Η αποπλάνηση, η κακοποίηση και πολύ περισσότερο ο βιασμός ανηλίκων είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, πράξεις ειδεχθείς, ποινικά κολάσιμες και κοινωνικά απεχθείς.

Η ελληνική κοινωνία ιεραρχεί πολύ ψηλά τα κακουργήματα αυτά, τα αντιμετωπίζει σχεδόν όπως τα φονικά, δεν συμβιβάζεται, ούτε συμφιλιώνεται με τα πρόσωπα που δρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία τους, ακόμη και τον αποκλεισμό τους από τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.

Αυτή η αρχή διέπει τους περισσότερους των Ελλήνων και των Ελληνίδων και γι’ αυτό μέγας είναι ο σκανδαλισμός και ακόμη μεγαλύτερη η καταδίκη και η αποστροφή της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών για τις αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών.

Αντιστοίχως, η ελληνική κοινωνία αποστρέφεται και την πολιτική εκμετάλλευση τέτοιων φαινομένων και περιστατικών, ιδιαιτέρως την ευκολία με την οποία εκτοξεύονται κατηγορίες και αποδίδεται συνευθύνη σε πολιτικά πρόσωπα και δυνάμεις που επέλεξαν και προσέφεραν δημόσια θέση σε,  εκ των υστέρων, κατηγορούμενους για βιασμούς και κακοποίηση ανηλίκων, όπως συμβαίνει τώρα με τον ποινικά διωκόμενο πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.

Τα υποτιθέμενα λογικά και συνδυαστικά άλματα που επιχειρούν ορισμένοι για να εκτοξεύσουν κατηγορίες εναντίον του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης είναι επιεικώς απαράδεκτα.

Οι υπαινιγμοί ότι τον γνώριζαν κοινωνικά, θαύμαζαν την τέχνη του και άρα τον επέλεξαν, παρότι ήξεραν τα αμαρτήματά του, είναι το λιγότερο υπεραπλουστευτικοί και νοσηροί μαζί, αποτελέσματα φασίζουσας και νεοαυριανικού τύπου προσέγγισης.

Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υιοθετούνται πολιτικά κακοποιητικές και αβάσιμες υποθέσεις, που θέλουν τους πάντες ενσωματωμένους σε κύκλωμα προαγωγής και προμήθειας ανηλίκων στους φερόμενους βιαστές.

Και βεβαίως λανθασμένη και προβληματική επίσης είναι η παραποίηση φωτογραφιών προκειμένου να επιτευχθεί πρόκληση της κοινής γνώμης και να υποστηριχθεί έτσι το όποιο πολιτικό επιχείρημα εναντίον των εκδοχών του νεοαυριανισμού.

Αθροιζόμενα όλα αυτά βυθίζουν τη Δημοκρατία στα Τάρταρα, επαναφέρουν τη χώρα σε καταστάσεις εχθροπάθειας, μίσους και ακραίου πολιτικού διχασμού, σαν κι αυτόν που επικράτησε στον καιρό της χρεοκοπίας και των μνημονίων.

Η Ελλάδα έχει συσσωρεύσει πολύ πικρές εμπειρίες από εκείνα τα χρόνια της μεγάλης έντασης.

Τυχόν επιστροφή στη βία των «αγανακτισμένων», μεταξύ των ετών 2010-2012, μόνο καταστροφές θα έφερνε στη χώρα.

Γνωρίζουν άπαντες πια ότι εκείνες οι συνθήκες εχθροπάθειας και πολιτικού μίσους κόστισαν στον ελληνικό λαό, επιμήκυναν τον χρόνο και διόγκωσαν το βάρος της ύφεσης, πληγώνοντας καίρια την οικονομία και τους πολίτες πρωτίστως.

Χρειάστηκαν κοντά δέκα χρόνια προκειμένου να ξεπεραστούν οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις της περιόδου και να βρεθεί υποτυπωδώς κοινός τόπος.

Να γίνει, δηλαδή, εν τέλει αποδεκτή η υιοθέτηση της δικής μας εντατικής προσπάθειας για να εξασφαλιστεί η εξομάλυνση των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που διαμόρφωσε η χρεοκοπία.

Θα συνιστούσε έγκλημα σε βάρος της χώρας και των πολιτών της να περιέλθουμε και πάλι σε κατάσταση ακραίας πόλωσης, επειδή ορισμένοι δεν συμφιλιώθηκαν με την απώλεια της εξουσίας ή επειδή κάποιοι άλλοι επιλέγουν την υπεράσπιση της τωρινής εξουσίας με κάθε μέσο.

Περιττό δε να σημειώσουμε ότι η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τριπλή κρίση, υγειονομική, οικονομική και εθνική. Ο κορωνοϊός θα μας συνοδεύει για καιρό ακόμη, η ανάκαμψη της οικονομίας παραμένει αβέβαιη και οι επιθετικοί γείτονες επιμένουν να προπαρασκευάζουν νέα επεισόδια στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Εχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμη προκειμένου να επιτύχουμε σχετική ομαλοποίηση των συνθηκών. Θα συνιστούσε εθνικό έγκλημα ενδεχόμενη διολίσθηση στη νοσηρότητα του σκοτεινού Διαδικτύου.