Στις 8 Σεπτεμβρίου έφυγε από τη ζωή η Ελγκα Καββαδία, περισσότερο γνωστή ως ανιψιά του Νίκου Καββαδία. Το έργο της ζωής της, όμως, ήταν οι παιδικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα.

Ενα έργο που γεννήθηκε μέσα από τη συνάντηση δύο πολύ ιδιαίτερων γυναικών, με εξαιρετική παιδεία, τόλμη και πάθος και οι δύο, της Ανέτ Σλουμπερζέ και της Ελγκας Καββαδία.

Η Ανέτ Σλουμπερζέ χρηματοδότησε το Δίκτυο Παιδικών Βιβλιοθηκών στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Εχοντας ήδη, από το 1965, ιδρύσει και λειτουργήσει μια βιβλιοθήκη στο υποβαθμισμένο προάστιο του Κλαμάρ στο Παρίσι, αποφασίζει 13 χρόνια αργότερα, έχοντας στενές σχέσεις με την Ελλάδα, να φτιάξει μια αντίστοιχη βιβλιοθήκη εδώ. Μετά από έρευνες και επαφές καταλήγει στην ίδρυση της πρώτης παιδικής βιβλιοθήκης το 1978, στην Ελευσίνα. Γράφει η Ελγκα Καββαδία:

«…Αρχίσαμε να κάνουμε μια έρευνα στις προβληματικές περιοχές της Αθήνας. Η περιοχή που επιλέξαμε ήταν η Ελευσίνα, περιοχή με μεγάλο αριθμό παιδιών εργατών (ναυπηγεία, βιομηχανία σιδήρου, τσιμέντα), μολυσμένη ατμόσφαιρα, ανύπαρκτο κοινωνικό εξοπλισμό.

Ζητήσαμε τη συμμετοχή του τοπικού φορέα για την εξασφάλιση του κατάλληλου χώρου καθώς και των εξόδων συντήρησης.

Εμείς αναλαμβάναμε τη διαμόρφωση του χώρου, την επίπλωση, το υλικό (βιβλία, διαφάνειες, ταινίες, αφίσες, μηχανήματα προβολής) καθώς και τη μισθοδοσία του προσωπικού.

Η βιβλιοθήκη άνοιξε τον Μάιο του 1978. Οι προβλέψεις για τη λειτουργία της δεν διακρίνονταν από ενθουσιασμό, δηλαδή υπήρχε κάποια δυσπιστία ως προς την προσέλευση των παιδιών. Αυτό αποδείχθηκε τελείως λανθασμένο. Γιατί αυτό που εννοούσαν στην Ελλάδα βιβλιοθήκη ήταν μάλλον μια αποθήκη με μερικά βιβλία που είχαν βρεθεί εκεί κατά τύχη και τα περισσότερα ήταν ανούσια, χωρίς ενδιαφέρον. Από την πρώτη μέρα η προσέλευση των παιδιών ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες μας».

Και συνεχίζει: «Να δημιουργηθούν βιβλιοθήκες στην Ελλάδα ήταν το πρόγραμμα μιας ολόκληρης ζωής, κυρίως όταν πρόκειται το πρόγραμμα αυτό να επεκταθεί σε μια ολόκληρη χώρα. Να μάθουν να αγαπούν το διάβασμα, να ανακαλύψουν, διαβάζοντας, πώς ζουν οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά σήμερα, πώς ζούσαν χθες, πώς θα ζήσουν αύριο, αυτό είναι ένα προνόμιο που θέλησα να φτάσει ως τα παιδιά τα απομονωμένα σε βουνά και σε νησιά».

Ετσι ξεκίνησε στην Ελλάδα η ιστορία των παιδικών Βιβλιοθηκών. Αργότερα, το 1981, όταν υπουργός Γεωργίας ήταν ο Κωνσταντίνος Σημίτης, δημιουργήθηκαν, αρχικά, 22 παιδικές βιβλιοθήκες σε όλη την Ελλάδα, σε συνεργασία με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Το πρώτο δίκτυο βιβλιοθηκών γεννήθηκε από τη γενναιοδωρία της Γαλλίδας Annette Schlumberger, την καλλιέργεια, την παιδεία και το πάθος της Ελγκας Καββαδία και τη βούληση ενός πολιτικού. Το κέντρο αυτού του δικτύου εγκαταστάθηκε στην οδό Φιλελλήνων αρχικά και κατόπιν στην οδό Ερμού 56 και αργότερα στην οδό Πεσμαζόγλου, τροφοδοτώντας τις βιβλιοθήκες κάθε μήνα με καινούργια βιβλία και άλλο εποπτικό υλικό και συντηρώντας μια βιβλιοθήκη περίπου 10.000 τίτλων για την παιδική λογοτεχνία και το παιδικό βιβλίο.

«Η πρώτη μέρα λειτουργίας της Παιδικής Βιβλιοθήκης στο Βελβεντό, Οκτώβρης ’83, ήταν γιορτή που συνεχίστηκε για 27 χρόνια» αφηγείται ο Γιώργος Τσιουκάνης, δήμαρχος στο Βελβεντό τη δεκαετία του ’80. «Ο,τι καινούργιο επιχειρούνταν τότε στην επαρχία στη σφαίρα του πολιτισμού, ήταν ανοργάνωτος αυθορμητισμός, κράμα ημιμάθειας και ομιχλώδους στόχου. Σπάνια στέριωνε κάτι. Για να κατακτήσει την κοινωνική του θέσμιση όφειλε και να κουμπώσει με την ίδιο-τροπία, το ύφος και ήθος των τοπικών «κοινών», διατηρώντας με διαφάνεια και αξιοπρέπεια την αυτονομία του».

Η Παιδική Βιβλιοθήκη κούμπωσε από την πρώτη μέρα ως καλοδεχούμενη έκπληξη στην τοπική κοινωνία. Η Ελγκα δίπλα της, με σεβασμό στον μόχθο και τρόπο των αγροτών, σαρώνοντας όμως αντιστάσεις της κλειστής κοινωνίας, πείθοντας και διεμβολίζοντας αγκυλώσεις και στερεότυπα με τη συναίνεση των κατοίκων, προσπερνώντας ιδιοτέλειες και ανασφάλειες οικογενειών και σχολείων, αποσπώντας τα παιδιά από το σημειωτόν της συνήθειας και ταξιδεύοντάς τα στον κόσμο. Ρίζωσε ως θεσμικό ανάλογο της παιδικής ηλικίας: αναγνωστήριο, ησυχαστήριο, τόπος και τρόπος μετοχής σε κοινότητα πιτσιρίκων, καφενείο και κατασκήνωσή τους, τυπογραφείο, θέατρο, μουσική, τέχνες, ορμητήριο περιπλάνησης προς τον έξω κόσμο. Για 27 χρόνια μεγάλωνε παιδιά με αυτενέργεια.

Το 2010 το υπουργείο Παιδείας την έκλεισε. Κλείδωσε και πέταξε το κλειδί.

Σήμερα, ανακατασκευάζεται από τον δήμο και τον επόμενο χρόνο θα ξανανοίξει, ως δημοτική. Στοίχημα και πρόκληση αυτοδιοίκησης. Αλλά μόνη αυτή. Χωρίς Δίκτυο Παιδικών Βιβλιοθηκών και Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου.

Annette και Ελγκα λείπουν εκκωφαντικά. Μένει όμως ζωντανός οδηγός ο στόχος τους για τις Παιδικές Βιβλιοθήκες: ομαδική ζωή – φροντισμένο περιβάλλον – ηρεμία – διάλογος – διήγηση – ανάγνωση – το παιδί να είναι μόνο του, να μετέχει και να αυτενεργεί, χωρίς υπερπροστασία και καταπίεση, ήσυχο κι ελεύθερο να κάνει τις επιλογές του, να ανακαλύψει εαυτό και κόσμο».

«Γνώρισα την Ελγκα Καββαδία το 1998, όταν μετά από διαγωνισμό ανέλαβα τη θέση της υπευθύνου στην Παιδική Βιβλιοθήκη της Νέας Ερυθραίας, σήμερα Search Παιδική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς. Είκοσι τρία χρόνια μετά, εκτιμώ τη μεγάλη τύχη μου να συνεργαστώ μαζί της» συμπληρώνει η Κατερίνα Φρουζάκη, υπεύθυνη μιας βιβλιοθήκης που συνεχίζει μέχρι σήμερα τη λειτουργία της στα πρότυπα που καθιέρωσε η Ελγκα Καββαδία. Και συνεχίζει: «Βιβλία όλων των κατηγοριών, πολλές φορές ακριβά, επιλεγμένα με αυστηρά κριτήρια, αποστέλλονταν τακτικά σε μεγάλα χαρτόκουτα σε όλες τις Βιβλιοθήκες. Τα κουτιά με τα βιβλία τα άνοιγαν τα παιδιά. Σε αυτά απευθύνονταν, αυτά έπρεπε πρώτα να τα βγάλουν με λαχτάρα ένα-ένα, να τα ξεφυλλίσουν, να τα χαρούν, να επιλέξουν ποιο θα πρωτοδανειστούν, να τα σχολιάσουν, να ξεκινήσουν επί τόπου να τα διαβάζουν. Μέσα σε κάθε κουτί υπήρχε και ένα «Θέμα»-πρόταση για να δουλευτεί από όλους εμάς στη Βιβλιοθήκη. Κάποια από τα καινούργια βιβλία και πολλά από αυτά που ήδη βρίσκονταν στα ράφια υποστήριζαν κάθε Θέμα όσο γινόταν πιο σφαιρικά, ανοίγοντας καινούργιες διακλαδώσεις για νέες αναζητήσεις. Ιστορία, βιογραφίες και μαρτυρίες, λευκώματα τέχνης, επιστήμες, ταξιδιωτικοί οδηγοί και χάρτες, που μας οδηγούσαν σε παλιούς και καινούργιους πολιτισμούς, σε κόσμους του χθες και του σήμερα».

Η Ράνια Ζωίδου μοιράζεται τη δική της εμπειρία ως υπεύθυνης για τα προγράμματα του Οργανισμού Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών (όπως μετονομάστηκε το Κέντρο αργότερα) από το 1997 έως το 2010: «Ανάμεσα στα τόσα σημαντικά που μου έμαθε η κυρία Ελγκα, ήταν και αυτό: να δουλεύω με κέφι. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου να προκύπτει από πραγματική διάθεση. Τότε μόνο θα δημιουργούσαμε κάτι διασκεδαστικό, επομένως και ενδιαφέρον για τα παιδιά. Υποστήριζε ότι κανένα θέμα δεν είναι βαρετό, αρκεί η παρουσίαση και το ξεδίπλωμά του να γίνουν με έξυπνο τρόπο. Να μην είναι η προσέγγιση διδακτική, να μη θυμίζει διδασκαλία υποχρεωτική. Αυτό ήταν το άτυπο μάθημα που μου έδινε εκείνη διαρκώς. Το υλικό της κεντρικής βιβλιοθήκης έκρυβε θησαυρούς, γεγονός που οφειλόταν στην κυρία Ελγκα: Δεν έχανε καμία ευκαιρία για να ανανεώσει τη συλλογή με «σπάνια» βιβλία. Κάθε δωρεά γινόταν δεκτή κι ας γέμιζαν οι αποθήκες, γιατί ανάμεσα στα αναμενόμενα, όλο και κάποιο λαβράκι βρισκόταν. Μετά από κάθε επαγγελματικό της ταξίδι παραπονιόταν για την ταλαιπωρία με τις θεόβαριες αποσκευές, αλλά «πού θα ξαναβρίσκαμε τέτοια λευκώματα;». Και κάθε εβδομάδα ξεκοκαλίζαμε τις εφημερίδες που παρουσίαζαν τις νέες εκδόσεις μην τυχόν μας ξεφύγει τίποτα».

«Η Ελγκα Καββαδία σεβάστηκε την ηλικία των παιδιών, χωρίς όμως να τα υποτιμάει. Ο τρόπος που ήθελε να τους ανοίξει τον κόσμο του βιβλίου είχε τα στοιχεία της έκπληξης, του θαυμαστού, του ιδιαίτερου. Απευθυνόταν στα παιδιά με λόγο ανεπιτήδευτο για να τους μιλήσει για τη γοητεία του απλού, την ομορφιά της λαϊκής παράδοσης, τη δύναμη της τέχνης, την αξία της ποίησης και της λογοτεχνίας. Αυτά στη Βιβλιοθήκη ήταν και είναι καθημερινότητα για τα παιδιά. Τα παιδιά έρχονται, διαλέγουν το βιβλίο τους και κάθονται αναπαυτικά να το απολαύσουν μόνα τους. Είναι παιδιά που ξέρουν ότι στη Βιβλιοθήκη δεν θα πλήξουν, θα βρουν πάντα κάτι που θα τα ενδιαφέρει να διαβάσουν, να παρακολουθήσουν, να συζητήσουν» λέει η Κατερίνα Φρουζάκη.

Αποψη της Ελγκας Καββαδία ήταν πως μια βιβλιοθήκη δεν αξιολογείται μόνο με νούμερα, αλλά και με τον τρόπο που μπορεί να αλλάξει τη ζωή έστω κι ενός ανθρώπου. Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός, παιδί στο Βελβεντό τη δεκαετία του ’80, γράφει: «Ενα είναι σίγουρο: στη βιβλιοθήκη άρχισα να ανακαλύπτω έναν κόσμο με πολλαπλές δυνατότητες για γνώση και διασκέδαση∙ άρχισα να κοινωνικοποιούμαι, να γίνομαι δραστήριος. Βιβλία, κόμικς, άτλαντες, παιχνίδια, σκάκι, δίσκοι, συζητήσεις, εκδρομές, επαφή με άγνωστα πράγματα – διψούσα για όλα αυτά και η βιβλιοθήκη μού τα πρόσφερε» (άρθρο του Γιάννη Παλαβού στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookbook.gr: www.bookbook.gr/ άρθρα – με – αφορμή – τα – βιβλία/817 – βιβλιοθήκες, – πόλεις – στο – βυθό).

Το 2011, ύστερα από περίπου 30 χρόνια λειτουργίας και συνεργασίας υπουργείου Παιδείας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι βιβλιοθήκες του Οργανισμού Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών θα κλείσουν οριστικά και ο πλούτος του υλικού τους αλλά και της αποστολής τους θα τερματιστεί χωρίς έντονες διαμαρτυρίες. Το έργο θα μείνει μια φωτεινή στιγμή που λίγοι θυμούνται και ανακαλούν ως παράδειγμα.

Και έτσι γεννιούνται σε εμάς που ζήσαμε αυτή την εμπειρία κάποιες ερωτήσεις:

Υπήρχε ανάγκη στις τοπικές κοινωνίες για τέτοιο έργο;

Δημιούργησε το δίκτυο ανάγκες έτσι ώστε να ριζώσει;

Αυτές οι κυψέλες κοσμοπολιτισμού, με βιβλία και αφίσες από όλα τα μουσεία της Γαλλίας, μηνιαία προγράμματα για διάφορα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτιστικά θέματα, άλλαξαν τον τρόπο ζωής και αντίληψης των παιδιών που μεγάλωσαν μέσα στους προσεγμένους χώρους τους;

Πολύ περισσότερο, πώς συντέλεσαν στο να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί η παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα, οι αντιλήψεις για την οργάνωση και λειτουργία των παιδικών βιβλιοθηκών αλλά και την εκπαίδευση και τον τρόπο διδασκαλίας στα σχολεία;

Πώς διαχειριστήκαμε, κράτος αλλά και τοπικές κοινωνίες, μια τέτοια κληρονομιά;

Και τέλος, είναι πολυτέλεια για ένα φτωχό κράτος να συντηρεί ένα τέτοιας οργάνωσης δίκτυο βιβλιοθηκών;

Τα λόγια της Αν Σλουμπερζέ, σε συνέντευξή της στο «Βήμα» στη Χαρά Κιοσσέ, δίνουν κάποιες απαντήσεις: «Συναντήσαμε τον ενθουσιασμό των παιδιών. Οπως ενθουσιασμό συναντήσαμε και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο φτωχοί και αν ήταν οι δήμοι και οι κοινότητες όπου στήσαμε τις βιβλιοθήκες. Συναντήσαμε όμως και πλήρη αδιαφορία από την πλευρά των κυβερνήσεων που δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Μετά από 15 χρόνια βρίσκομαι στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα. Δεν έχουν καταλάβει ότι μια βιβλιοθήκη δεν σημαίνει βιβλία σε ένα ράφι, αλλά είναι μια ολόκληρη εμπειρία που έχει να ζήσει κανείς με τα παιδιά».

«Ανθρωπος των επιλογών, η Ελγκα Καββαδία δημιούργησε και διατήρησε έως το 2010 έναν θεσμό που απευθύνθηκε στα παιδιά όλης της Ελλάδας, όλων των κοινωνικών στρωμάτων, κρίνοντας ότι για να μεγαλώσουν πολίτες με κρίση αξίζει να τους δοθεί το καλύτερο.

Κι αν ο θεσμός καταργήθηκε, κι αν οι Βιβλιοθήκες της Ανέτ και της Ελγκας έκλεισαν, τα χιλιάδες παιδιά που τις έζησαν, σίγουρα θα θυμούνται τις στιγμές που χωμένα στα μαξιλάρια και ξαπλωμένα στις φλοκάτες ή σκυμμένα πάνω στα τραπέζια διάβαζαν ωραία βιβλία, ακούγοντας μουσική», συνοψίζει η Κατερίνα Φρουζάκη και η Ράνια Ζωίδου κλείνει με μια τελευταία εικόνα της Ελγκας Καββαδία: «Στην τελευταία μας συνάντηση, στο σπίτι της, μετέφραζε το τρίτο βιβλίο του Μπινμπίν για την Αγρα. «Είναι κάτι εκφράσεις μαροκινές, δεν φαντάζεσαι πόσο με πονοκεφαλιάζουν!». Κι όμως, στο βλέμμα της διακρινόταν το κέφι.

Η κυρία Ειρήνη Βοκοτοπούλου είναι υπεύθυνη εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου, 1988-1994.