Πολλοί θεωρούν ότι το «σχέδιο του αιώνα» που αναμένεται να παρουσιάσει ο Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρός του προέδρου Τραμπ και σύμβουλός του για τη Μέση Ανατολή, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το πρώτο μέρος του σχεδίου αυτού είναι το «οικονομικό εργαστήριο» που θα διοργανωθεί στο Μπαχρέιν στις 25 και 26 Ιουνίου για να συζητηθούν «πιθανές επενδύσεις και πρωτοβουλίες που θα έκαναν δυνατή μια ειρηνευτική συμφωνία» μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Οι Παλαιστίνιοι έσπευσαν να απορρίψουν την ιδέα ως «προώθηση της οικονομικής ομαλοποίησης της ισραηλινής κατοχής της Παλαιστίνης».

Το σχέδιο του Τραμπ, όσο από αυτό έχει γίνει γνωστό μέχρι σήμερα, βασίζεται σε τρεις εσφαλμένες αρχές: τις «πραγματικότητες» που έχουν διαμορφωθεί, τη θρησκευτική δικαιολόγηση της ισραηλινής κατοχής και τα οικονομικά κίνητρα για να εγκαταλείψουν οι Παλαιστίνιοι τις πολιτικές φιλοδοξίες τους. Σύμφωνα με τον Σίμπλι Τελχάμι, ειδικό στη Μέση Ανατολή από το Brookings, η πρώτη αρχή αγνοεί τον ρόλο των ΗΠΑ στη δημιουργία αυτών των πραγματικοτήτων, η δεύτερη αγνοεί τις μελλοντικές επιπτώσεις από την παρουσίαση της ισραηλοπαλαιστινιακής διένεξης ως θρησκευτικής αντί εθνικιστικής, ενώ η τρίτη αγνοεί όχι μόνο τη φύση του παλαιστινιακού αγώνα αλλά και την ίδια την ανθρώπινη φύση.

Χωρίς το διεθνές Δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, οι «πραγματικότητες» ευνοούν καταφανώς το Ισραήλ. Το Ισραήλ ελέγχει όλα τα παλαιστινιακά εδάφη και επεκτείνει τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Οχθη.

Ορισμένες από αυτές τις «πραγματικότητες» οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορική υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ. Πολλά λέγονται για την ετήσια βοήθεια ύψους 3,8 δισ. δολαρίων που δίνουν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ (υψηλότερη από τη βοήθεια ασφαλείας των ΗΠΑ προς όλο τον υπόλοιπο κόσμο), αλλά η μεγαλύτερη βοήθεια προς το Ισραήλ δεν είναι οικονομική. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ προστατεύουν το Ισραήλ από την ίδρυσή του, το 1948, έχοντας καταθέσει 43 βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αν δεν υπήρχαν τα αμερικανικά βέτο, η διεθνής κοινότητα θα είχε επιβάλει κυρώσεις στους ισραηλινούς οικισμούς.

Το επιχείρημα ότι η αμερικανική οικονομική βοήθεια θα κάνει πιο ασφαλές το Ισραήλ, και συνεπώς ικανότερο να κάνει συμβιβασμούς, έχει διαψευστεί. Η τεράστια βοήθεια δημιούργησε μεγαλύτερη ασυμμετρία και περιόρισε το κίνητρο του Ισραήλ να σέβεται το διεθνές Δίκαιο και να συμβιβάζεται.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν την ευθύνη να περιορίσουν τις ασύμμετρες πραγματικότητες μέσω δίκαιων προσπαθειών. Αντ’ αυτού ο Τραμπ σκοπεύει να κατοχυρώσει τη βαθιά ανισότητα.

Πέρα από τις «πραγματικότητες» που αγνοούν το παρελθόν, η προσέγγιση του Τραμπ υποστηρίζει την επικίνδυνη και λανθασμένη παρουσίαση της διένεξης ως θρησκευτικής. Οι σύμβουλοι του Τραμπ δικαιολογούν τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Οχθη και την ισραηλινή κυριαρχία ολόκληρης της Ιερουσαλήμ με βιβλικές αναφορές. Αυτό το αφήγημα όμως δεν μπορεί να αποτελεί βάση για πολιτική κυριαρχία στην εποχή μας. Και είναι επικίνδυνο γιατί θέτει το «εβραϊκό» και το «χριστιανικό» αφήγημα κατά του μουσουλμανικού/αραβικού, εξασφαλίζοντας δεκαετίες συγκρούσεων χωρίς ελπίδα για συμβιβασμό.

Η ειρήνη με τους Παλαιστινίους, που θα εκπληρώνει τις πολιτικές τους φιλοδοξίες και την επιθυμία τους για ελευθερία, είναι ο δρόμος για να γίνει το Ισραήλ αποδεκτό από τις αραβικές και μουσουλμανικές μάζες. Χωρίς ισραηλοπαλαιστινιακή ειρήνη, θα υπάρχει σύγκρουση μεταξύ εβραίων και μουσουλμάνων ή μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών για δεκαετίες ακόμη. Την ώρα που ο Κούσνερ δεν κάνει κουβέντα για δύο κράτη, όσα οικονομικά κίνητρα και αν προσφέρει ο Τραμπ στους Παλαιστινίους δεν θα μπορέσουν ποτέ να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους. Στη γεμάτη ελπίδα δεκαετία του ’90, μεγάλα ποσά επενδύθηκαν σε φιλόδοξα σχέδια όπως το «Βηθλεέμ 2000». Οταν κατέρρευσαν οι πολιτικές διαπραγματεύσεις, ξέσπασε βία και οι επενδύσεις καταστράφηκαν.

Οι ισραηλινοί, οι παλαιστίνιοι και οι άραβες ηγέτες έχουν ευθύνη για την έλλειψη ειρήνης. Αλλά ο αμερικανικός ρόλος είναι αναπόφευκτος. Ο Τελχάμι θεωρεί ότι οι αρχές της προσέγγισης του Τραμπ εμπλέκουν τις ΗΠΑ σε έναν δρόμο που σπέρνει τους σπόρους για περισσότερα προβλήματα στο μέλλον, από τα οποία κανείς δεν θα βγει κερδισμένος.