Η οικονομία  είναι το κυρίαρχο πρόβλημα του ελληνικού λαού.  Σε κάθε  δημοσκόπηση προβάλλει ως πρώτο θέμα. Αυτό συμβαίνει,  γιατί η οικονομία  έχει να κάνει  γενικά με την απασχόληση, την ανεργία  και το βιοτικό επίπεδο.

Έχουμε  πια  βαρεθεί  να ακούμε  από τους πολιτικούς  πως η κατάσταση της  χώρας  θα  αλλάξει όψη,  όταν αρχίσουν  να γίνονται επενδύσεις από το εξωτερικό.  Μάλιστα,  ο κ. πρωθυπουργός   κάθε φορά που θα βρεθεί  σε  κάποια  χώρα,  δεν  ξεχνά  να προσκαλέσει   τους ξένους  να  έρθουν να επενδύσουν στην  Ελλάδα. Αλλά επενδύσεις  «γιοκ».

Για  να   έρθει  κάποιος  ή κάποιοι   να  επενδύσουν  στη χώρα μας  πρέπει να συντρέχουν  μια σειρά από προϋποθέσεις. Το πρώτον, είναι, αν   η επένδυση  θα  φέρει κέρδη  στον  επενδυτή.

Σε μια επένδυση ,  επενδύονται  μεγάλα  χρηματικά ποσά,  τα οποία  μπορούν  να αξιοποιηθούν  ποικιλοτρόπως. Πρώτον,  ως  κατάθεση σε μια τράπεζα  με υψηλό επιτόκιο. Μέσα από την πληθώρα  των τραπεζών, μπορεί κανείς  να βρει κάποιο  επικερδές  επιτόκιο τραπέζης,  το οποίο  δεν   εσωκλείει   σχεδόν κανένα ρίσκο. Ο  δεύτερος τρόπος  είναι να  επενδυθούν τα  χρήματα  σε  τραπεζικά  Ρέπος,  που  φέρνουν  μεγαλύτερα κέρδη   και  έχουν  μηδαμινό ρίσκο. Στη συνέχεια, μπορεί κανείς να απευθυνθεί   στις αγορές κεφαλαίων,  και ακολουθώντας  τις κρίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης,  να  αγοράσει  κάποιο ομόλογο,  που  φέρνει  καλά κέρδη. Τα ομόλογα  κι  τα  έντοκα  γραμμάτια φέρνουν κέρδη, αλλά εσωκλείουν κάποιο ρίσκο. Ο κίνδυνος αυτός  αντιμετωπίζεται, εφόσον  κανείς  ακολουθεί  τις εκθέσεις  των οίκων αξιολόγησης  και  γνωρίζει άμεσα  την οικονομική κατάσταση  της χώρας  που εκδίδει  τα επενδυτικά χαρτιά .

Οι προϋποθέσεις

 

Πρώτη  προϋπόθεση  είναι, αν  ο  επενδυτής  ξέρει, πού θα επενδύσει. Δηλαδή,  αν  έχει μια δική του οργανωμένη  επιχείρηση,  από την οποία θα  ανοίξει κάποιο  παράρτημα  στην εν λόγω χώρα.

Ερώτημα  είναι,  αν τα παραγόμενα προϊόντα θα  διατεθούν  προς πώληση στο εσωτερικό της χώρας, ή θα  είναι για εξαγωγή. Αν  πρόκειται για εσωτερική κατανάλωση, θα πρέπει να προηγηθεί  έρευνα  στην εσωτερική αγορά, για να διαπιστωθεί  ο υπάρχων ανταγωνισμός  και η δυνατότητα απορρόφησης  του  πρόσθετου  προϊόντος.

Δεύτερον,  θα πρέπει να  εξετασθούν  οι γραφειοκρατικές  υπάρχουσες συνθήκες, οι οποίες  θα πρέπει να μην είναι «δυσκολεύουσες». Εδώ  θα αναφέρω μια δική μου εμπειρία,  για να καταλάβει ο αναγνώστης  τι θα πει «γραφειοκρατία».

Όταν  στήναμε  το πανεπιστήμιο  Πελοποννήσου αποφασίστηκε  ότι η έδρα θα ήταν στην Τρίπολη,  αλλά οι σχολές θα διαμοιραζόταν στις άλλες τέσσερις μεγάλες πόλεις. Όμως  επειδή δεν υπήρχαν στο υπουργείο τα απαιτούμενα χρήματα, για το κτίσιμο  των σχολών, το υπουργείο  έβαλε ως προϋπόθεση ότι η κάθε πόλη,  που ήθελε σχολή,   θα έπρεπε να διαθέσει  και το κατάλληλο κτίριο. Οι πόλεις ανταποκρίθηκαν λίγο – πολύ στην τεθείσα  απαίτηση, αλλά όλα  τα κτίρια  δεν είχαν τις προδιαγραφές  μιας σχολής της  τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι,  ήταν αναγκαίες  διάφορες  αλλαγές,  για τις αίθουσες διδασκαλίας, τα γραφεία, τα εργαστήρια, τη βιβλιοθήκη  και τις γραμματείες. Εκτός αυτών όμως  ήταν  αναγκαία κι  η ύπαρξη μιας καντίνας, για να πίνουν το καφέ τους   και να ξεκουράζονται οι φοιτητές  στα διαλείμματα..  Κι αυτή η προϋπόθεση  επετεύχθη   και ήρθε  η ώρα,  που θα ερχόταν μετά τις εισαγωγικές πανελλήνιες εξετάσεις, οι  πρώτοι φοιτητές. Επειδή ο αριθμός των πρωτοετών φοιτητών  θα  ήταν μικρός,  εγώ εισηγήθηκα στη διοικούσα επιτροπή να βρούμε κάποιους ,  που θα αναλάμβαναν  να  λειτουργήσουν  τα κυλικεία .Αυτό το είπα γιατί  είχα παραδείγματα από άλλες περιπτώσεις,  όπου μετά από δυο μήνες οι  κυλικειάρχες,  λόγω  αναδουλειάς τα εγκατέλειπαν  και έφυγαν.  Όμως  η πλειοψηφία  των συναδέλφων είχε άλλη γνώμη  κι  είπε  ότι έπρεπε  να προκηρυχθεί  πλειοδοτικός διαγωνισμός. Έτσι κι έγινε. Στη δική μου σχολή  παρουσιάστηκε  μόνο  ένας ενδιαφερόμενος. Επειδή, εγώ είχα αγωνία  κι ήθελα  να λειτουργήσει  το    κυλικείο, φώναξα  τον ενδιαφερόμενο  και τον ρώτησα  πόσα χρήματα  προσέφερε  για το μηνιαίο ενοίκιο. Αυτός μου είπε 150 Ευρώ. Τότε , του συνέστησα  να πάρει την αίτησή του  και να ξαναέρθει  με πρόσφορά  μόνο 50 Ευρώ. Επειδή  δε  ήταν ο μοναδικός, η επιτροπή τον ενέκρινε. Και αυτός άρχισε  να  αντιμετωπίζει  τις προϋποθέσεις , για  να ξεκινήσει τη  λειτουργία  της  εν λόγω επιχείρησης. Του είπαν  δε ότι έπρεπε να πάει στο δημαρχείο,  για  να πάρει  τον πίνακα  των απαιτούμενων  προϋποθέσεων. Πράγματι αυτός πήγε .  Στον πίνακα  αναφερόταν 27  προϋποθέσεις (εφορίες,  κλπ). Μετά  ένα μήνα ο άνθρωπος ήρθε σε μένα και μου είπε ότι κατάφερε να ανταποκριθεί  μόνο σε 16. Τις άλλες  ήταν αδύνατο να τις καταφέρει. Τότε  τον πήρα και πήγαμε στο δήμαρχο της πόλης και του είπαμε τα καθέκαστα, Αυτός,  κάλεσε αμέσως  την αρμόδια διευθύντρια και της είπε να  δώσει στον άνθρωπο την άδεια  για τη λειτουργία της επιχείρησής του. Αυτή αντέδρασε, αλλά ο  δήμαρχος  αντέτεινε  ότι αναλαμβάνει την ευθύνη. Έτσι ,τα πράγματα  ρυθμίστηκαν  κι  οι φοιτητές  είχαν ένα μέρος, για να καθίσουν και να πιουν τον καφέ τους.

Από τα  αναφερθέντα  μπορεί κανείς να καταλάβει, τι κυκεώνα  γραφειοκρατίας  έχει να αντιμετωπίσει μια  επιχείρηση,  που έρχεται από το εξωτερικό. Βέβαια,  είθισται  μια  νεοερχόμενη  επιχείρηση   από το εξωτερικό να βρίσκει  έναν  Έλληνα συνεταίρο, ο οποίος παίρνει κάποια ποσοστά   και  ξέρει  να αντιμετωπίσει πιο  εύκολα  την  αναγκαία γραφειοκρατία. Με  άλλα  λόγια  για  να έρθουν επενδύσεις από το εξωτερικό, θα πρέπει  να υπάρχει πρωτίστως το κατάλληλο  θεσμικό πλαίσιο της χώρας, καθώς  κι ο δικαστικός μηχανισμός,  για το αν μπορεί να λύνει εύκολα ή όχι  τις  όποιες νομικές αντιπαραθέσεις. Υψίστης  σημασίας  για την  αποσκοπούσα   επενδυτική  επιχείρηση είναι η σταθερότητα   της πολιτικής  κατάστασης της χώρας  και  οι  φορολογικοί συντελεστές, οι οποίοι είναι τόσο καθοριστικοί  για την κερδοφορία κάθε επιχείρησης.

Το  θέμα  της  φορολογίας των επιχειρήσεων είναι  πολύ σημαντικό  και μεγάλο,  γιατί  συχνά  εξαρτάται η επιβίωση  της επενδυτικής προσπάθειας  και ο χρόνος παραμονής   της επιχείρησης στη χώρα μας. Επίσης,  ρόλο παίζουν  οι μισθοί  και οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις  των εργαζομένων , καθώς  κι η  στάση των συνδικάτων. Στο παρελθόν έχουμε το παράδειγμα  της ιταλικής  εταιρείας  ελαστικών  Pireli, που  ήδρευε  στην Πάτρα   και  αναγκάσθηκε να κλείσει και  να  φύγει, ύστερα από τις  διαρκείς και επαναλαμβανόμενες απεργίες  του προσωπικού της.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει  τις επενδύσεις, είναι η στάση των εσωτερικών τραπεζών της χώρας,  στο  πόσο  βοηθητικές  είναι απέναντι στις επιχειρήσεις, δεδομένου  ότι μια νέα επιχείρηση, όσο αυτάρκης κι αν είναι  έχει διαρκώς  πάρε – δώσε με τις τράπεζες,  για  την αντιμετώπιση  τρεχουσών συναλλαγών.

Από τα  αναφερθέντα  περί των επενδύσεων, ως εδώ,  συνάγεται το συμπέρασμα  ότι μια απλή πρόσκληση  σε ξένους, «ελάτε να επενδύσετε» ,  δεν φτάνει.

Πρόσθετες  ανάγκες  για την επιτυχία επενδύσεων

 

Εμείς  δεν θα πάψουμε  να αναφέρουμε κάθε φορά  το γερμανικό παράδειγμα, σχετικά με  νέες επενδύσεις. Δηλαδή,  δεν φτάνει  να γίνονται κάθε  τόσο  προσκλήσεις στους ξένους να έρθουν στην Ελλάδα, για να επενδύσουν. Συχνά το ερώτημα είναι «πού» ;

Όταν  έκλεισαν τα ανθρακωρυχεία  του Ρουρ, δημιουργήθηκε μεγάλη ανεργία  στην περιοχή.  Τότε  συνεργάστηκαν τα  πανεπιστήμια της περιοχής με τα τεχνικά επιμελητήρια,  ώστε  προέκυψε μια γκάμα  επενδυτικών projects ,  που βοήθησε  πολύ στη  δημιουργία  νέων κερδοφόρων επιχειρήσεων  και την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Το ίδιο πρέπει να γίνει και εδώ στην Ελλάδα, ώστε να υπάρχει ένας πίνακας  αξιόλογων  νέων επιχειρήσεων,  που να μπορεί  ο ξένος επενδυτής να έρθει  να  βάλει τα χρήματά του και να έχει κέρδος. Αλλιώς δεν υπάρχουν τολμηροί  επενδυτές,  που  είναι   πρόθυμοι να  διακινδυνεύσουν  τα λεφτά τους  σε μια  καταχρεωμένη  χώρα,   όπως  η  Ελλάδα.  Ας  το καταλάβουν καλά οι της  κυβέρνησης.