Κορυφώνονται οι διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία πριν την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ που θα διεξαχθεί στις 17-18 Ιουλίου.

Στόχος είναι να επιτευχθεί ο μεγάλος συμβιβασμός που θα δώσει την ευκαιρία στις ευρωπαϊκές χώρες να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους μετά το ισχυρό πλήγμα που επέφερε το πρώτο κύμα του κοροναϊού.

Η ελληνική πλευρά επενδύει πολλά στις παρασκηνιακές διεργασίες που εντείνονται τα τελευταία 24ωρα με στόχο να υπάρξει συμφωνία. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται άλλωστε και η χθεσινή επικοινωνία που είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την Άνγκελα Μέρκελ.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές ο έλληνας πρωθυπουργός (ο οποίος μεταβαίνει σήμερα στις Βρυξέλλες) τόνισε προς την καγκελάριο της Γερμανίας την ανάγκη να διατηρηθεί στο ακέραιο το ύψος των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που προτείνει η Κομισιόν, καθώς επίσης να υπάρξουν γρήγορες κινήσεις για να προληφθούν αποφάσεις που έχουν προεξοφληθεί από τις αγορές, εν όψει μάλιστα του επερχόμενου δεύτερου κύματος της πανδημίας που δεν θα αργήσει να ξεσπάσει.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η σημασία του δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση αφού στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα λάβει ολόκληρο το πακέτο των 32 δισ. ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.

Κυβερνητικές πηγές, πάντως, τονίζουν ότι ο πρωθυπουργός δεν τρέφει αυταπάτες πηγαίνοντας στη Σύνοδο Κορυφής. Οι «σκληρές» χώρες του Βορρά, όπως η Ολλανδία και η Δανία, εξακολουθούν να περνούν το μήνυμα ότι δεν βιάζονται, εμμένοντας στις ενστάσεις τους. Σε αυτό το δεδομένο αποδίδεται άλλωστε η δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ «δεν θα πόνταρα τα πάντα στη 18η Ιουλίου».

Έτοιμοι για συμβιβασμό

Ο έλληνας πρωθυπουργός διαμηνύει στις τηλεφωνικές επαφές που έχει τις τελευταίες ημέρες τα δύο κομβικά σημεία, τα οποία αναμένεται να υπερασπιστεί ενώπιον των ομολόγων του: Αφενός να μην τεθούν ειδικές προϋποθέσεις που θα παραπέμπουν σε μνημόνια, αφού αρκεί η αυστηρή εποπτεία στο πλαίσιο του ελέγχου που γίνεται κάθε εξάμηνο, και αφετέρου η κάθε χώρα να μάθει εξαρχής ολόκληρο το ποσό που της αναλογεί ώστε να καταρτίσει σαφές χρονοδιάγραμμα μεσοπρόθεσμων δράσεων για την οικονομία της.

«Να μη γυρίσουμε στις πατρίδες μας χωρίς κοινή λύση…» ήταν το μήνυμα του έλληνα πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος επανέλαβε το ίδιο ακριβώς στην επιστολή του προς τους αρχηγούς των 27 κρατών-μελών, αναφέροντας με νόημα ότι «η εξεύρεση συμφωνίας θα απαιτήσει σκληρή δουλειά και πολιτική βούληση από την πλευρά όλων».

Διπλωματικές πηγές αφήνουν πάντως όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, εκτιμώντας ότι οι εργασίες θα συνεχιστούν και την Κυριακή, αλλά και ότι θα υπάρξει επαναληπτική Σύνοδος έως το τέλος του μήνα εφόσον δεν υπάρξει διέξοδος.

Τζεντιλόνι: Θα υπάρξει συμφωνία

Τη βεβαιότητά του ότι θα υπάρξει συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης εξέφρασε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι  μιλώντας στα «ΝΕΑ», στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε χθες σε τρεις ανταποκριτές ευρωπαϊκών Μέσων στις Βρυξέλλες.

Ο κ. Τζεντιλόνι τόνισε για άλλη μία φορά ότι τα σχέδια ανάκαμψης δεν είναι μνημόνια και πως οι σχετικές προτάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν προτεραιότητες βάσει των συστάσεων ανά κράτος της Κομισιόν, όπου αποτυπώνονται «τα κυριότερα ζητήματα για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις» και βάσει των τριών στρατηγικών στόχων της ΕΕ: της ανθεκτικότητας των κοινωνιών, της πράσινης συμφωνίας και της ψηφιακής μετάβασης.

«Η σύστασή μου είναι να διαλέξουν [τα κράτη] μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις με μελλοντικό ορίζοντα, και να επικεντρωθούν σε ορισμένες προτάσεις εκ των συστάσεων… Δεν θέτουμε αιρεσιμότητα, δεν δίνουμε συγκεκριμένες οδηγίες».

Για το Next Generation EU ο Π. Τζεντιλόνι δήλωσε πως «είμαι βέβαιος ότι θα εγκριθεί αυτό το Σαββατοκύριακο», τονίζοντας ότι «αποτελεί μοναδική ευκαιρία» τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δεν αποτελεί «ενίσχυση κρατικών προϋπολογισμών ή χρήματα από το ελικόπτερο».

Ωστόσο, ο Ιταλός επίτροπος δεν απέκλεισε απολύτως την ύπαρξη αιρεσιμότητας και παράλληλα τόνισε ότι «η πρόταση του Σαρλ Μισέλ στη διακυβέρνηση είναι το πιο ακραίο όριο όπου μπορούμε να φέρουμε τον ρόλο του Συμβουλίου και να μειωθεί ο ρόλος της Κομισιόν», αναφερόμενος στο ακανθώδες ζήτημα για τον τρόπο που θα λαμβάνεται η απόφαση για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου.