Την άνοιξη του 2005, ο βρετανός υπήκοος Γκάι Ένραϊτ, λογιστής της ελεγκτικής εταιρείας KPMG στις Βερμούδες, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από έναν άνδρα με βαριά βρετανική προφορά που συστήθηκε ως Νικ Χάμιλτον. Ο Χάμιλτον του είπε ότι έπρεπε να τον δει από κοντά.

Χωρίς αμφιβολία, ο Ένραϊτ ένιωσε προβληματισμένος. Εκείνη την περίοδο εργαζόταν για μία όχι και τόσο συνηθισμένη ανάθεση που είχε λάβει η KPMG από τον υπουργό Οικονομικών των Βερμούδων: να ελέγξει και να αναφέρει τις οικονομικές δραστηριότητες ενός μεγάλου επενδυτικού fund, του IPOC, το οποίο είχε έδρα στις Βερμούδες και μετοχές κυρίως σε μεγάλες ρωσικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών.

Κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία ο Χάμιλτον εκμυστηρεύτηκε στον Ένραϊτ ότι έπρεπε να μιλήσουν για ένα θέμα που είχε «επιπτώσεις για την εθνική ασφάλεια της Μεγάλης Βρετανίας» και του ζήτησε να μην ενημερώσει τους ανώτερούς του στην KPMG. Λίγα δευτερόλεπτα σκέψης αργότερα ο Ένραϊτ συμφώνησε να συναντήσει τον Χάμιλτον, σε δημόσια θέα. Ο Χάμιλτον άμεσα έκλεισε τραπέζι για το ραντεβού τους που θα γινόταν λίγες ημέρες μετά στο φημισμένο εστιατόριο «Little Venice», στην πρωτεύουσα των Βερμούδων που όλως τυχαίως ονομάζεται Χάμιλτον…

Όταν ο Ένραϊτ εμφανίστηκε στο εστιατόριο πέρα από τον Χάμιλτον τον περίμενε και μία όμορφη νεαρή γυναίκα, η οποία συστήθηκε ως «Λιζ από το Λάνγκλεϊ» – τοπωνύμιο το οποίο ο υπάλληλος της KPMG αυτόματα συνδύασε με την περιοχή όπου βρίσκονται τα κεντρικά της CIA. Ενώ κάθονταν στο τραπέζι ο Χάμιλτον του εξήγησε ότι χρειαζόταν τη βοήθειά του για μία «άκρως απόρρητη» αποστολή που άπτεται θεμάτων της Βρετανικής εθνικής ασφάλειας. Όμως, είπε ο Χάμιλτον, για να μπορέσουν να προχωρήσουν θα έπρεπε πρώτα να υποβληθεί σε ένα ειδικό ερωτηματολόγιο των Βρετανικών Αρχών, ώστε να διασφαλιστεί ότι είναι ικανός. Τα έγγραφα με τις ερωτήσεις που εμφάνισε ο Χάμιλτον έφεραν στο πάνω μέρος τους τη σφραγίδα της Βρετανικής κυβέρνησης, και ο Ένραϊτ πρόθυμα απαντούσε δίνοντας πληροφορίες για τους γονείς του, τις πολιτικές πεποιθήσεις του, την επαγγελματική σταδιοδρομία του, το ποινικό μητρώο του.

Στρατολόγηση

Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Χάμιλτον και ο Ένραϊτ ξανασυναντήθηκαν – αυτή τη φορά σε μπαρ. Εκεί ο Ένραϊτ έμαθε ότι πέρασε το τεστ και ότι σκοπός του Χάμιλτον ήταν να τον στρατολογήσει ώστε να παρέχει πληροφορίες για την έρευνα της KPMG στις δραστηριότητες του IPOC, του fund που είχε ξεκινήσει να ελέγχει στα πλαίσια της ανάθεσης από το υπουργείο Οικονομικών των Βερμούδων. Οι παραδόσεις των εμπιστευτικών εγγράφων του ελέγχου του IPOC καθώς και απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων με στελέχη του fund που είχε η KPMG θα γίνονταν σε ένα πλαστικό δοχείο κάτω από έναν μεγάλο βράχο σε τοποθεσία που υπέδειξε ο Χάμιλτον.  Οι δύο τους δεν θα συναντούνταν κατά την παράδοση-παραλαβή του υλικού, ο Ένραϊτ θα τα τοποθετούσε στο δοχείο τη μία μέρα, και σε επόμενο χρονικό διάστημα ο Χάμιλτον θα πήγαινε στο σημείο και θα τα έπαιρνε.

Η αλήθεια είναι ότι ο Νικ Χάμιλτον δεν ήταν τότε βρετανός πράκτορας, ούτε η «Λιζ από το Λάνγκλεϊ» ήταν πράκτορας της CIA, όπως είχαν κάνει τον Ένραϊτ να πιστέψει κατά τις επαφές τους την άνοιξη του 2005. Για την ακρίβεια, ο Νικ Χάμιλτον ήταν ο Νικ Ντέι και η Λιζ ήταν η Γκρέτσεν Κινγκ, υπάλληλος του Ντέι, ο οποίος είχε ιδρύσει το 2000 την ιδιωτική εταιρεία πληροφοριών Diligence μαζί με τον πρώην πράκτορα της CIA Μάικ Μπέικερ. O Ντέι είχε κάποια «προϊστορία» στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών: πριν ανοίξει την Diligence συμμετείχε σε ένα σώμα ειδικών δυνάμεων της MI5, με ειδίκευση την αντιτρομοκρατία και την αντιμετώπιση απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Εκείνη την περίοδο που ο Ντέι και η Γκρέτσεν παραπλανούσαν τον Ένραϊτ για να πάρουν πληροφορίες, το IPOC έδινε μάχη σε επιχειρηματικό αλλά και νομικό επίπεδο με έναν αντίπαλο, το Alpha Group, για την απόκτηση πακέτου μετοχών μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών της Ρωσίας, της Megafon. Σε αυτό το πλαίσιο το Alpha Group μίσθωσε το πλέον ισχυρό γραφείο λόμπινγκ Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ, το Barbour Griffith & Rogers (BGR), το οποίο με τη σειρά του μίσθωσε την Diligence –στην οποία κατείχε και μερίδιο μετοχών- για να κάνει τη δουλειά στο «πεδίο». H αποστολή των Ντέι και Γκρέτσεν είχε και κωδικό: «Project Yucca». Ήδη από τον Μάρτιο του 2004, έναν ολόκληρο χρόνο πριν τα στελέχη της Diligence προσεγγίσουν τον Ένραϊτ, το Alpha Group φέρεται να έχει προχωρήσει σε καταγγελίες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από το IPOC, προκαλώντας την αντίδραση της υπουργού Οικονομικών των Βερμούδων να αναθέσει στην KPMG έρευνα για τα έργα και τις ημέρες του fund.

Μετά τη συγκομιδή των ευαίσθητων πληροφοριών από τον Ένραϊτ ο Ντέι μοιράστηκε πολλά από τα «ευρήματα» με τον πελάτη του, το BGR που λειτουργούσε για το Alpha Group, αλλά και με πρώην στέλεχος ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών για να κατανοήσει καλύτερα τα δεδομένα της IPOC που αφορούσαν στη Ρωσία.

Στην προσπάθειά του να καταφέρει πλήγμα κατά της IPOC προς όφελος του «έμμεσου» πελάτη του, του Alpha Group, ο Ντέι έστειλε ένα προσχέδιο της αναφοράς του στο πρώην στέλεχος του FBI Τομ Λόκε, με την ελπίδα ότι η υπηρεσία μπορεί να ευαισθητοποιούνταν να ξεκινήσει έρευνα για το fund. Ο Λόκε, μία θρυλική φιγούρα που συμμετείχε στις έρευνες για την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, με τη σειρά του προώθησε την αναφορά του Ντέι στον αναπληρωτή διευθυντή της Μονάδας Ερευνών Εγκλημάτων του FBI.

Όλα πήγαιναν ρολόι, μέχρι που το πρωινό της 18ης Οκτωβρίου 2005, ένα πακέτο με ανώνυμο αποστολέα έφτασαν έξω από την πόρτα των γραφείων της KPMG στο Νιου Τζέρσι. Εντός υπήρχαν εσωτερικά έγγραφα της Diligence με πολλά αρχεία και εκτυπωμένα email τα οποία έκαναν σαφές στα στελέχη της KPMG που τα έλαβαν ότι η εταιρεία τους είχε υποστεί μία πρωτοφανή διαρροή εμπιστευτικών δεδομένων. Και ότι η Diligence –ένα γραφείο ερευνών που δεν είχαν ξανακούσει έως τότε- είχε πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες από την έρευνα που διεξαγόταν στις Βερμούδες.

Η KPMG κινήθηκε νομικά κατά της Diligence κατηγορώντας την εταιρεία ότι πλαστοπροσωπεί πράκτορες υπηρεσιών πληροφοριών για να αποκτήσει πληροφορίες. Η αγωγή της KPMG διευθετήθηκε εξωδικαστικά με την Diligence να καταβάλει σύμφωνα με πληροφορίες περίπου 1,7 εκατομμύρια δολάρια στους ενάγοντες αποποιούμενη οποιαδήποτε ευθύνη. Αν και τα έγγραφα της αγωγής φυλάσσονταν σε σφραγισμένο φάκελο μετά τον συμβιβασμό μία διαρροή τους αποκάλυψε ότι η BGR είχε προγραμματίσει να πληρώσει την Diligence για τέσσερις μήνες δουλειάς που χρειάστηκε για την προσέγγιση και την απόσπαση πληροφοριών από τον Ένραϊτ περίπου 220.000 δολάρια συμπεριλαμβανομένου μπόνους ύψους 60.000 δολαρίων και εξόδων κίνησης και παράστασης 30.000 δολάρια επιπλέον. Πέρα όμως από αυτά, η διαρροή των εγγράφων του σφραγισμένου φακέλου αποκάλυψε κάτι πολύ πιο σημαντικό: τον τρόπο με τον οποίον δρούσε μία από τις πλέον γνωστές σήμερα ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών με έσοδα που αγγίζουν τα 20 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο και πελάτες που παραμένουν στην σκιά της «εμπιστευτικότητας» – ακόμα και όταν τα μέλη της Diligence προχωρούν σε καταθέσεις προς εισαγγελικές και ελεγκτικές αρχές.

Μια 24χρονη αποκαλύπτει…

Οκτώβριος 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ έχουν μόλις σχηματίσει τη δεύτερη κυβέρνησή τους μετά τις εκλογές του προηγούμενου μήνα και η 24χρονη τότε Άρτεμις Νιάρου εμφανίζεται ενώπιον των ελληνικών εισαγγελικών αρχών και καταθέτει ενόρκως ότι είναι υπάλληλος της Diligence η οποία έχει διευθύνοντα σύμβουλο τον Νίκολας Ντέι, που εργαζόταν για την MI5.

Όπως ανέφερε, σε μία έρευνα που έκανε η εταιρεία της, για λογαριασμό πελάτη που δεν μπορούσε να αποκαλύψει, εμφανίστηκε το όνομα του κ. Παπασταύρου. Στην ένορκη κατάθεσή της προς τις εισαγγελικές αρχές η ελληνικής καταγωγής υπάλληλος της Diligence είπε ότι «ο λόγος που πιστεύουμε ότι θα ενδιαφερόσαστε είναι ότι ο κ. Παπασταύρου λειτουργεί ως αχυράνθρωπος του Μπένι Στάινμετζ ο οποίος ασχολείται με εμπόριο διαμαντιών, αγοραπωλησίες ακινήτων και μαζί με άλλα έχει ένα εργοστάσιο νίκελ στα Σκόπια».

Στην τρισέλιδη κατάθεσή της η 24χρονη ισχυριζόταν ότι σκοπός του Στάινμετζ ήταν να χειραγωγήσει οικονομικά την τιμή ενός ορυχείου στη Βόρεια Μακεδονία ώστε να το αγοράσει πιο φθηνά, χρησιμοποιώντας εταιρείες και ένα δίκτυο εμπλεκομένων προσώπων. «Ο Παπασταύρου πιστεύεται ότι έχει άμεση σχέση με την “Global Opportunities Limited”, η οποία σαν τελικό στόχο φαίνεται να έχει το κλείσιμο του ορυχείου στα Σκόπια προκειμένου να πέσει η τιμή της μετοχής και να αγοραστεί σε πολύ χαμηλή τιμή. Σκοπός μας είναι να δημοσιοποιηθεί ο ρόλος του Παπασταύρου και των άλλων προκειμένου να αποφευχθεί η πώληση του ορυχείου των Σκοπίων και να μην δραστηριοποιηθεί το συγκεκριμένο άτομο ξανά σε τέτοιου είδους παράνομες πράξεις όπως αυτήν που θα χάσουν τη δουλειά τους 2.000 εργαζόμενοι στο ορυχείο για να ξεπουληθεί στον Μπένι Στάινμετζ».

Εκείνη την περίοδο οι εισαγγελείς ερευνούσαν την υπόθεση της πώλησης της εταιρείας ακινήτων Πανγαίας όπου εμπλέκονταν τα συμφέροντα του ισραηλινού μεγιστάνα Στάινμετζ. Στα τέλη του 2013 η Εθνική Τράπεζα, στην οποία ανήκε η Πανγαία, είχε ανακοινώσει την υπογραφή σύμβασης για την πώληση του 66% των μετοχών της εταιρείας στην Invel Real Estate, έναντι τιμήματος 653 εκατομμυρίων ευρώ. Όπως αναφερόταν στο δελτίο τύπου της Εθνική Τράπεζας η καταβολή του τιμήματος θα γινόταν ως εξής: « α) χρηματική καταβολή €161 εκατ.  της Invel εξ ιδίων προς την Τράπεζα, β) εισφορά από την Invel ιταλικής εταιρίας με ακίνητη περιουσία και καθαρή αξία Ενεργητικού ύψους 73 εκατ. ευρώ, σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με εισφορά σε είδος που θα πραγματοποιήσει η Εθνική Πανγαία, γ) χρηματοδότηση του πρόσθετου καταβαλλόμενου τιμήματος από την Εθνική Τράπεζα (Vendor financing) έναντι εξασφαλίσεων, δ) εισφορά από την Τράπεζα ακινήτων με καθαρή αξία Ενεργητικού ύψους 72 εκατ. ευρώ, στην ίδια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της “Εθνική Πανγαία Α.Ε.Ε.Α.Π.”».

Λίγες εβδομάδες μετά την πώληση των μετοχών της Πανγαίας στην Invel υπήρξαν αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Στα μέσα Δεκεμβρίου 2013 οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Σταθάκης κατέθεσαν ερωτήσεις προς τον τότε υπουργό Οικονομικών και σημερινό διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα σχετικά με το ύψος του επιτοκίου δανεισμού από την Εθνική προς την Invel (το σημείο «γ» του δελτίου τύπου). Σύμφωνα με τα όσα κατήγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό ανερχόταν σε 2,72% ενώ άλλες επιχειρήσεις εκείνη την περίοδο, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, δανείζονταν με επιτόκιο 7-9%.

Τον Μάρτιο του 2015, ενώ είχαν εμφανιστεί δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η δικαιοσύνη έχει ξεκινήσει έρευνες για την υπόθεση της Πανγαίας, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: «Η Εθνική Τράπεζα, με αφορμή δημοσίευμα για την πώληση της εταιρείας “Πανγαία” υπενθυμίζει ότι η συμφωνία πώλησης της εταιρείας ολοκληρώθηκε με διαδικασίες, όρους και προϋποθέσεις που πέραν της ομόφωνης απόφασης της Εκτελεστικής Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας εγκρίθηκαν, μεταξύ άλλων : α) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DGCompetition) , β) Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και γ) τον Monitoring Trustee. Τέλος, η καταλληλότητα του επενδυτή ως μετόχου της Πανγαίας, εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ευνόητο είναι ότι είναι καλοδεχούμενη οιαδήποτε έρευνα από τις Αρχές».

Την περίοδο που η Άρτεμις Νιάρου κατέθετε στους εισαγγελείς ήταν γνωστό και ότι διεξάγονται έρευνες αλλά και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή είχε «σηκώσει» το θέμα της πώλησης της Πανγαίας ως σκάνδαλο.

Ο Παπασταύρου

Στην κατάθεσή της η υπάλληλος της Diligence, πέρα από τον Σταύρο Παπασταύρου και την «Global  Opportunities Limited», ανέφερε αρκετές ακόμα εταιρείες και πρόσωπα, και υπέβαλλε σχεδιάγραμμα όπου φαίνονταν οι μεταξύ τους συνδέσεις συνοδευόμενες από κάποιες σημειώσεις.

Σε μία από αυτές αναφερόταν: «2,6 εκατομμύρια ευρώ εστάλησαν στον Παπασταύρου, ο οποίος ήταν σύμβουλος του έλληνα πρωθυπουργού εκείνη την περίοδο, μέσω της Fairwinds Assets. Πιστεύεται ότι η εταιρεία χρηματοδότησε την εκστρατεία του Σαμαρά για τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015». Αυτά που αναφέρονταν στη συγκεκριμένη σημείωση δεν περιλαμβάνονταν στην προφορική ένορκη κατάθεση της 24χρονης υπαλλήλου της Diligence παρά μόνο στο σχεδιάγραμμα. Και ας ενέπλεκαν τον πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας σε σχέση με την υπόθεση που κατέθετε.

Είθισται όταν μία ιδιωτική εταιρεία πληροφοριών διεξάγει έρευνα να «ξεσκονίζει» πρώτα ό,τι έχει αναφερθεί σε μέσα ενημέρωσης αλλά και σε κοινωνικά δίκτυα για το αντικείμενο που εξετάζει. Η «μέθοδος» ονομάζεται Open Source Intelligence (OSINT) και είναι ένα από τα αρχικά στάδια της ερευνητικής διαδικασίας σε τέτοιου είδους πρότζεκτ, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο «Βήμα» άνθρωποι από το χώρο των ιδιωτικών ερευνών. Με αυτό τον τρόπο συλλέγονται αρχικές πληροφορίες που καθοδηγούν την έρευνα σε πηγές οι οποίες μπορούν να προσφέρουν περαιτέρω πληροφόρηση, ενώ κατανοείται και η έκταση που έχει λάβει το θέμα στη δημόσια σφαίρα.

Ήδη από την άνοιξη του 2015, ΤΑ ΝΕΑ σε έρευνά τους για την Λίστα Λαγκάρντ η οποία βασιζόταν σε διαρροή που είχε λάβει η Διεθνής Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ), είχαν δημοσιεύσει πληροφορίες για τη ροή χρημάτων από την Fairwinds Assets προς την εταιρεία Stabri, στην οποία πληρεξούσιος/εμπιστευματοδόχος εμφανιζόταν ο Σταύρος Παπασταύρου. Συγκεκριμένα αναφερόταν: «ΤΑ ΝΕΑ επικοινώνησαν με τον κ. Σάμπυ Μιωνή, ο οποίος ανέφερε ότι έχει όλα τα πρωτότυπα έγγραφα που αποδεικνύουν πέρα από κάθε  αμφιβολία, ότι η εταιρία Stabri είναι ιδιοκτησίας του. “Τα χρήματα ήταν δικά μου και η εταιρεία, Stabri Ltd είναι δική μου. Έχω το μετοχολόγιο της εταιρείας, το trust deed (σ.σ. έγγραφο σύστασης εμπιστεύματος) βέβαιης χρονολογίας και το αποδεικτικό (swift) της μεταφοράς των χρημάτων σε προσωπικό μου λογαριασμό σε ανύποπτο χρόνο. Όλα τα άλλα είναι άρες μάρες κουκουνάρες” (…) Στα ΝΕΑ επιδείχθηκε έγγραφο σύστασης εμπιστεύματος από τον κ. Μιωνή προς τον κ. Παπασταύρου και τα συγγενικά του πρόσωπα, στο οποίο αναφερόταν ότι πραγματοποιείται για λόγους υγείας του κ. Μιωνή. (…) Επιδείχθηκαν επίσης αποδεικτικά μεταφοράς χρημάτων. Σε αυτά καταγράφονταν ροή χρήματος από την παναμέζικη εταιρεία Fairwinds Assets Inc -ιδιοκτησίας του κ. Μιωνή όπως προέκυπτε από σχετική βεβαίωση- προς την Stabri και από την Stabri προς προσωπικό λογαριασμό του κ. Μιωνή».

Όπως είναι γνωστό, τα στοιχεία των λογαριασμών της Λίστας Λαγκάρντη και οι κινήσεις που παρουσίαζαν αφορούσαν την περίοδο από τα τέλη του 2005 έως το 2007. Η Stabri, που περιλαμβανόταν στη Λίστα Λαγκάρντ, εμφανιζόταν εκείνη την περίοδο να έχει εισροή χρήματος από την Fairwinds Assets.

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Δημοκρατία» τον Αύγουστο του 2015, δύο μήνες πριν καταθέσει η υπάλληλος της Diligence στις εισαγγελικές αρχές, αναφερόταν για την Fairwinds Assets: «H εταιρία αυτή είχε εμβάσει, μερικά χρόνια νωρίτερα, τα 2.600.000 δολάρια από τα συνολικά 5.390.000 δολάρια που αποκαλύφθηκε ότι διέθετε ο κ. Παπασταύρου στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους».

Τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα υπήρχαν και επεσήμαναν ότι τα χρήματα από την Fairwinds Assets πέρασαν στην Stabri πριν από χρόνια. Δεδομένου ότι στη Λίστα Λαγκάρντ εμφανίζονταν οι κινήσεις των λογαριασμών την περίοδο 2005-2007, εύλογο είναι κανείς να συμπεράνει ότι τα 2,6 εκατομμύρια πέρασαν κάποια στιγμή κατά τη συγκεκριμένη διετία. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για υπαλλήλους ιδιωτικής εταιρείας πληροφοριών που έχει καταφέρει να αποσπάσει και να αναλύσει πολύπλοκα οικονομικά στοιχεία ελέγχου μίας από τις μεγαλύτερες ελεγκτικές εταιρείες στον πλανήτη – της KPMG.

Αναλύοντας και μόνο τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, πώς θα μπορούσε κανείς να πει ότι ένα ποσό που πέρασε από την μία εταιρεία του κ. Μιωνή σε άλλη εταιρεία του κ. Μιωνή και από εκεί στον ίδιο τον κ. Μιωνή την περίοδο 2005-2007, ενώ δηλαδή ο Αντώνης Σαμαράς ήταν ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, διατέθηκε περίπου 10 χρόνια μετά για την προεκλογική εκστρατεία του;

Τον Οκτώβριο του 2015 όταν κατέθετε η 24χρονη υπάλληλος ήδη είχαν διαρρεύσει σε δημοσιογράφους στοιχεία από τα Panama Papers, τα οποία όμως βρίσκονταν ακόμα σε φάση επεξεργασίας. Βάσει αυτών των στοιχείων, στο ελληνικό κομμάτι της έρευνας που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2016 αναφερόταν: «Στα στοιχεία των Panama Papers εντοπίζεται άλλη μία εταιρεία, για την ίδρυση της οποίας μεσολάβησε ο ελληνοελβετός νομικός Σπύρος Μεταξάς το 2006: πρόκειται για την παναμέζικη Fairwinds Assets, που τροφοδότησε με 2,6 εκατομμύρια ευρώ τον τραπεζικό λογαριασμό της Stabri το 2006. Σε έγγραφα τα οποία επιδείχθηκαν στον συντάκτη στο παρελθόν καταγραφόταν ροή χρήματος από την Fairwinds -ιδιοκτησίας του κ. Μιωνή όπως αναγραφόταν σε σχετική βεβαίωση που επίσης επιδείχθηκε στον συντάκτη- προς την Stabri και από την Stabri προς προσωπικό λογαριασμό του κ. Μιωνή. Στα στοιχεία των Panama Papers φαίνεται ότι και η Fairwinds όταν ιδρύθηκε είχε ανώνυμες μετοχές (bearer shares)».

Έναν χρόνο μετά τα Panama Papers ήρθε η διαρροή των Paradise Papers: εκεί φαινόταν ότι η «Global Opportunities Limited», για την οποία ανέφερε στην κατάθεσή της η 24χρονη υπάλληλος της Diligence ότι έχει άμεση σχέση με τον Σταύρο Παπασταύρου, δεν ονομαζόταν έτσι, αλλά «Global Special Opportunities Ltd». Επιπλέον, στα στοιχεία των Paradise Papers για την εν λόγω εταιρεία δεν αποδεικνυόταν κάποια ιδιοκτησιακή σχέση με τον Σταύρο Παπασταύρου.

Σταύρος Παπασταύρου

Το να έκαναν τόσο τρανταχτά λάθη οι υπάλληλοι της Diligence -όπως τα 2,6 εκατομμύρια δολάρια για την προεκλογική καμπάνια Σαμαρά το 2015, ενώ αυτά είχαν κινηθεί από εταιρείες του Σάμπι Μιωνή προς τον ίδιο τον Σάμπι Μιωνή σχεδόν δέκα χρόνια πριν, ή να προσάψουν στον Σταύρο Παπασταύρου άμεση σχέση με εταιρεία χωρίς αυτή να προκύπτει από εταιρικά έγγραφα ή έστω κάποιες απτές αποδείξεις- μάλλον είναι εκτός συζήτησης. Το θέμα είναι γιατί να εντάξουν στα «ευρήματά» τους τέτοιου είδους παραπλανητικά στοιχεία, τα οποία θα εμφανίζονταν πριν από μερικές ημέρες στην προανακριτική της Βουλής για μία εντελώς διαφορετική υπόθεση, αυτή της Novartis. Και γιατί τα στοιχεία της Diligence να έρθουν στην επιφάνεια την ώρα που έχουν αρχειοθετηθεί από τους εισαγγελείς που τα εξέτασαν, ενώ μάλιστα έχει εκδοθεί και αθωωτική απόφαση για την υπόθεση Παπασταύρου με τη Stabri και την ύπαρξη των 5,4 εκατομμυρίων δολαρίων στους λογαριασμούς της (και ως εκ τούτου και των εισροών των 2,6 εκατομμυρίων από την Fairwinds Assets).

Περίμεναν να… έρθει κάτι

Από την έρευνα του «Βήματος» φαίνεται ότι εισαγγελικές αρχές διαβίβασαν στη Βουλή την πράξη αρχειοθέτησης με τα στοιχεία που είχε καταθέσει η Diligence ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες της προανακριτικής για τη Novartis στη Βουλή. Μάλιστα, πηγές από τη γραμματεία ανέφεραν ότι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ρωτούσε επίμονα αν «έχει έρθει κάτι». Όταν έφτασε το διαβιβαστικό στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να διαβιβαστούν και τα συνειμμένα σχετικά και έτσι έλαβαν τον φάκελο με την κατάθεση της 24χρονης υπαλλήλου της Diligence, καθώς και το διάγραμμα με τη σημείωση για τα 2,6 εκατομμύρια από την Fairwinds και ότι αυτά πιστεύεται ότι διατέθηκαν στην προεκλογική καμπάνια του Αντώνη Σαμαρά το 2015. Την ίδια ημέρα κατατέθηκε το ηχητικό ντοκουμέντο από τη συνομιλία του Νίκου Παππά με τον Σάμπι Μιωνή το 2016, όπου ο πρώτος κάνει λόγο για «μαγαζί», τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο που «έχει τη δική του ατζέντα» και τους κάποιους που «βγάζουν λεφτά».

Άμεσα ο Νίκος Παππάς κάλεσε τους Αντώνη Σαμαρά και Σταύρο Παπασταύρου να εξηγήσουν τι έγινε και σε ποιες τσέπες κατέληξαν τα 2,6 εκατομμύρια ευρώ, ενώ έκανε λόγο για «γελοίο αντιπερισπασμό μετά τις αποκαλύψεις για Ράικου και Σαμαρά». Στο κάδρο του τομεάρχη Οικονομίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εντάχθηκε και ο Σάμπι Μιωνής, στον οποίον απέδωσε ότι «προσκομίζει την επιλεκτική απομαγνητοφώνηση μιας παράνομης καταγραφής ιδιωτικής μας συνομιλίας, επιχειρώντας τη βίαιη διαστρέβλωση των λεγομένων μου (…) Οι αναφορές σε “ατζέντα”, πληροφορίες για κάποιους που “κάνουν δουλειές”, προφανώς και δεν έχουν αφορούν τον κ. Παπαγγελόπουλο. Αφορούν τον κ. Σαμαρά και την παρέα του, τον κ. Μιωνή και τον κ. Παπασταύρου, που με διάφορα κόλπα έβγαζαν λεφτά από τότε». Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν πρωτοσέλιδα περί «μίζας» 2,6 εκατομμυρίων σε εφημερίδες προσκείμενες στον ΣΥΡΙΖΑ.

Από την πλευρά του ο Σταύρος Παπασταύρου, έπειτα από σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Documento, χαρακτήρισε με ανακοίνωσή του το πρωτοσέλιδο «περί δήθεν εμβάσματος 2.6 εκατομμυρίων ευρώ που διακινήθηκε από την εταιρεία Fairwinds και από εμένα και αξιοποιήθηκε στην προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ το 2015» ως ψευδές. Επεσήμανε δε ότι «τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγουν το σχετικό δημοσίευμα, ο δε κ. Χαρίτσης μίλησε “για δωροδοκία”. Το δημοσίευμα είναι κατασκευασμένο. Δεν υπάρχει τέτοιο έμβασμα, είναι ψευδές, δεν έχω οποιαδήποτε ιδιοκτησιακή σχέση με την εταιρεία Fairwinds. Το δημοσίευμα αυτό στηρίχτηκε σε ένα σχεδιάγραμμα που κατασκεύασε μία εταιρεία κατασκόπων, η οποία έχει κατηγορηθεί για σωρεία αδικημάτων, ανάμεσά τους απάτη και δωροδοκία. Αυτή η “αξιόπιστη κατάθεση” αρχειοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2019 από τη δικαιοσύνη επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ».

Για αυτή την «εταιρεία κατασκόπων», όπως χαρακτήρισε ο κ. Παπασταύρου την Diligence, έχουν υπάρξει μέχρι και κατηγορίες που αναφέρουν ότι εργάζεται για κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα, ο Σεργκέι Πουγκάτσεφ, ρώσος ολιγάρχης πρώην φίλος του Πούτιν ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας στη Ρωσία, είχε καταθέσει το 2017 σε δικαστική του υπόθεση με διάδικο το ρωσικό κράτος ότι η Diligence τον παρακολουθούσε και είχε τοποθετήσει μέχρι και εκρηκτικούς μηχανισμούς σε όχημά του, κατόπιν εντολών της Ρωσίας. Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του, καθώς δεν προσκόμισε ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία. Αυτό που βρέθηκε ήταν ότι η Diligence είχε μισθωθεί για τη δουλειά από ένα δικηγορικό γραφείο. Ωστόσο, ποτέ δεν αποκαλύφθηκε ποιος ήταν ο πραγματικός πελάτης του δικηγορικού γραφείου που μίσθωσε την Diligence.

Σεργκέι Πουγκάτσεφ

Τους τελευταίους μήνες η ιδιωτική εταιρεία πληροφοριών φαίνεται να περνά μεγάλες εσωτερικές αναταραχές. Μέτοχοι της Diligence έχουν ασκήσει αγωγή κατά του Νικ Ντέι υποστηρίζοντας ότι επιχειρεί να «κλέψει» ολόκληρο παράρτημα της εταιρείας, που διαθέτει γραφεία σε Ουάσινγκτον, Λονδίνο, Μόσχα και Γενεύη, για τον εαυτό του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το παράρτημα της Ελβετίας, στο οποίο εργαζόταν και η 24χρονη υπάλληλος που κατέθεσε στις εισαγγελικές αρχές της Ελλάδας. Οι μέτοχοι αναφέρουν ότι είχαν εμπιστευτεί τις μετοχές στον Ντέι ως εκπρόσωπό τους και ότι δεν ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης, όπως έχει πλέον δηλώσει ο ίδιος. Επιπλέον οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Ντέι ενεπλάκη σε υπεξαίρεση εταιρικών πόρων προς όφελός του και ότι ενδεχομένως διέπραξε «εταιρική λεηλασία» ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων σε φερόμενες αδικαιολόγητες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέσω εταιρικής πιστωτικής κάρτας και για τις οποίες αρνήθηκε να λογοδοτήσει.