Η σχέση οικονομίας και πολιτικής είναι σχέση πλήρους αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης. Η ισχυρή οικονομία επιφέρει πολιτική σταθερότητα και πολιτική ισχύ. Κατ’ αναλογίαν, η πολιτική σταθερότητα και η πολιτική ισχύς ευνοούν στον μέγιστο βαθμό την ανάπτυξη της οικονομίας.

Η οικονομία της Τουρκίας «νοσεί» πολύ σοβαρά επί μακρόν: ο επίσημος πληθωρισμός εγγίζει το 17% (ο «ανεπίσημος» είναι σχεδόν διπλάσιος), η τουρκική λίρα έχει υποστεί αλλεπάλληλες υποτιμήσεις (1$= 8,30 τουρκικές λίρες) και θεωρείται πολύ πιθανόν ότι θα υποτιμηθεί περαιτέρω, το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση», το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας έχει ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη, οι ξένοι επενδυτές απομακρύνονται όσο περισσότερο μπορούν από την Τουρκία και το βιοτικό επίπεδο των τούρκων πολιτών έχει καταποντιστεί.

Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αναπόφευκτα θα επιδεινωθεί το προσεχές διάστημα για μία σειρά λόγων:

1. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ την 24η Απριλίου 2021 αναμφίβολα θα οξύνει περαιτέρω τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις ούτως ή άλλως έχουν διαταραχθεί σοβαρά μετά την εμμονή της Τουρκίας στο ζήτημα των ρωσικών πυραύλων S-400 και τη συνακόλουθη αποπομπή της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αμερικανικών stealth μαχητικών αεροσκαφών F-35. Εάν, μάλιστα, ο Ρ. Τ. Ερντογάν επιλέξει να «αναμετρηθεί» σε πολιτικό επίπεδο με τον Τζο Μπάιντεν, είναι βέβαιο ότι θα επακολουθήσουν επώδυνες οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες θα τραυματίσουν ακόμα περισσότερο την τουρκική οικονομία και θα «εξαϋλώσουν» το εναπομείναν προσωπικό «πολιτικό κεφάλαιο» του τούρκου προέδρου στο εσωτερικό της χώρας του.

2. Η πανθομολογούμενη πολιτική αστάθεια εντός της Τουρκίας (με τούρκους πολίτες να συλλαμβάνονται διαρκώς ως αντιφρονούντες) και η «θαλασσοταραχή» που ο τούρκος πρόεδρος προκαλεί στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου θα έχει βαρύτατες επιπτώσεις και στον τουρισμό της Τουρκίας. Οι επιπτώσεις αυτές θα είναι ακόμα πιο έντονες, καθώς τα υγειονομικά δεδομένα της Τουρκίας λόγω του κορωνοϊού είναι πολύ επιβαρυμένα, εν αντιθέσει με την ασυγκρίτως καλύτερη υγειονομική κατάσταση της Ελλάδος. Θα πρέπει να μη λησμονούμε άλλωστε ότι η Ελλάδα, η κύρια ανταγωνίστρια της Τουρκίας στις τουριστικές υπηρεσίες, έχει επιτύχει διά του εμβολιαστικού της προγράμματος ακόμα και τη δημιουργία πλήθους covid-free νησιών (μεταξύ αυτών και το Καστελλόριζο με τους υψηλούς του συμβολισμούς…), τα οποία θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών.

3. Η επιλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να στραφεί προσφάτως εναντίον (και) των ρωσικών συμφερόντων (εξάγοντας προϊόντα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας στην Ουκρανία) αναπόφευκτα «υπενθύμισε» στον Βλαντίμιρ Πούτιν και προηγούμενα πολιτικά/γεωπολιτικά ολισθήματα του τούρκου προέδρου. Ταυτοχρόνως, η εκπεφρασμένη βούληση του Ερντογάν να μεταβάλει το καθεστώς των Στενών με το νέο «μεγαλεπήβολο έργο» που οραματίζεται αναμφίβολα υπονομεύει πρωτίστως τα συμφέροντα της Ρωσίας. Ως εκ τούτου, το θέρος πολλά μπορεί να φέρει στην Τουρκία από τη Ρωσία, ρώσους τουρίστες όμως αποκλείεται να φέρει…

Ο τούρκος πρόεδρος βρίσκεται ενώπιον μιας πολύ επώδυνης επιλογής: Θα πρέπει ή να εγκαταλείψει άμεσα τη νεο-οθωμανική και εμπρηστική του πολιτική ή να επινοήσει (ανύπαρκτες) λύσεις για τη διάσωση της καταρρέουσας τουρκικής οικονομίας.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Παΐδας είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ