Η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ), που υπογράφεται από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη και τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου Νότη Μηταράκη, έχει μόνο ένα άρθρο. Με αυτό αποφασίζεται η κατάρτιση εθνικού καταλόγου ασφαλών τρίτων χωρών στον οποίο εντάσσεται η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για αιτούντες άσυλο από Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Σομαλία. Το ένα αυτό άρθρο όμως είναι αρκετό για να επισφραγίσει την αυστηροποίηση της προσφυγικής πολιτικής στην ΕΕ και την απώλεια ακόμα περισσότερης αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη-μέλη.

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», δόθηκαν οδηγίες προς την Υπηρεσία Ασύλου ώστε να εξαιρεθούν από την ΚΥΑ όλα τα ασυνόδευτα ανήλικα κάτω των 15 ετών καθώς και εκείνα που είναι 15-18 ετών και δεν διαθέτουν οικογενειακό δίκτυο στην Τουρκία.

Ανησυχία από οργανώσεις

Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσφύγων με τις οποίες επικοινώνησε «Το Βήμα» εκφράζουν ανησυχία επειδή δεν έχει γίνει σαφές αν οι αιτήσεις ασύλου υπηκόων από τις πέντε αυτές χώρες (πλην των παραπάνω εξαιρέσεων) θα απορρίπτονται συλλήβδην ως απαράδεκτες ή θα υπάρχει η δυνατότητα εξατομικευμένης εξέτασης του αιτήματος και πόσο εύκολη θα είναι η χρήση της δυνατότητας αυτής. Προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια εξαίρεση ή διέξοδος, για παράδειγμα, για αιτούντες Κούρδους από τη Βόρεια Συρία που δεν είναι καλοδεχούμενοι στην Τουρκία.

Σύμφωνα με το υπουργείο Μετανάστευσης, οι αιτούντες από Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Σομαλία «αποδεδειγμένα δεν κινδυνεύουν στη γείτονα χώρα λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής τους σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» και συνεπώς μπορούν να επιστραφούν στην Τουρκία για να αιτηθούν άσυλο εκεί.

Στην πράξη η επιστροφή των υπηκόων από τις πέντε αυτές χώρες δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, καθώς η Τουρκία έχει πάψει να δέχεται επιστροφές από την Ελλάδα από τον Μάρτιο του 2020 λόγω κορωνοϊού. Ηδη εκκρεμεί από τον Ιανουάριο αίτημα προς την Αγκυρα για την επιστροφή περισσότερων από 1.450 ατόμων των οποίων η αίτηση για άσυλο έχει απορριφθεί. Η επιστροφή τους στην Τουρκία βασίζεται στην Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 για το Προσφυγικό.

Πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν από πρώτο χέρι την κατάσταση εξηγούν μιλώντας στο «Βήμα» ότι η συσσώρευση απορριφθέντων, που αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί λόγω της άρνησης της Τουρκίας να δεχθεί επιστροφές, δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα στην Ελλάδα, πρώτον, επειδή οι ροές έχουν μειωθεί πάρα πολύ τα δύο τελευταία χρόνια (κατά 80% πέρυσι και περαιτέρω 73% μέχρι στιγμής εφέτος) και, δεύτερον, επειδή οι απορριφθέντες προς επιστροφή θα κλείνονται στα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ) που θα αρχίσουν να λειτουργούν εντός του καλοκαιριού στη Σάμο, στην Κω και στη Λέρο. Η δημιουργία δύο ακόμα ΠΡΟΚΕΚΑ, στη Λέσβο και στη Χίο, βρίσκεται σε εξέλιξη.

Σκοπός «να περιοριστεί το κίνητρο»

Με δεδομένο ότι επιστροφές στην Τουρκία δεν πραγματοποιούνται εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο, ο στόχος της κυβέρνησης από την ανακήρυξη της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «να περιορίσει το κίνητρο» όσων σκοπεύουν να περάσουν παράτυπα στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, «όταν κάποιος ξέρει ότι δεν θα αναγνωριστεί ως πρόσφυγας στην Ελλάδα, δεν έχει λόγο να έρθει και θα αναζητήσει διαφορετική δίοδο προς την Ευρώπη».

Αν και το ότι η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα για ορισμένες εθνικότητες προσφύγων υπάρχει στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, από το ανώτατο επίπεδο, εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, η χρονική στιγμή που επελέγη για να υπογραφεί η ΚΥΑ οφείλεται, όπως εξηγούν κυβερνητικές πηγές μιλώντας στο «Βήμα», στη μείωση των προσφύγων και μεταναστών που φιλοξενούνται στα νησιά (από 42.000 σε λιγότερους από 10.000 σήμερα) καθώς και στις μειωμένες ροές.

«Περισσότερες απε-λάσεις και νέα κέντρα»

«Το 2020 ο στόχος ήταν ο περιορισμός των ροών και η αποσυμφόρηση των νησιών, ενώ το 2021 είναι περισσότερες απελάσεις και νέα κέντρα» τονίζουν οι ίδιες πηγές. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι στους 18 μήνες που θα κρατούνται στα ΠΡΟΚΕΚΑ πολλοί απ’ όσους απορρίπτονται με βάση την ΚΥΑ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αυτή την εβδομάδα, θα πείθονται να επαναπατριστούν εθελοντικά. Οι εθελούσιες επιστροφές με το πρόγραμμα του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης είναι πολύ ευκολότερο να πραγματοποιηθούν σε σχέση με τις απελάσεις στη χώρα καταγωγής ή τις αναγκαστικές επιστροφές στην Τουρκία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, οι Σύροι, Αφγανοί, Πακιστανοί, Μπανγκλαντεσιανοί και Σομαλοί αποτελούν το 77% των αιτούντων άσυλο που εισήλθαν στην Ελλάδα από τις αρχές του 2021. Η Τουρκία παραμένει η χώρα που φιλοξενεί τους περισσότερους πρόσφυγες στον κόσμο, γύρω στα 4 εκατομμύρια.

Γιατί «γκρινιάζουν» οι εταίροι και τι απαντά η Ελλάδα

Η ανακήρυξη της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, που υπάρχει στην ευρωπαϊκή συζήτηση από την προσφυγική κρίση του 2015, θα μειώσει εμμέσως τις δευτερογενείς ροές αναγνωρισμένων προσφύγων από την Ελλάδα προς τη Δυτική Ευρώπη, για τις οποίες πολλή και έντονη συζήτηση γίνεται τελευταίως – με πρώτη τη Γερμανία. Την 1η Ιουνίου, έξι υπουργοί Εσωτερικών και Μετανάστευσης από τη Γερμανία (Χορστ Ζεεχόφερ), τη Γαλλία (Ζεράλντ Νταρμανέν), το Βέλγιο (Σαμί Μαχντί), το Λουξεμβούργο (Ζαν Ασελμπορν), την Ολλανδία (Ανκι Μπρόεκερς Κνολ) και την Ελβετία (Κάριν Κέλερ) συνυπέγραψαν επιστολή προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην οποία διαμαρτύρονται για τις δευτερογενείς ροές αναγνωρισμένων προσφύγων από την Ελλάδα προς τις χώρες τους. Οι πρόσφυγες αυτοί έχουν λάβει ταξιδιωτικά έγγραφα από την Ελλάδα, όπως απαιτούν οι διεθνείς συμβάσεις, τα οποία τούς επιτρέπουν να ταξιδέψουν εντός της ζώνης Σένγκεν για 90 ημέρες. Αλλά μετά το πέρας των 90 ημερών επιλέγουν να παραμείνουν στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή όπου αλλού έχουν ταξιδέψει.

Τι ζητούν έξι χώρες-μέλη

Για την Αθήνα αυτό αφορά ζήτημα παραβίασης των κανονισμών Σένγκεν και όχι προσφυγικό πρόβλημα. Στην επιστολή τους προς την Επιτροπή, την οποία έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», οι έξι υπουργοί αναφέρουν ότι οι πρόσφυγες χρησιμοποιούν το δικαίωμά τους να ταξιδέψουν από την Ελλάδα προς τις έξι χώρες για λόγους οικογενειακούς ή τουρισμού και στη συνέχεια καταθέτουν συμπληρωματική αίτηση για άσυλο εκεί. «Μόνο στη Γερμανία, περισσότερα από 17.000 άτομα που έλαβαν διεθνή προστασία στην Ελλάδα έχουν καταθέσει συμπληρωματική αίτηση ασύλου από τον Ιούλιο του 2020» αναφέρει η επιστολή.
Οι έξι υπουργοί ζητούν από την Επιτροπή να δώσει χρήματα στην Ελλάδα ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης και ένταξης των προσφύγων και «να μπει άμεσο τέλος στην κατάχρηση των ταξιδιωτικών εγγράφων από τους πρόσφυγες».
Εκφράζουν επίσης έντονα παράπονα για το ότι αιτούντες αναχωρούν μέσω κυκλωμάτων από την Ελλάδα για να καταθέσουν αίτηση ασύλου στις έξι ευρωπαϊκές χώρες αλλά τα εθνικά δικαστήρια των χωρών αυτών δεν επιτρέπουν την επιστροφή των αιτούντων στην Ελλάδα ως πρώτη χώρα υποδοχής, όπως ορίζει ο Κανονισμός του Δουβλίνου. Γι’ αυτό ζητούν να παρέχει η Αθήνα ατομική διαβεβαίωση για κάθε αιτούντα άσυλο ότι θα του εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ διαβίωσης ώστε τα εθνικά δικαστήρια των έξι χωρών να επιτρέψουν τις επιστροφές στην Ελλάδα μέσω του Κανονισμού του Δουβλίνου.

Η απάντηση της Αθήνας

Το σκληρό ύφος της επιστολής δείχνει τη δυσκολία που υπάρχει στην ΕΕ για την υιοθέτηση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, το οποίο χρόνια είναι υπό διαπραγμάτευση. Μάλιστα όσο αργεί η υιοθέτησή του τόσο δυσκολότερη γίνεται η κατάσταση, όπως φαίνεται από μερικές χώρες που συνυπογράφουν την επιστολή, οι οποίες συγκαταλέγονται στις αλληλέγγυες προς την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες υποδοχής προσφύγων του Νότου.
Στην επιστολή-απάντηση του Ν. Μηταράκη τονίζεται ότι η Αθήνα «δεν ευθύνεται για τυχόν “παράτυπες” δευτερογενείς ροές» δεδομένου ότι βεβαιώνεται πως «μόνο επιβάτες με κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα ταξιδεύουν εκτός Ελλάδας». Η Ελλάδα κάνει ό,τι μπορεί για να μειώσει τις πρωτογενείς ροές και μόνο αν τα κράτη-μέλη συμβάλουν στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ θα περιοριστούν αναλόγως και οι δευτερογενείς ροές. Εξάλλου, όπως αναφέρει η επιστολή, το πρόβλημα δεν είναι η «κατάχρηση» των ταξιδιωτικών εγγράφων από τους πρόσφυγες αλλά η υψηλή ανεργία στην Ελλάδα που τους κάνει να αναζητούν δουλειά και ένταξη σε άλλη χώρα.