Εχω την εντύπωση και ελπίζω πως δεν σφάλλω ότι τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αναφέρονται σε εποχές εξαιρετικά δύσκολες και όχι σπάνια σε καταστάσεις καταστρεπτικές και επικίνδυνες αλλά και την ίδια στιγμή μεγαλειώδεις για τον εθνικό βίο μας. Δεν θέλω, ούτε και νομίζω πως έχει νόημα να αρχίσω από την εθνική μας επανάσταση και τον αντίκτυπό της τόσο στη λογοτεχνία μας όσο και στην τέχνη μας γενικότερα. Ούτε και χρειάζεται να προσκομίσω παραδείγματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και προφανώς από τον Εμφύλιο. Καλώς ή κακώς (καλώς θα έλεγα) τα μεγάλα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας έχουν θέμα τις εθνικές συμφορές. Η περίπτωση του Παπαδιαμάντη είναι το δίχως άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καθώς τα αριστουργηματικά διηγήματά του κυρίως μέσα από την ατομική, από την προσωπική του δυστυχία εκλαμπρύνουν τα βασανάκια των άλλων. Να ελπίσουμε, λοιπόν, ότι αυτή η εποχή του νέου Κακού θα γίνει αφορμή να γεννηθούν έργα υψηλά; Δεν το γνωρίζω, ή μάλλον δεν είμαι βέβαιος ότι τούτο θα συμβεί επί των ημερών μου…

Οπως και να έχουν τα πράγματα, η εποχή μέσα στην οποία διαβιούμε είναι ολωσδιόλου ιδιαίτερη. Η κάθε μέρα, η κάθε ώρα εγκυμονεί κινδύνους τόσο ώστε οτιδήποτε μέλλει να τεχθεί την επιούσα φέρνει προς το τερατώδες. Εκτός βέβαια και αν… Εκτός και αν προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε, πέρα από τα ιατρικής φύσεως αντισώματα, τους ανάλογους προστατευτικούς μηχανισμούς εθνικής, κοινωνικής και οπωσδήποτε παιδευτικής τάξεως. Θα ερωτήσει κάποιος πώς και έγινε μέσα σε παλαιότερες εποχές κινδύνου και αβεβαιότητας να μην έχουμε αποκτήσει όλα εκείνα τα αντισώματα που θα μπορούσαν να μας προστατεύουν από όλα τα μελλοντικά δεινά. Γιατί και πώς συνέβη να μην μπορέσουμε να αποκτήσουμε μέσα στους αιώνες ένα είδος λογικών και ηθικών εμβολίων που θα μας κρατούσαν ασφαλείς και αμόλυντους από τα κάθε είδους και μορφής ανθυγιεινά πάθη.

Ποιος o λόγος και δεν έγιναν έτσι τα πράγματα; Απλούστατα άλλος είναι ο λοιμός των σωμάτων και άλλος ο λοιμός, η λοιμική της ψυχής. Δεν θέτουμε το ερώτημα ποιο από τα δύο είδη είναι χειρότερο, ωστόσο φαίνεται ότι μας ενδιαφέρει περισσότερο η μόλυνση του σώματός μας και προς εκεί, άλλωστε, τρέπονται όλες οι προσπάθειες της ιατρικής επιστήμης. Είναι η σωματική και οπωσδήποτε η ψυχική υγεία, θα έλεγα, που μας ενδιαφέρουν περισσότερο. Και καλά κάνουμε. Ωστόσο το ένα είδος λοιμού είναι μετρήσιμο, θα έλεγα, αφορά ζωντανούς οργανισμούς, ενώ η άλλη λοιμική αφορά την ψυχή μας. Ομως μέσα στη λογοτεχνία τόσο η μία όσο και η άλλη λοιμική, τόσο η σωματική όσο και η ψυχική ασθένεια, θεραπεύονται κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ο «Λοιμός» του αγαπημένου μου Ανδρέα Φραγκιά είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα.

Να αφεθούμε, λοιπόν, μέσα στην πανδημία, να προστατευτούμε ή και να γιατρευτούμε από τη λογοτεχνία; Προφανώς ναι, επειδή αυτό το κακό που μας ηύρε έχει να κάνει όχι μόνο με τη σωματική αλλά και με την ψυχική μας υγεία. Κυρίως με αυτή, θα έλεγα. Η ανάγνωση ενός βιβλίου ή έστω ενός μικρού κειμένου, ο απαιτούμενος στοχασμός και η αναγκαία προσοχή που καταβάλλουμε μας βοηθούν να διαφεύγουμε από την άχαρη στενωπό της καθημερινότητας και να αντιμετωπίζουμε τις πολλαπλές δυσκολίες. Και τούτο γίνεται χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθούμε, καθώς συμβαίνει κατά την ανάγνωση να βρίσκεται καθένας μας ενώπιος ενωπίω, όπως λένε. Η αυτοσυγκέντρωση, πιστεύω, οδηγεί στην αυτοπροστασία. Οταν, λ.χ., μελετώ ένα κείμενο ή διαβάζω ένα βιβλίο, αυτό με κάνει να διαβαίνω ο ίδιος εγώ, να «περνώ» δηλαδή μέσα από αυτό το κείμενο, να το διατρέχω. Μόνος; Μόνος, βέβαια, αλλά όχι και μοναχικός. Καθώς διαθέτουμε πολλούς εαυτούς, ένας από αυτούς είναι και εκείνος ο αναγνώστης-εγώ που συνομιλεί με τον ταραγμένο εαυτό μας. Αποτέλεσμα, κάποια στιγμή τα βρίσκουμε μεταξύ μας στη διάρκεια αυτής της κοινής πορείας, έτσι καθώς διαβαίνουμε – διαβάζουμε τις ανοικτές σελίδες που διατρέχουμε. Είναι ακριβώς εκείνη η ώρα κατά την οποία αναγιγνώσκοντας ένα κείμενο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μαζί και τους άλλους. Αυτό εξάλλου επιδιώκει, πιστεύω, όχι μόνο η ανάγνωση ενός κείμενου, αλλά και (οπωσδήποτε) η παραγωγή του, η ανάπτυξή του. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο αληθής και εν ταυτώ ταπεινός σκοπός και του παρόντος κειμένου. Να εκ-τεθεί πρώτα ως προσωπικό δημιούργημα (όποιας τάξεως) και στη συνέχεια να ανα-γνωσθεί, να ανα-γνωρισθεί από τον φιλέρευνο ανα-γνώστη. Και προφανώς να κριθεί. Αλλωστε κάθε κείμενο προσφέρει ιδέες και νοήματα στον αναγνώστη και την ίδια στιγμή το ίδιο το κείμενο παίρνει τη σημασία του από εκείνον.

*Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.