Εχω την εντύπωση ότι ο Μητσοτάκης έχει βρει ένα κόλπο. Το οποίο δυσκολεύεται να κατανοήσει η αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάζεται.  

Πάμε λίγα χρόνια πίσω. Μιλώντας προ ημερών στη Βουλή ο Τσίπρας θύμισε ότι η ΝΔ ήταν αντίθετη στην επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο και γι’ αυτό η κυβέρνησή του δεν την προχώρησε.

Ο Τσίπρας έχει δίκιο.

Ουδείς φυσικά τον εμπόδιζε να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα. Ούτε είχε καμιά υποχρέωση να λάβει υπόψη του τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης, όπως δεν τις είχε υπολογίσει και για τις Πρέσπες.

Αλλά δεν το έκανε. Κανένα πρόβλημα. Το έκανε τώρα ο Μητσοτάκης.

Νομίζω ότι ήδη από την αντιπολίτευση είχε καταλήξει στην άποψη ότι κανένα ζήτημα δεν είναι από μόνο του σημαντικό. Το σημαντικό είναι να κόβεις το οξυγόνο στον αντίπαλο. Να μην του δίνεις χώρο και ανάσες.

Το εφάρμοσε με επιτυχία, όπως έδειξε το αποτέλεσμα.

Και τώρα που βρίσκεται στην κυβέρνηση κάνει ακριβώς το ίδιο κόλπο: κόβει το οξυγόνο της αντιπολίτευσης.

Σε κάθε θέμα που ανοίγει σπεύδει να στρογγυλοκαθίσει στην κεντρώα θέση, στη θέση δηλαδή εύλογης ισορροπίας. Και αφήνει την αντιπολίτευση (αν δεν την σπρώχνει κιόλας…) να εξοκείλει αριστερά ή δεξιά.

Ετσι εξέθεσε την Εκκλησία και τους «ψεκασμένους» στο θέμα του κορωνοϊού και των εμβολίων.

Ετσι εκθέτει τον ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα τάξης και φυσικά στα ζητήματα παιδείας.

Ετσι εξέθεσε τους «τουρκοφάγους» αλλά και τους «δωσίκωλους» στα ελληνοτουρκικά.

Ετσι εκθέτει τους συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς ή τους πανεπιστημιακούς και τους πρυτάνεις στο θέμα των πανεπιστημίων.

Οταν η κυβέρνηση καπαρώνει έναν «μεσαίο δρόμο» στην πολιτική αντιπαράθεση, τότε η αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη είτε να μπατάρει δεξιά, είτε να μπατάρει αριστερά, είτε να μην κάνει αντιπολίτευση.

Αυτή η δοκιμασμένη συνταγή από την εποχή της αντιπολίτευσης δοκιμάζεται τώρα από την κυβέρνηση. Επιδιώκει να εκφράζει το «κοινό αίσθημα» μιας ευρείας πλειονότητας, και όχι τις συμβάσεις, τις βεβαιότητες ή τα στερεότυπα κάθε μειοψηφίας.

Να θυμίσω κάτι. Τον Μάιο 2018, ο Μητσοτάκης είχε ξεσηκώσει αντιδράσεις λέγοντας στην τηλεόραση ότι τον 17χρονο σήμερα δεν τον νοιάζει τι έγινε το 1963 με τη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε ασχολείται με Γκοτζαμάνηδες και τρίκυκλα.

Τελικά είχε δίκιο. Οι κυρίαρχες αντιλήψεις συγκροτούνται στη βάση των δεδομένων της σημερινής πραγματικότητας, και όχι κάποιας ιδεατής πολιτικής μνήμης.

Ετσι και τώρα. Τα πανεπιστήμια δεν αντιμετωπίζονται από την ευρεία πλειονότητα της κοινωνίας ως «βάσεις αντίστασης» κατά της χούντας, της Ακροδεξιάς ή του αστυνομικού κράτους, αλλά ως προβληματικές και αρρωστημένες περιπτώσεις που πρέπει να θεραπευτούν.

Οσο λοιπόν πιάνει το κόλπο κι όσο ο Μητσοτάκη στερεί από την αντιπολίτευση χώρο και οξυγόνο, δεν θα είναι εύκολο να απειληθεί.

Ιδίως αν παίρνει μπόνους διάφορες απρόκλητες και ακατανόητες απόπειρες αυτοκτονίας, όπως του ΣΥΡΙΖΑ με τον Κουφοντίνα ή της Γεννηματά με τον Λοβέρδο.

Ο πραγματικός κίνδυνος για τον Μητσοτάκη είναι η υπερέκθεση και η πολυπραγμοσύνη.

Διότι αν όντως αληθεύει (προσωπικά δυσκολεύομαι να το πιστέψω…) ότι εν μέσω πανδημίας, ελληνοτουρκικών και οικονομικής κρίσης, ο Πρωθυπουργός ασχολείται με το να βρει… πρόεδρο στην ΕΠΟ, τότε φοβούμαι ότι σε λίγο κινδυνεύει να κάνει τον ρέφερι σε κανένα τοπικό πρωτάθλημα.

Εως ότου αρχίσει να βαράει και τα κόρνερ!

ΛΥΣΗ

Αντιλαμβάνομαι ότι διάφοροι πρυτάνεις και κάποιες Σύγκλητοι δεν θέλουν τη φύλαξη των Πανεπιστημίων από την Αστυνομία. 

Υποτίθεται ότι δημιουργείται πρόβλημα στο αυτοδιοίκητο.

Αλλά καμία αντίρρηση. Για όλα υπάρχει λύση.

Οσοι λοιπόν μετέχοντες στα όργανα διοίκησης των αυτοδιοικούμενων ΑΕΙ δεν θέλουν φύλαξη από άλλους θα αναλάβουν τη φύλαξη εκείνοι. Και για να μη λουφάρουν (που δεν το πιστεύω…) θα φέρουν προσωπικά την ποινική και αστική ευθύνη όσων ζημιών ή αδικημάτων διαπραχθούν στους χώρους των οποίων έχουν αναλάβει τη φύλαξη.

Δεν είναι δύσκολο. Μπορεί να γίνει (όπως λέγαμε παλιά) «με έναν νόμο και ένα άρθρο».