Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η εκπόνηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου και κυρίως η εφαρμογή του έχει μεγάλη σημασία. Προσανατολίζει τη δράση της κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης και των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας προς επιθυμητούς από την πλειονότητα της κοινωνίας στόχους. Προφανώς, οι κοινωνίες αποτελούνται από διαφορετικά στρώματα και ομάδες συμφερόντων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο σχεδιασμός πρέπει να πείθει και να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι με τους χειρισμούς της κυβέρνησης κάθε κοινωνικό στρώμα μπορεί να επωφεληθεί λιγότερο ή περισσότερο από τις προτεινόμενες αλλαγές. Επιπλέον, το σχέδιο πρέπει να προσφέρει ένα κοινό για όλους τους πολίτες όραμα που θα πείθει ότι η υλοποίησή του θα οδηγήσει σε μια κοινωνία πιο ανεπτυγμένη και πιο δίκαιη. Διαφορετικά το προτεινόμενο αναπτυξιακό σχέδιο, ακόμη κι αν είναι τεχνοκρατικά άρτιο, δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχούς υλοποίησης.

Στη χώρα μας η εφαρμογή των αναπτυξιακών σχεδίων είχε σχεδόν πάντα ελάχιστη επιτυχία για πολλούς λόγους. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα «περίφημα» πενταετή προγράμματα της μεταπολεμικής περιόδου, αρκεί να δούμε ποια τύχη είχαν οι Εκθέσεις του καθηγητή Σπράου στη δεκαετία του ’90 και αργότερα και άλλες προσπάθειες στρατηγικού σχεδιασμού, με τελευταία την Εκθεση Mc Kinsey πριν δέκα χρόνια. Το σχέδιο διαρθρωτικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε με τα τρία αλληλοδιαδεχόμενα «Μνημόνια» κατόρθωσε – με μεγάλο κοινωνικό κόστος και με την απειλή της χρεοκοπίας – να εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά, αλλά ουδέποτε έγινε «κτήμα» της ελληνικής κοινωνίας και συνεπώς ελάχιστα κατόρθωσε στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων.

Η σημερινή ενδιάμεση Εκθεση του καθηγητή Πισσαρίδη περιλαμβάνει προτάσεις που αφορούν σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της οικονομίας (φορολογικό σύστημα, επενδύσεις κ.λπ.), στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης και στο ασφαλιστικό σύστημα. Οι προτάσεις, που θα εξειδικευτούν στη συνέχεια, είναι αποτέλεσμα μελέτης της σημερινής πραγματικότητας μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, εν μέσω πανδημίας και ενώπιον της νέας τεχνολογικής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής. Στόχο έχουν τη βελτίωση της δομής και της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, ώστε να γίνει πιο παραγωγική και διεθνώς ανταγωνιστική αξιοποιώντας τους ευρωπαϊκούς πόρους 72 δισ. ευρώ που εξασφάλισε για τα επόμενα 7 χρόνια η Κυβέρνηση κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ.

Το ζητούμενο είναι αυτό το μεταρρυθμιστικό σχέδιο να μην έχει την τύχη των προηγούμενων αναπτυξιακών σχεδίων.

Προσπαθώντας να εξηγήσουμε τη δυσκολία εφαρμογής των αναπτυξιακών-μεταρρυθμιστικών σχεδίων στη χώρα μας θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μεταξύ άλλων την, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, έλλειψη εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας προς το κράτος και αξιοπιστίας του κράτους προς τους πολίτες, το πελατειακό πολιτικό σύστημα, την ολιγωρία και τον κομματισμό της δημόσιας διοίκησης, το έλλειμμα παιδείας, τη δυσκολία πολιτικών συναινέσεων και κυρίως τον κατακερματισμό των οικονομικών συμφερόντων. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, ακόμη και στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων, αλλά και των οικογενειών, τα συμφέροντα είναι  συχνά αντιφατικά, καθώς η μισθωτή εργασία συνδυάζεται με επιχειρηματική δράση μέσα στην «απέραντη θάλασσα» μικρών επιχειρηματιών, πολυαπασχολούμενων και αυτοαπασχολούμενων στον αστικό και τον αγροτικό τομέα. Ετσι, ο οικονομικός ορθολογισμός λειτουργεί στο ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, αλλά σπάνια σε κοινωνικό, πράγμα που δυσχεραίνει τον σχηματισμό συμπαγών πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών για την επίτευξη προσδιορισμένων στόχων.

Χρειάζεται συνεπώς μεγάλη πολιτική ικανότητα και αξιοπιστία στους χειρισμούς της κυβέρνησης προκειμένου να εμπεδωθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη της  κοινωνίας προς το κράτος και να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν πιο συμπαγείς συμμαχίες, ώστε το σημερινό σχέδιο να μπορέσει να εφαρμοσθεί. Τέτοια δείγματα έχει δώσει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα με την επιτυχή αντιμετώπιση τόσο της πανδημίας όσο και της επιθετικότητας των γειτόνων μας.

Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας ΕΚΠΑ, μέλος της Εθνικής Επιτροπής «Ελλάδα 2021», πρώην υπουργός.