Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ύφεση που προκαλείται από την αναγκαστική παύση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να προστατευτεί η ζωή των ανθρώπων από την πανδημία, αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2020 με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει νέο κύμα κορωνοϊού και ότι θα επιστρέψει ο κόσμος στην ανάπτυξη.

Οι προβλέψεις για τις ανεπτυγμένες χώρες είναι χειρότερες καθώς εκτιμάται ότι η ύφεση θα φτάσει στο περίπου 7%, 6% στις ΗΠΑ και 9% στην Ευρωπαϊκή Ενωση για το 2020. Η επιστροφή στην ανάπτυξη το 2021 δεν θα καλύψει το «χαμένο έδαφος» παρά μόνο σε έναν βαθμό. Μόνο η Κίνα αναμένεται να μείνει σχεδόν αλώβητη. Οικονομολόγοι στους διεθνείς οργανισμούς υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ύφεση ανάλογη ή μεγαλύτερη του 1929 και σίγουρα σοβαρότερη από την κρίση του 2007-2008. Ειδικότερα στη χώρα μας, οι προβλέψεις, που αναφέρονται στον πρόσφατα κατατεθέντα προϋπολογισμό, ανεβάζουν την ύφεση του 2020 στο 10,5% και την επιστροφή στην ανάπτυξη το 2021 στο 4,8%, ενώ εκτιμούν ότι το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ.

Για να αντιμετωπιστεί η ύφεση και να επισπευστεί η ανάκαμψη στη μετά τον κορωνοϊό εποχή, επιχειρείται δημόσια παρέμβαση:

– μέσω της νομισματικής πολιτικής με αύξηση της προσφοράς χρήματος με πολύ χαμηλά επιτόκια και χρήση του εκδοτικού προνομίου των κεντρικών τραπεζών και

– μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής με τη διανομή επιδομάτων, φορολογικές διευκολύνσεις και δημόσιες επενδύσεις. Το μέγα πρόβλημα της νομισματικής πολιτικής είναι ότι η προσφορά φθηνού χρήματος δεν καταλήγει σε ιδιωτικές επενδύσεις για αύξηση της πραγματικής παραγωγής, αλλά σε επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που προφανώς αποφέρουν άμεσα και μεγαλύτερα κέρδη. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η κατανάλωση παραμένει υποτονική και συνεπώς δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αύξηση της πραγματικής παραγωγής με ιδιωτικές επενδύσεις.

Φαίνεται ότι ούτε οι δημόσιες δαπάνες, που κατευθύνονται στην αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων των εργαζομένων και των κερδών των επιχειρήσεων, ούτε οι δημόσιες επενδύσεις είναι αρκετές για να συμβάλουν στην αύξηση της ζήτησης (καταναλωτικής και επενδυτικής) που θα παρασύρει την παραγωγή και τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

Ειδικότερα στην ευρωζώνη, το πρόγραμμα της νομισματικής χαλάρωσης άνω του ενός τρισεκατομμυρίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει επενδυτική «φρενίτιδα» στην πραγματική οικονομία και καταναλωτική «καταιγίδα». Δεν συμβαίνει όμως τίποτα από τα δύο. Χρειάζεται συνεπώς δημόσια παρέμβαση με μια γενναιότερη δημοσιονομική πολιτική χωρίς τον φόβο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Εξάλλου, η συνεισφορά του Ταμείου Ανάπτυξης της ΕΕ είναι σημαντική για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στις υπερχρεωμένες χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου, χωρίς αύξηση των δημοσιονομικών τους ελλειμμάτων.

Ειδικότερα στην Ελλάδα η αύξηση των δημοσίων δαπανών με την ενίσχυση του προαναφερόμενου Ταμείου αναμένεται να συμβάλει στην επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών επιδόσεων (3,5% ετησίως) την επόμενη δεκαετία, όπως προβλέπει το Σχέδιο Ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, και έτσι να περιοριστεί το ήδη υψηλό και αυξανόμενο, λόγω πανδημίας, χρέος της χώρας μας.

Γενικότερα, στην ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ, καθώς η νομισματική πολιτική φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όριά της, η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη που θα αντισταθμίσει τα υπάρχοντα και δημιουργούμενα δημόσια χρέη λόγω της πανδημίας, όπως έγινε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ταχύρρυθμη ανάπτυξη που ακολούθησε περιόρισε δραστικά τα τεράστια χρέη του πολέμου.

Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός