Ο διάλογος προ τριμήνου στα γραφεία της Περισπωμένης με τον εκδότη μου. Του έχω ζητήσει να επανεκδώσει την «Ησυχία»*, ένα βιβλίο για το νοσοκομείο. Μου απαντά:

– Δεν είναι λίγο νωρίς;

– Από ποιας απόψεως; Σε σχέση με τι;

– Για τη διαγραφή σας. Τη διαγραφή από τα μητρώα.

– Το όνομα δεν καταλήγει να διαγραφεί. Επανέρχεται κατά τη διαγραφή του.

– Και τι μας ενδιαφέρουν τα ονόματα;

– Το όνομα θέλει εξάπαντος να εγγραφεί. Εξ ου και η αναγκαιότητα της λογοτεχνίας.

Δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ ότι το βιβλίο αυτό, που παιδεύεται από την αρρώστια για την οποία διατείνεται ότι μιλά, θα με περίμενε σε επανέκδοση του σώματός μου πριν από μία εβδομάδα, σε ένα άλλο νοσοκομείο αυτή τη φορά. Θα καταλάβαινα εκ των υστέρων ότι το βιβλίο αυτό για την αρρώστια και τον ανθρώπινο πόνο και την ανυπεράσπιστη στα νοσοκομεία μουσική έφτασε προπορευόμενο της άφιξής του, όπως ένα γράμμα, μια ταχυδρομική κάρτα, ένα συμβόλαιο ή μια διαθήκη που στέλνει κανείς στον εαυτό του πριν αναχωρήσει για ένα μεγάλο ταξίδι, λίγο ή πολύ μεγάλο, διατρέχοντας πάντα τον κίνδυνο να πεθάνει καθ’  οδόν, κατά την πορεία, με ελπίδα επίσης να συμβεί αυτό και το μήνυμα να αποτελέσει αρχείο, και μάλιστα άφθαρτο μνημείο τού καθ’ οδόν που διεκόπη. Το ντοκουμέντο είναι κωδικοποιημένο, θα παραμείνει μυστικό αν οι «δικοί του» πεθάνουν πριν από την επιστροφή του «συγγραφέα» του. Αλλά οι «δικοί του» θα είναι όλοι αυτοί που θα γνωρίζουν να αποκωδικοποιήσουν και κατ’ αρχάς να συγκροτηθούν ως προς την ιστορία τους μέσω της διαθήκης αυτού του κώδικα. Αυτοί που θα γνωρίζουν ή θα πιστέψουν ότι γνωρίζουν. Η «Λογοτεχνική επινόηση» είναι λοιπόν ήδη στο παιχνίδι. (Ντεριντά)

Στο ταξί, επιστρέφοντας στο σπίτι, μια φράση του Χέμινγκγουεϊ: Ο κόσμος τσακίζει πολλούς. Και πολλοί γυρνάνε στα τσακισμένα μέρη, αλλά τη δεύτερη φορά τούς σκοτώνει. Συμπληρωμένη προδρομικά: Ο θάνατος είναι η σωτηρία, αλλά όχι αυτός. (Κάφκα)

Θάλπος της αρρώστιας, φωτάκι μόλις ορατό μιας ανεξήγητης ηρεμίας μες στα σκοτάδια. Μια στιγμιαία παύση της αμείλικτης καταδίωξης απ’ τις Μαινάδες του πόνου. Ελάχιστη διαμονή στα σκεπά με την αγωνιώδη απορία γιατί η περιδίνηση δεν άρχισε πάλι, όπως στη μεγάλη φουρτούνα όπου για λίγα λεπτά το καράβι σταμπιλάρει, το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο ακινητεί και μόλις οι καμαρότοι που προλαβαίνουν ν’ αποσύρουν την πάπια απ’ τα σεντόνια.

Αυτοσαρκάζομαι; Εχω παντρευτεί το πλεμόνι μου. Γάμος μοργανατικός, αφού είμαι η Βασίλισσα.

Κι επίσης: «Αγαθόν το εξομολογείσθαι». Παλιές συμβουλές, παλαιά απαρέμφατα.

Κι ακόμα: Εισιτήριο χωρίς ἐπιστροφή. Νυκτερινό εκδοτήριο, με τον νυσταγμένο ταμία, που ετοιμάζεται να κλείσει.

Ενίσταται, διότι η επιγραφή «Κλειστόν» δεν εστράφη προς τον αιτούντα.

Μια εικόνα: Σε κύκλο γύρω από τον φωτεινό πίνακα οι ακτινολόγοι, με την ακτινογραφία στο μανταλάκι. Ο ίδιος, ανά τους αιώνες, χορός των γερόντων.

Πόσο θα ήθελε να τους γράψει στ’ αρχίδια του.

«Ο απίστευτος αυτός θίασος – συνιστούν μια ανθρωπότητα πιο αλλόκοτη απ’ αυτή που βλέπουμε στη Νυκτερινή περίπολο του Ρέμπραντ». (Προυστ)

Επισημαίνει ο Μπλανσό:

– Θα διαρκέσουν όλα αυτά πολύ;

– Για πάντα, εάν τα αντιλαμβάνεστε ως διάρκεια.

Δεν είναι τότε φυσικό να βροντοφωνάξεις:

– Συνάρρωστοι, συνάρρωστοι!

Σαν να φώναζε: «Συναγωνιστές!»

Αλλα προς τι οι θούριοι και οι παιάνες; Να θραύσουν ποια δεσμά; Σε ποιες ελπίδες να εναποθέσουν την έγερση;

Ολα τα εμπόδια να έχει υπερπηδήσει – ξύλινους φράχτες, σκάμματα αβαθή. Να έχει πολλές φορές επαναλάβει, αποθεούμενος, τη διαδρομή. Να θεωρεί τον εαυτό του αήττητο, ώσπου στο τέλος ένα στραβοπάτημα να διαστρέφει το πόδι. (Στα ουρητήρια.)

Αλλά εκ των υστέρων ας μην πω ότι η επανέκδοση (του σώματος του βιβλίου) υπήρξε μια βλακώδης φιλοδοξία σε αυτό τον αγώνα χωρίς ανταγωνιστή:

Νομίζει ότι παραβγαίνει τη ζωή, γράφοντας την άτακτη υποχώρησή του στην επιφάνεια μιας σελίδας. Δεν είναι όμως τόσο αφελής, ώστε να μην αντιλαμβάνεται πως αυτά που γράφει ασθμαίνων είναι ασυναγώνιστα. Και ουδόλως θα επηρεάσει τη φορά της γραφής, ακόμη και αν οι ατελείωτες σελίδες τού δίνουν την εντύπωση αβύσσου. Εφόσον υπάρχει τέλος, έχει υπάρξει αρχή, και η φιγούρα του ανάμεσα στους αντικριστούς καθρέφτες θα σβήσει, δοκιμάζοντας την ειλικρίνεια της ορατότητας. Και το φως έχει τα όριά του.

* Η «Ησυχία» κυκλοφορεί σε οριστική έκδοση από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Τα πλαγιογραφημένα στοιχεία του παρόντος κειμένου αποτελούν αποσπάσματα από αυτήν.