Κρίνοντας κάποιος από τα μέχρι στιγμής στοιχεία των πρώτων σταδίων άρσης των περιοριστικών μέτρων και λαμβάνοντας υπόψιν τις εκτιμήσεις των λοιμωξιολόγων και της κυβέρνησης, τα επιδημιολογικά δεδομένα στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι καλά.

Για οποιονδήποτε λόγο και πάντως επειδή κατά τα φαινόμενα η ατομική ευθύνη εξακολουθεί να είναι μία ενεργή και καθοριστικής σημασίας παράμετρος, τα κρούσματα παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο και ο ρυθμός μετάδοσης έχει περιοριστεί σημαντικά.

Ωστόσο, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η άρση ενός μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει σε μία αλυσιδωτή αντίδραση με ενδεχόμενη αρνητική επίδραση: Το άνοιγμα των οργανωμένων παραλιών το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, οδήγησε στην υπερφόρτωση του συγκοινωνιακού δικτύου στην παραλία, με αποτέλεσμα να στοιβάζονται κατά δεκάδες οι επιβάτες στα αστικά λεωφορεία, να δημιουργείται συνωστισμός και να είναι αδύνατη η τήρηση των επιβεβλημένων αποστάσεων. Φαίνεται από αυτό και μόνο, πόση προσοχή απαιτείται για κάθε απόφαση, που μπορεί να έχει πολλαπλές επιπτώσεις.

Παρά ταύτα, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, διαμορφώνεται η αισιόδοξη πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να τα πάει καλά και στα επόμενα στάδια ελέγχου της πανδημίας.

Τι είναι όμως εκείνο που θα μπορούσε να χαλάσει την εικόνα αυτή; Ποια παράμετρος θα μπορούσε να προστεθεί στην εξίσωση και να δημιουργήσει νέα δεδομένα;

Η παράμετρος αυτή είναι μία και δυστυχώς είναι καθοριστικής σημασίας για την ελληνική οικονομία: ο τουρισμός.

Όσο η χώρα παραμένει κλειστή και όσο η διαχείριση της κυβέρνησης περιλαμβάνει τον σχεδιασμό μόνο για τον τοπικό πληθυσμό, ο έλεγχος είναι αποτελεσματικός και αποδίδει.

Τι γίνεται όμως από εδώ και πέρα; Μπορεί ο τουρισμός, παρά την μεγάλη οικονομική του κρισιμότητα, να αντιμετωπιστεί με το ίδιο πνεύμα που αντιμετωπίζεται η επανεκκίνηση της λειτουργίας, π.χ. της εστίασης, ή των εμπορικών καταστημάτων;

Η απάντηση είναι αρνητική.

Ο τουρισμός, όσο και αν είναι καθοριστικής σημασίας κλάδος για την οικονομία, θα μπορούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα στο υγειονομικό πεδίο.

Ας μεταφέρει κάποιος την εικόνα των υπερφορτωμένων λεωφορείων της παραλιακής, στα σοκάκια ενός ελληνικού νησιού. Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει εκεί στις περιόδους τουριστικής αιχμής, πώς οι άνθρωποι στριμώχνονται, αγγίζονται θέλοντας και μη και πόσο κοντά έρχεται αναγκαστικά ο ένας με τον άλλον. Μόνη λύση, έλεγε ένας επιστήμων σε τηλεοπτική εκπομπή τις προηγούμενες ημέρες, είναι να τηρηθούν οι αποστάσεις και σε αυτήν την περίπτωση, να μην κυκλοφορεί ο ένας τόσο κοντά στον άλλον, να απλωθούν όλοι και άλλους δρόμους.

Προφανώς και δεν είναι ρεαλιστική προσέγγιση αυτή. Ο μόνος τρόπος για να μην «μποτιλιαριστούν» οι χώρες και τα χωριά των νησιών, είναι να υπάρχουν λιγότεροι τουρίστες. Οτιδήποτε άλλο, δεν είναι εφικτό. Εκτός αν οι βόλτες γίνονται με ωράριο επισκεπτηρίου και ειδικές άδειες…

Ας φανταστεί κάποιος και μία άλλη εξαιρετικά αστάθμητη παράμετρο.

Είναι δυνατόν εφέτος να επιτραπούν τα ταξίδια προς την Ελλάδα με ιστιοπολοϊκά και γιοτ προερχόμενα από το εξωτερικό (Τουρκία, Ιταλία, Γαλλία, Β. Αφρική κλπ.). Ποιος έλεγχος των επιβατών θα γίνεται και πώς; Πώς θα είναι δυνατόν αυτοί να καταπλέουν σε παραλίες και λιμάνια, να βγαίνουν, να κυκλοφορούν, να συνωστίζονται; Εξαιρετικά δύσκλοη άσκηση και μάλλον θα πρέπει να υπάρξει η δέουσα αξιολόγηση και να απαγορευτούν τέτοιου είδους ταξίδια προς την χώρα μας. Άλλωστε και το οικονομικό όφελος από τέτοιου είδους επισκέψεις είναι ασήμαντο, σε σχέση με τον κίνδυνο που θα μπρούσε να προκύψει.

Από τα επίσημα λόγια της κυβέρνησης και τα όσα υπενόησε προσφάτως ο Σωτήρης Τσιόδρας, φαίνεται ότι οι σχεδιασμοί για τον τουρισμό θα πρέπει να είναι εξαιρετικά συντηρητικοί. Να υπάρξει στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων, να υπάρξουν διευκολύνσεις, ενδεχομένως θα πρέπει να διεκδικήσει η κυβέρνηση και ειδικά μέτρα ενίσχυσης από την ΕΕ. Και κατά βάση, να αξιολογηθεί διαφορετικά ο εσωτερικός τουρισμός.

Κατά τα όσα είπε την Δευτέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, το σχέδιο για τον τουρισμό πρωτίστως θα προβλέπει την οικονομική ενίσχυση: «Δεδομένης της σημασίας του τουρισμού και της εστίασης για την οικονομία της χώρας, ιδίως κατά το β’ εξάμηνο της χρονιάς, το σχέδιό μας θα καλύπτει όλο το τρίπτυχο: εργασία, φορολογία, ρευστότητα. Για να στηρίξουμε την απασχόληση και το εισόδημα, όσο μπορούμε», είπε ο κ. Πέτσας και συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: «Ας μην τρέφουμε όμως αυταπάτες. Το φετινό καλοκαίρι δεν θα είναι σαν το περσινό. Και δεν πρέπει να συγκρίνεται με αυτό. Γιατί κλείσαμε την οικονομία και μείναμε σπίτι, για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία. Για να μείνουμε υγιείς. Και θυσιάσαμε, οικειοθελώς, ένα μέρος της ευημερίας μας για να το πετύχουμε. Φέτος λοιπόν, στον τομέα του τουρισμού, ξεκινάμε από το μηδέν. Ό,τι κερδίσουμε θα είναι επιτυχία. Και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πάρουμε ένα μεγαλύτερο κομμάτι από μια πολύ μικρότερη τουριστική πίτα».

Εφόσον αυτή η συνετή προσέγγιση επαληθευτεί και η τουριστική σεζόν κινηθεί στο ρελαντί και με τον δέοντα έλεγχο, όλα αυτά μπορεί και να λειτουργήσουν ευεργετικά. Η αγιοποίηση του τουρισμού, μπορεί να έφερνε συνάλλαγμα, αλλά δημιούργησε και στρεβλώσεις. Η δυσκολία και η εφετινή ολιγαρκής προσέγγιση, μπορεί να δώσει ώθηση σε αναγκαίες αναδιαρθρώσεις.