Από τις 11 Μαρτίου ως τις 13 Απριλίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθύνθηκε στον λαό με τέσσερα διαγγέλματα. Επέλεξε να ενημερώνει ο ίδιος για τους σταθμούς στην εξέλιξη της πανδημίας, για τα αναγκαία μέτρα που αποφάσιζε η κυβέρνηση, αλλά και για τα μέτρα στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, για τις εξελίξεις στην Ευρώπη, για τις δυσκολίες που θα φέρει η ύφεση στην οικονομία. Οι συχνές εμφανίσεις του και η τάση να παίρνει πάνω του όλες τις δύσκολες καταστάσεις έγιναν αντικείμενο σχολίων: οι προκάτοχοί του είχαν συνεργάτες-αλεξικέραυνα, υπουργούς αναλώσιμους, για να αμβλύνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και να διαχέουν το πολιτικό κόστος. Ο κ. Μητσοτάκης έδωσε την απάντηση μόνος του, στις 2 Απριλίου στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού. «Προσωπικά δεν μου αρέσει να κουνάω το δάχτυλο. Εναν τέτοιον διδακτικό ρόλο, εξάλλου, και λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν θα μπορούσα να τον υπηρετήσω. Είμαι οπαδός της συναίνεσης, της πολιτικής ωριμότητας. Πιστεύω ακράδαντα στη Δημοκρατία της πειθούς» δήλωσε.

Η επιλογή Τσιόδρα και το νέο μοντέλο

Περιέγραψε, δηλαδή, ένα άλλο μοντέλο εξουσίας, καθοδηγητικό αλλά όχι πατερναλιστικό, μαζί με την κοινωνία και όχι από πάνω της, με πολίτες ενημερωμένους και ενεργούς συμμετόχους. Αυτή η διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα συνδυάστηκε στο προσκήνιο με τον καθηγητή Λοιμωξιολογίας Σωτήρη Τσιόδρα. Εναν επιστήμονα με άριστο βιογραφικό, σεμνό, ήπιο, με ήθος, με συγκροτημένο και τεκμηριωμένο λόγο, ένα νέο πρότυπο δημόσιας παρουσίας. Εναν κανονικό άνθρωπο, που ανέλαβε την ευθύνη του τη δύσκολη στιγμή. Οπως έκανε ιδιωτικά η πλειονότητα των  Ελλήνων και των Ελληνίδων, συγκρατώντας την εξάπλωση του κορωνοϊού στη χώρα μας.

Ενδεχομένως η δεκαετής οικονομική κρίση να ωρίμασε την κοινωνία, να την εφοδίασε με ένα πιο ευαίσθητο αισθητήριο για τα πρόσωπα που αξίζουν την εμπιστοσύνη της όταν πιάνει φουρτούνα. Αυτή τη φορά δεν παρασύρθηκε από λαϊκιστές, λαοπλάνους και συνωμοσιολόγους. Ακολούθησε συντεταγμένα έναν «μη χαρισματικό» ηγέτη και έναν «άχρωμο» επιστήμονα, δύο παραδείγματα που δεν θα βρεθούν σε κανένα δημοφιλές εγχειρίδιο επικοινωνίας. Ισως είναι πρόωρο να μιλάμε για νέα πρότυπα, αλλά κάτι διαφορετικό φαίνεται να πηγάζει από τα έγκατα της ελληνικής κοινωνίας. Και ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι διατεθειμένος να το αφήσει να πάει χαμένο. Η άποψή του είναι, όπως εξηγούν συνεργάτες του, ότι σπάνια ένας πολιτικός έχει την ευκαιρία να επαναπρογραμματίσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει η κοινωνία τα πράγματα.

Αλλαγές σε αντιλήψεις παγιωμένες

Η ευκαιρία του δόθηκε απρόσμενη, όμως η κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμη, ούτε η υγειονομική ούτε πολύ περισσότερο η οικονομική που μόλις ξεκινά με απροσδιόριστες συνέπειες. Η κοινή γνώμη είναι ασταθής και ευμετάβλητη, ο έπαινος γίνεται γρήγορα ανάθεμα, οι ατομικές δυσκολίες επισκιάζουν το συλλογικό συμφέρον. Ομως, αυτή η κρίση, με τους χιλιάδες νεκρούς στις προηγμένες δυτικές χώρες, αλλάζει τα πάντα. Ξεθεμελιώνει στερεότυπα και παγιωμένες αντιλήψεις για τη δημοκρατία, την ηγεσία, το κράτος, τη δημόσια υγεία, την ευθύνη του πολίτη. Κερδισμένοι, σε αυτή την πρώτη φάση, δεν βγήκαν ούτε οι δημοκράτες ούτε οι αυταρχικοί ηγέτες, αλλά εκείνοι που έδρασαν γρήγορα και αποτελεσματικά για να προστατεύσουν τον πληθυσμό τους.

Ο πολιτικός που συναισθάνεται

Η Ελλάδα έπειτα από πολλά χρόνια έγινε, παγκοσμίως, παράδειγμα προς μίμηση. Περιόρισε τα κρούσματα χωρίς να διολισθήσει σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Τα μέτρα της ανάγκης δεν ξεπέρασαν το συνταγματικό όριο. Η κρίση ξεγύμνωσε πολλούς ηγέτες αλλά τον κ. Μητσοτάκη τον ενίσχυσε όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό το διάστημα δεν εμφανίστηκε ένας «παγωμένος» τεχνοκράτης ούτε το «σκιάχτρο» που παρουσίαζε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας για να φοβίσει όσους αντιμετώπιζαν με δυσφορία μια επέλαση της Δεξιάς. Εμφανίστηκε ένας πολιτικός που συναισθάνεται, που επηρεάζεται από τις καταστάσεις, που αλλάζει όταν χρειαστεί. Στο τελευταίο διάγγελμα, επαίνεσε τους μαχητές της πρώτης γραμμής, τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και τους στυλοβάτες των μετόπισθεν, τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σουπερμάρκετ, τους εργαζομένους στην καθαριότητα, τους «αόρατους αλλά απολύτως απαραίτητους συμπολίτες μας», αυτούς που συνθέτουν «το πρόσωπο της προκοπής και της αλληλεγγύης. Της αυριανής Ελλάδας».

Στα διαγγέλματά του ο Πρωθυπουργός προτίμησε να μιλήσει για «προκοπή» και «φιλότιμο», όχι για πρόοδο και ευημερία. Για «Πολιτεία» και όχι για «Κράτος», έναν όρο ευρύτερο, όπως εξηγούν συνεργάτες του. Αναδεικνύει μια νέα αντίληψη για το κράτος, το οποίο καθορίζεται από την αποτελεσματικότητα και την αξιοκρατία, και μια διαφορετική πολιτική θεώρηση, που δεν είναι πρόσκαιρη. «Το δημόσιο και το κρατικό δεν ταυτίζονται» επαναλάμβανε προεκλογικά, όταν ετοίμαζε με στενό κύκλο συνεργατών το επιτελικό κράτος και τη μετάβασή του στην ψηφιακή εποχή, και εξηγούσε ότι το ισχυρό κράτος είναι απαραίτητο και αυτό φαίνεται σε περιόδους κρίσης. «Επειδή μπήκαν τα θεμέλια του επιτελικού κράτους, η κυβέρνηση πήρε γρήγορα τις σωστές αποφάσεις» σημειώνουν οι συνεργάτες του, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, όπου η διοικητική διαίρεση και οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτέλεσαν τροχοπέδη για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πανδημίας. «Ακόμα και η Σουηδία, με το περίφημο κοινωνικό κράτος, έκανε επιλογή ασθενών, ενώ στην Ελλάδα είχαν όλοι ισότιμη πρόσβαση στο ΕΣΥ και δωρεάν περίθαλψη. Αυτή είναι μεγάλη προίκα για τη χώρα μας» επισημαίνουν.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι ο παλαιός κρατιστής ούτε ο νεοφιλελεύθερος τεχνοκράτης. «Η πολιτική του θεώρηση είναι υπερβατική και γι’ αυτό μπορεί να υπερβεί τα ιδεολογικά όρια της παράταξής του» παρατηρούν στο Μέγαρο Μαξίμου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στηρίζεται στην πιο κεντρώα εκλογική βάση που είχε ποτέ η Νέα Δημοκρατία, που και αυτή προσαρμόζεται γιατί τα μεγάλα κόμματα αλλάζουν διά της επιτυχίας. Αυτή η συνθήκη τού δίνει ευχέρεια χειρισμών και στερεί το ιδεολογικό οξυγόνο από τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Κυρίως από τον κ. Τσίπρα, καθώς ο κ. Μητσοτάκης συνομιλεί ευθέως με προνομιακά ακροατήρια για τον ΣΥΡΙΖΑ και διεμβολίζει τους ψηφοφόρους του, μεγάλο μέρος των οποίων συμφωνεί με σημαντικές επιλογές της κυβέρνησης.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατασκεύασε προεκλογικά μια καρικατούρα ακραία δεξιού ηγέτη για τον αντίπαλό του και τώρα δεν καταφέρνει να διαχειριστεί τη πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δύο μηνύματά του για τον θάνατο του Μανώλη Γλέζου. Το πρώτο, στις 30 Μαρτίου, ήταν ένα τυπικό αποχαιρετιστήριο για τον «σπουδαίο μαχητή της Ελλάδας, της δημοκρατίας και της Αριστεράς». Το δεύτερο, την 1η Απριλίου, ήταν μια μακροσκελής προσωπικού χαρακτήρα ανάρτηση στο Facebook συνοδευμένη με φωτογραφία του με τον Γλέζο.

Μεταξύ των δύο είχε μεσολαβήσει το μήνυμα του κ. Μητσοτάκη, ένα συναισθηματικό και γεμάτο σεβασμό κείμενο για τους αγώνες «ενός μεγάλου Ελληνα», που «δεν φυλακίστηκε σε κομματικούς φανατισμούς», μαζί με μια φωτογραφία των δυο τους, το βράδυ που έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Ακόμη και το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο επεξηγηματικό μήνυμα για την οικονομική πρόταση του κόμματος μετά την κρίση, διάρκειας 3.58 λεπτών, υπαγορεύτηκε από τις μετρήσεις που κατέγραψαν την αδιαφορία της πλειονότητας για το πρόγραμμα «Μένουμε όρθιοι».

Τσίπρας με πολιτικές τύπου… Ορμπαν

Η πολιτική του κ. Μητσοτάκη δεν καθορίζεται από το σχήμα «Δεξιά/Αριστερά», αλλά από το δίλημμα «μπροστά/πίσω», και αυτή η πολιτική δεν έχει συμπλέγματα. Ο κ. Τσίπρας έχοντας ασκήσει εξουσία, έχασε τον ριζοσπαστισμό του και εγκλωβίζεται σε συντηρητικές στρατηγικές και σε καταγγελίες χωρίς περιεχόμενο, όπως αυτές για πολιτικές τύπου Ορμπαν. Ακόμη και μία αποστροφή του Πρωθυπουργού στο τελευταίο του διάγγελμα διαστρεβλώθηκε, εντείνοντας τη φημολογία για πρόωρες εκλογές. «Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας τη λογοδοσία. Καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία» είπε ο κ. Μητσοτάκης. Τον τελευταίο μήνα η Βουλή υπολειτουργεί και η χώρα κυβερνάται με ΠΝΠ, αλλά η έλλειψη λογοδοσίας λόγω έκτακτων συνθηκών δεν σημαίνει και έλλειμμα δημοκρατικής ευαισθησίας της κυβέρνησης, λένε στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η επόμενη μέρα, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολη και αυτό το γνωρίζουν και στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου. Η κυβέρνηση επεξεργάζεται ήδη το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, τα αρμόδια υπουργεία καταθέτουν προτάσεις προκειμένου να φτιαχτεί άμεσα ένα συνολικό σχέδιο, ώστε σταδιακά να επανεκκινήσουν όλοι οι τομείς της οικονομίας και να μη χαθεί ολόκληρη η τουριστική σεζόν.

Το μαξιλάρι 37 δισ. που δεν υπάρχει

Η οικονομική πραγματικότητα μακροπρόθεσμα, και όχι τα πρόσκαιρα κέρδη της κρίσης, θα καθορίσει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ο κ. Τσίπρας προβάλλει την αναγκαιότητα που τον οδήγησε να διασφαλίσει ταμειακά διαθέσιμα για ώρα ανάγκης και προτρέπει την κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες για τη στήριξη της οικονομίας, τώρα. Προφανώς, χτίζει το επιχείρημα της επόμενης φάσης υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα που προτείνει – ορισμένα εφαρμόζονται ήδη – είναι κοστολογημένα και τα χρήματα μπορούν να προέλθουν «από το υπερόπλο που δεν έχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το μαξιλάρι των 37 δισεκατομμυρίων ευρώ». Αν η κυβέρνηση δεν τα πάει καλά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει προειδοποιήσει εγκαίρως για τη λάθος στρατηγική.

Ομως το μαξιλάρι των 37 δισ. ευρώ δεν υπάρχει. Μόνο τα 16 δισ. μπορούν να διατεθούν για άλλες δαπάνες γιατί τα υπόλοιπα είναι ταγμένα στο χρέος. «Το γεγονός ότι την Πέμπτη δανειστήκαμε 2 δισ. ευρώ με έκδοση επταετούς ομολόγου και επιτόκιο 2% – το ίδιο που πήραμε και στην αρχή αυτή της κρίσης – οφείλεται στην ύπαρξη αυτής της εγγύησης και στην εμπιστοσύνη που εξακολουθούν να μας δείχνουν οι αγορές παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις για μεγάλη ύφεση. Αν αγγίξουμε αυτά τα διαθέσιμα, πάμε κατευθείαν σε μνημόνιο» επισημαίνουν στο Μέγαρο Μαξίμου.

Τέσσερις ομάδες κρούσης για την έξοδο από την καραντίνα

Το σχέδιο της επόμενης μέρας επεξεργάζεται επιτροπή ειδικών, υπό τον συντονισμό του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό Ακη Σκέρτσου. Αυτή τη στιγμή ο πρώτος λόγος ανήκει σε επιστήμονες όπως ο Σωτήρης Τσιόδρας, ο Ηλίας Μόσιαλος και άλλοι που μελετούν την εξέλιξη της πανδημίας και εισηγούνται σχετικά με πότε και ποιοι τομείς της οικονομίας είναι έτοιμοι να επιστρέψουν σταδιακά στην κανονικότητα. Τα επιδημιολογικά στοιχεία στο τέλος Απριλίου θα καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί η κυβέρνηση. Ωστόσο, η προετοιμασία προχωρεί από τέσσερις υποομάδες, οι οποίες εργάζονται παράλληλα. Η πρώτη μελετά τις πολιτικές υγείας και τη θωράκιση του ΕΣΥ, το οποίο αναμένεται να δεχθεί πίεση μετά την άρση της καραντίνας. Η δεύτερη τις ψηφιακές εφαρμογές που θα υποστηρίξουν τις διαδικασίες ιχνηλάτησης, εντός του νομικού πλαισίου της ΕΕ. Η τρίτη είναι η οικονομική ομάδα που εξετάζει σε ποιους κλάδους θα δοθεί προτεραιότητα με κριτήριο τη συνεισφορά τους στο ΑΕΠ και τον αριθμό εργαζομένων που απασχολούν. Σημαντικός παράγοντας θα είναι και οι πολιτικές υγιεινής και ασφάλειας που θα τηρεί η κάθε επιχείρηση. Η τέταρτη ομάδα είναι στην ουσία ένα παρατηρητήριο, το οποίο συγκεντρώνει στοιχεία για το πώς αντιμετωπίζουν άλλες χώρες την υγιειονομική και οικονομική κρίση, ώστε να υιοθετούνται προσαρμοσμένα στα ελληνικά δεδομένα τα καλά παραδείγματα.

Αγωνία για την επόμενη μέρα

Ο Πρωθυπουργός δεν κρύβει στους συνομιλητές του την αγωνία του για την επόμενη μέρα επειδή στην οικονομία πολλά πράγματα βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ομως στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης έκανε τα πράγματα διαφορετικά, με θετικά αποτελέσματα, δημιουργήθηκε κλίμα συλλογικής προσπάθειας και φάνηκε, όπως λέει, ότι δεν υπάρχει εμπόδιο αξεπέραστο για την Ελλάδα. Οι συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου είναι συνεχείς, ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε να προετοιμαστούν οι πολίτες για την επόμενη μέρα όπως έγινε με τον κορωνοϊό, και πιστεύει ότι η κοινωνία θα αντέξει και αυτή την κρίση, η οποία είναι εξωγενής και δεν επιτρέπει ανούσιες αλληλοκατηγορίες για το ποιος φταίει.