο στους πρωταγωνιστές αλλά και στην προσφορά των καθημερινών ανθρώπων. Σας λέω λοιπόν, με τη γνώση δεκάδων δράσεων που τόλμησαν να επανεξετάσουν γεγονότα με σκοτεινές ή δυσανάγνωστες αναγνώσεις, πως με το παρελθόν μας συμφιλιωθήκαμε» λέει η κυρία Αγγελοπούλου.

Μήπως όμως δεν αναμετρηθήκαμε με το παρελθόν μας; Μήπως δεν τσακωθήκαμε όσο έπρεπε; «Για να δανειστώ έναν όρο από τις μπίζνες, οι διαμάχες έχουν νόημα όταν τελειώνουν με μια συνθήκη win-win» απαντά η Γιάννα Αγγελοπούλου: «Γιατί τι σημαίνει να βγαίνω νικητής ή, μάλλον, να κερδίζω σε μια δημόσια αντιπαράθεση; Οχι να κατατροπώσω τον άλλον, αλλά να καταλάβω την οπτική του. Θα έλεγα πως, αναστοχαζόμενοι, σκύψαμε με φροντίδα και γνώση πάνω από το παρελθόν μας αλλά και με την έγνοια να αποτυπώσουμε όσο πιο πιστά γίνεται αυτό το παρελθόν. Να καταγράψουμε την πραγματική εικόνα χωρίς να ξεχνάμε τις ιδιαίτερες συνθήκες που έκαναν τους ανθρώπους ήρωες και τους ήρωες γεμάτους ανθρώπινες αδυναμίες». Και να τι μάθαμε, σύμφωνα με την κυρία Αγγελοπούλου, για τον εαυτό μας: «Μάθαμε πόσο αγαπάμε την ελευθερία, θυμηθήκαμε ότι ήμασταν γενναίοι, ότι αντέχουμε στις κακουχίες, ότι είμαστε επινοητικοί. Ακόμα, ότι στις δύσκολες στιγμές πετυχαίνουμε περισσότερα όταν μονοιάζουμε και συνεργαζόμαστε. Οταν ξεκινήσαμε ως Επιτροπή, δώσαμε στην ελληνική κοινωνία ένα κενό βιβλίο. Ο τρόπος που γέμισαν οι σελίδες του μας εξέπληξε θετικά. Μας έκανε και υπερήφανους για την ωριμότητα του κόσμου απέναντι σε μια επέτειο που έχει να κάνει με την ταυτότητά μας».

 

Η «ενδυμασία» της επικοινωνίας

Ας πούμε λοιπόν πως ξεμπερδέψαμε δημιουργικά με το παρελθόν μας – αν μπορεί ποτέ να ξεμπερδέψει κανείς με το παρελθόν του. Αλλά πώς το εντάξαμε στο παρόν μας; «Κατ’ αρχάς, θέλαμε να δείξουμε πως δεν είμαστε ένας αραχνιασμένος όμιλος ανθρώπων που έχει σκοπό μόνο την ιστορική έρευνα. Ζούμε μέσα στην κοινωνία, καταλαβαίνουμε τι γίνεται, έχουμε επίγνωση, συμμετέχουμε σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Καταγράφω ως μια από τις επιτυχίες της Επιτροπής το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι αναζήτησαν την κυτταρική τους σύνδεση με τα ιστορικά γεγονότα. Εψαξαν και βρήκαν πώς συνδέεται ο τόπος τους με συμβάντα, επιχείρησαν να τοποθετήσουν την προγονική τους γη σε μια ψηφίδα της μεγάλης Ιστορίας. Είναι σαν να κεντήσαμε όλοι μαζί έναν τεράστιο χάρτη».

Εδώ «κολλάει» μια ερώτηση που θα έμπαινε στον πειρασμό να κάνει ο καθένας: Ο τρόπος της κυρίας Αγγελοπούλου να συνομιλήσει με το παρόν μέσα από το παρελθόν ήταν οι παραδοσιακές ενδυμασίες που ενδύθηκε; Το ηχηρό γέλιο με το οποίο υποδέχθηκε την ερώτηση μαρτυρά αυτό που είπε στο τέλος της απάντησης: πως δεν ένιωσε ούτε μια στιγμή αμηχανία για τις ενδυματολογικές της επιλογές, αλλά μόνο ενθουσιασμό και χαρά. Και δεν ήταν η χαρά και ο ενθουσιασμός ενός μικρού παιδιού που μασκαρεύεται, αλλά ενός συνειδητοποιημένου ενηλίκου που προμοτάρει: «Οταν κάνεις ένα πρόγραμμα ή μια καμπάνια, κοιτάς πώς μπορείς να προωθήσεις μερικά πράγματα. Ημασταν σε μια συνεχή διάδραση με άτομα και συλλογικότητες που μας έστελναν καταπληκτικά πράγματα, ρούχα, σχέδια, κειμήλια, συλλογές και μας ζητούσαν να τα αναδείξουμε. Σκέφτηκα πως αυτός ήταν ένας τρόπος πολύ άμεσος για να αναδειχθεί αυτός ο πλούτος και να τραβήξει την προσοχή όχι μόνο του κόσμου αλλά και εκείνων που λαμβάνουν αποφάσεις. Χαίρομαι γιατί έτσι η ελληνική χειροτεχνία επιδοτήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού με 18 εκατομμύρια ευρώ και μπορεί να μετατραπεί σε πηγή εισοδήματος και σε θέσεις εργασίας».

Ο στόχος της Επιτροπής και το αποτέλεσμα

Επιστροφή στο μέλλον. Το ερώτημα για τις προκλήσεις του μέλλοντος, λέει, τράβηξε σαν μαγνήτης μαθητές και φοιτητές σε δράσεις, όπως η ρομποτική και η νεανική επιχειρηματικότητα. Η Επιτροπή στήριξε όλες αυτές «τις μικρές εστίες αφύπνισης σε όλη την Ελλάδα», αλλά και σε 31 ακόμη χώρες του κόσμου. Η Γιάννα Αγγελοπούλου επιμένει: «Η ανταπόκριση ήταν θεαματική. Δεν απευθυνθήκαμε μόνο σε μεγάλους φορείς και «βαριά» ονόματα. Οι συνομιλητές μας ήταν άτομα, μονάδες. Είτε έρχονταν μόνοι τους σε εμάς είτε εμφανίζονταν σε ομάδες. Ας πούμε μια πανεπιστημιακή ομάδα πρότεινε να κάνει μια έρευνα για τα μαθηματικά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Και ένας δήμος να οργανώσει μαθητικό και φοιτητικό διαγωνισμό για το πώς θα μετατραπεί η πόλη τους σε «έξυπνη πόλη». Το επετειακό πρόγραμμα ήταν πολύτροπο και απολύτως ταιριαστό με τη μικρή οδύσσεια ενός τόσο συμβολικού έτους όπως ήταν το 2021. Επίσης, πολλές δράσεις αφορούσαν τις γυναίκες, που έχουμε συνηθίσει να τις τοποθετούμε στο φόντο, αλλά είχαν μεγάλη συμβολή σε κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας μας».

Αυτός ήταν τελικά ο στόχος της Επιτροπής: «Να βγάλουμε τον καλό μας εαυτό». Αλλά και να «συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια όσο περισσότεροι συμπολίτες μας γινόταν». Γιατί; «Επειδή αυτό που λέμε «rebranding του κράτους» δεν μπορεί να είναι μόνο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, πρέπει να είναι υπόθεση όλων. Ετσι πετυχαίνουν τα μεγάλα προγράμματα. Δεν μπορεί η τοπική αυτοδιοίκηση, οι καταστηματάρχες, οι έμποροι, το Επιμελητήριο, η Εκκλησία, οι παραγωγοί να μην έχουν καθίσει γύρω από ένα τραπέζι και να μην έχουν συζητήσει τι πραγματικά θέλουν για τον τόπο τους. Εμάς δεν μας ενδιέφερε η φαντασμαγορία. Η επέτειος ήταν μια άσκηση συνεργασίας, κοινών στόχων, ενότητας».

«Ρίξαμε τον σπόρο για να έχουμε μια συνέχεια»

Με ένα ποτήρι που η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν συνηθίζει να βλέπει απλώς μισογεμάτο αλλά σχεδόν να ξεχειλίζει από την αισιοδοξία της, αισθάνεται κανείς την ανάγκη να τη ρωτήσει εάν υπάρχει κάτι που για την ίδια πήγε στραβά. «Δεν βοήθησαν οι συνθήκες, δεν μας έφτασε ο χρόνος» λέει πριν ξαναδεί το ποτήρι όπως πρέπει: «Εχω μάθει από την πείρα μου πως όσο και να έχεις προετοιμαστεί για κάτι, όσο και να έχεις σχεδιάσει, θα βρεθούν πάντα στο διάβα σου απρόβλεπτοι παράγοντες. Η κίνηση του σύμπαντος κάνει πάντα τα πράγματα να αλλάζουν, τίποτε δεν είναι στατικό. Πρέπει επομένως να είσαι εφευρετικός, καινοτόμος, να επεμβαίνεις όσο μπορείς στην πορεία των πραγμάτων. Αισθάνομαι όμως πως ρίξαμε τον σπόρο, ακόμη και αν τελειώνει ημερολογιακά το έτος, για να έχουμε μια συνέχεια. Ο αντίκτυπος των επετειακών δράσεων ξεπερνά τα χρονικά όρια μιας επετείου. Αφήσαμε λοιπόν μια παρακαταθήκη για την επόμενη ημέρα». Και η κριτική; «Η καλοπροαίρετη κριτική μάς έκανε καλύτερους. Την κακή κριτική την αντιμετώπισα συμβατικά. Η κακόβουλη πολλές φορές με εξόργισε και κάποιες απαντούσα με κεφαλαία γράμματα. Το να είσαι στην Αθήνα, να βλέπεις τα πράγματα αφ’ υψηλού και να μη σε νοιάζει τι έγινε στην Καρδίτσα, στο Κορδελιό, το Καστελλόριζο, στη Δράμα, στα Γρεβενά, στον Αϊ-Στράτη, στα Ψαρά, είναι άδικο απέναντι σε αυτόν τον κόσμο που δούλεψε σκληρά και δημιουργικά για να ξεπεράσει τους περιορισμούς της πανδημίας και να μετουσιώσει το νόημα της επετείου».

«Αντλησα αυτοπεποίθηση από τον κόσμο»

Η Γιάννα Αγγελοπούλου μιλάει με έναν προσωπικό τόνο που επιτρέπει την επόμενη ερώτηση: Στην ίδια τι άφησε η δουλειά της στην Επιτροπή; «Μέσα από αυτή τη θέση ξανασυστήθηκα στην κοινωνία» απαντά. «Η πρώτη σκέψη μου, όταν έγινε η πρόταση από τον Πρωθυπουργό, ήταν «δεν είμαι ειδική, πώς θα τα βγάλω πέρα;». Αλλά εκεί, αντί να προσπαθήσεις να αποδείξεις στον εαυτό σου πως είσαι Ναπολέων, κάτι που είναι κουτό, προσπαθείς να εμπλέξεις άλλους που είναι ειδικοί. Καλείς λοιπόν όλους αυτούς τους ανθρώπους να καταθέσουν τις προτάσεις τους, να διατυπώσουν τους προβληματισμούς τους, ακόμα να σου πουν και την αντίθετη άποψη. Είμαι ένας άνθρωπος που αισθάνεται πολύ γερά στα πόδια του όταν μπορεί να συμβουλευτεί ανθρώπους που είναι πολύ πιο ικανοί, πολύ πιο έξυπνοι, πολύ πιο προχωρημένοι από εμένα, και πραγματικά εξάντλησα το ρεπερτόριο. Δεν περίμενα να κατέβει μια καταπληκτική ιδέα στο μυαλό μου. Αναζήτησα τη συνεισφορά των άλλων και επιδίωξα τον συγκερασμό ανάμεσα στο μεγαλόπνοο και στο απολύτως πρακτικό. Αντλησα αυτοπεποίθηση από τον κόσμο. Αισθάνθηκα σιγουριά».

Ας πούμε πως αυτή είναι η δική της άσκηση αυτογνωσίας. Και σε αυτή την άσκηση η κυρία Αγγελοπούλου συστήνεται επίσης ως μια «παθιασμένη Ελληνίδα», αλλά και ως ένας άνθρωπος που προσπαθεί πάντα να ανοίγει πόρτες στους νέους, ίσως επειδή «προβάλλω επάνω τους τα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησα εγώ όταν ήμουν στην ηλικία τους». Ας πάμε λοιπόν στο δικό την παρελθόν: «Ξέρετε, όταν ο Κώστας Σημίτης μου ζήτησε να αναλάβω την επιτροπή για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ μου είχε συστήσει να λάβω γραπτές εγγυήσεις. Δεν εμπιστεύομαι, μου είχε πει, τους έλληνες πολιτικούς. Δεν τον άκουσα. Πιστεύω πως κανένα τέτοιο συμβόλαιο δεν σε κατοχυρώνει, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να βρεις όλους τους τρόπους για να συνεργαστείς με τους γύρω σου».

Δεν μπορούμε επομένως παρά να κλείσουμε από τη σκοπιά της εθνεγερτικής σκοπιμότητας: Για όλα αυτά εξεγέρθηκαν πριν από 200 χρόνια οι Ελληνες. Εξεγέρθηκαν για να μπορούμε εμείς σήμερα να συνεργαζόμαστε, να αναγνωρίζουμε φίλους και συμμάχους, να μηχανευόμαστε τρόπους όχι μόνο επιβίωσης αλλά και επιτυχίας.