Πριν από λίγο καιρό η Google έδωσε στη δηµοσιότητα τη λίστα µε τις αναζητήσεις των Ελλήνων µέσα στη χρονιά που έφυγε. Σύµφωνα µε αυτήν, το πρώτο που έψαξαν µέσα στο 2018 ήταν πληροφορίες για το «Power of Love» – ένα ριάλιτι την ύπαρξη του οποίου ίσα-ίσα που γνώριζα. Προσπαθώντας να καταλάβω τι διάβολο ήταν αυτό που αναζητούσαν µανιωδώς οι Ελληνες, είδα µερικά επεισόδια του δεύτερου κύκλου. Και, µολονότι έχω κάνει στη ζωή µου και πολλά χειρότερα, το µοιράζοµαι µαζί σας ζητώντας συγχώρεση.
Η ιδέα είναι απλή. Κλείνεις μέσα σε ένα σπίτι κάποια αγόρια και κάποια κορίτσια, αλλά, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε ένα πλήθος από ανάλογα ριάλιτι, δεν θέλεις να αρχίσουν να τσακώνονται αλλά να ζευγαρώσουν. Οποιοι είναι καπετάν φασαρίες χάνουν, διότι στο τέλος κάθε εβδομάδας γίνονται ψηφοφορίες: οι πιο συμπαθητικοί κερδίζουν και χρήματα, ενώ οι αντιπαθητικοί αναχωρούν – πάντα με τον κόσμο να έχει τον τελικό λόγο. Ο κανόνας αυτός του παιχνιδιού έχει ένα πραγματικά εξαιρετικό αποτέλεσμα: μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ την ψευτιά των χαρακτήρων! Ολοι πρέπει να είναι συμπαθητικοί διότι ο σκοπός είναι το φλερτ και το ζευγάρωμα, καθώς μόνο έτσι κερδίζεις. Επιπλέον, οι παίκτες πρέπει να κρύβουν όσο γίνεται τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά, να προσποιούνται τους καλούς και να κερδίζουν ψηφοφορίες και χρήματα – οι καλύτεροι ηθοποιοί επιβραβεύονται. Ετσι, αν έχεις την αντοχή (πράγμα καθόλου απλό…), παρακολουθείς κάποιους καλοσιδερωμένους θαμώνες καφετέριας – οι πιο πολλοί παίκτες μοιάζουν να έχουν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά (;) στη ζωή τους – που προσπαθούν να γίνουν γοητευτικοί.
Ολοι υποτίθεται φλερτάρουν. Για τις γυναίκες είναι σχετικά απλό: το νάζι είναι το μεγάλο όπλο – όλες μοιάζουν να ξέρουν απέξω τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Νάζι συνοδευόμενο από ναζιάρικες εκφράσεις, ναζιάρικες ερωτοαπαντήσεις, ναζιάρικο ντύσιμο – ναι, υπάρχει και αυτό. Ολες μοιάζουν να ψάχνουν γαμπρό – όχι απαραίτητα κάποιον από το παιχνίδι. Οι άντρες, από την άλλη, λειτουργούν περίπου σαν παρέα που βρίσκεται σε ΚΨΜ στρατοπέδου νεοσυλλέκτων. Προσπαθούν να δείχνουν άνετοι με τον φακό και μιλούν χαμηλόφωνα, παριστάνοντας κάτι που εμφανώς δεν είναι. Η λακ στο μαλλί είναι απαραίτητη. Οι τραγιάσκες χρειάζονται για να μαρτυρούν την ύπαρξη στυλ. Η επίδειξη των τατουάζ είναι η προβολή ενός ανδρισμού της κακιάς ώρας – αν γύριζαν μια κωμωδία για φαντάρους, όλοι θα ένιωθαν καλύτερα. Αλλά αυτό που προκαλεί πραγματικά λύπηση είναι το τι λένε όλοι αυτοί όταν διαλέγουν το υποψήφιο ταίρι τους και όταν του ζητάνε ένα ξεμονάχιασμα σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού – «για γνωριμία και ό,τι προκύψει», που λέγανε παλιά και οι αγγελίες των γραφείων συνοικεσίων.
Είναι πραγματικά τραγικό να βλέπεις νέα παιδιά με τόση ανικανότητα στην προσέγγιση: η ανικανότητα αυτή μεγεθύνεται από το γεγονός ότι η συμπαίκτρια (ή ο συμπαίκτης) είναι πρόθυμη για γνωριμία διότι το ίδιο το παιχνίδι το απαιτεί και η προδιάθεση είναι δεδομένη. Κι όμως, ούτε και αυτό διευκολύνει απαραίτητα τη συζήτηση, που είναι πάντα αμήχανη και απελπιστικά βαρετή. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα: είναι ότι τα ενδιαφέροντα απουσιάζουν εντελώς. Ακούς φράσεις χωρίς νόημα, συζητήσεις που αφορούν τα μαλλιά (!), τη ζήλια, το ενδιαφέρον για τους πρώην – ούτε καν κάτι για ζώδια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων γίνεται κάτι που μοιάζει με εξέταση βιογραφικού για πρόσληψη σε τουριστικό γραφείο ή σε συνοικιακή ταβέρνα. «Γεννήθηκες στη Θεσσαλονίκη;», «φροντίζεις πάντα τα μαλλιά σου;», «είσαι νευρική;», «μαγειρεύεις;». Ολα κινούνται στον αστερισμό τού «εγώ». «Κι εγώ ομολογώ ότι έχεις κάτι που μου τράβηξε την προσοχή». «Ποιος σου αρέσει, αν όχι εγώ;». «Εγώ σε ξεχώρισα και ψάχνω το γιατί…». Ελα ντε…
Τα πιο πολλά από τα αγόρια είναι κάτω των 26 ετών, όπως και τα κορίτσια. Δεν ξέρω πώς ακριβώς επέλεξαν τους παίκτες – πιθανότατα το μόνο κριτήριο είναι η εμφάνιση. Ή η απόλυτη ανικανότητα στο φλερτ: αν όλοι αυτοί δεν ήταν κλεισμένοι σε ένα σπίτι, με αποκλειστική μάλιστα αποστολή να φλερτάρουν, είναι αμφίβολο αν θα γνωρίζονταν ποτέ τους. Η αδυναμία να πουν κάτι που να ακούγεται ενδιαφέρον είναι αληθινά σοκαριστική. Αλλά μήπως έτσι δεν συμβαίνει πια και στον κανονικό κόσμο; Δεν γίνεται το ίδιο και στη ζωή την ίδια; Πολύ φοβάμαι πως ναι.
Αν κανείς ξεπεράσει την αποστροφή που μπορεί να του προκαλεί η ίδια η ιδέα του ριάλιτι, αν θεωρήσει ότι το «Power of Love» είναι ένα παιχνίδι μοντέρνο– ενδεχομένως μακριά από το γούστο του, αλλά συμβατό με τους όρους της τηλεοπτικής παραγωγής -, αυτό που ανακαλύπτει παρακολουθώντας τα βαρετά επεισόδιά του είναι όλη η αδυναμία των νέων ανθρώπων να βρουν κοινά σημεία, δηλαδή να επικοινωνήσουν. Συνηθισμένα να κινούνται σε χώρους όπου ο κανόνας είναι η απίστευτη φασαρία, τα νέα παιδιά μαϊμουδίζουν μια γλώσσα που θυμίζει σίριαλ ελληνικής τηλεόρασης – και μάλιστα κακόγουστο. Ψάχνουν αστεία, κομπάζουν, προτιμούν απλώς να κοιτάζονται. Κάποτε ο μακαρίτης Χάρρυ Κλυνν, όταν διηγούνταν τις περιπέτειές του ως ακαταμάχητου εραστή, έλεγε ότι καθήλωνε τις γυναίκες με τη φράση «μη μιλάς, τώρα μιλάνε τα μάτια». Βλέποντας το ριάλιτι του φλερτ καταλαβαίνεις ότι πλέον πραγματικά μιλάνε μόνο τα μάτια: οι παίκτες δεν έχουν να πουν τίποτα. Η νευρική αυτάρεσκη φλυαρία των κοριτσόπουλων και οι επαναλαμβανόμενη φανταροαργκό των αγοριών κρύβουν την ίδια αμηχανία: δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον κανενός. Το «Power of Love» θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης μιας ομάδας ψυχιάτρων και ψυχολόγων (ίσως και κοινωνιολόγων…) που θα έπρεπε να εξηγήσουν το πώς και το γιατί στα χρόνια μας έχει πεθάνει το φλερτ και μαζί του και η ικανότητα να προκύψουν σχέσεις, αγάπες και έρωτες. Η ζωώδης σεξουαλικότητα δεν αρκεί ούτε καν για ένα ριάλιτι της προκοπής.
Παρότι το είδα για μία εβδομάδα, δεν έλυσα πάντως το αρχικό μυστήριο – δεν κατάλαβα δηλαδή γιατί οι Ελληνες αναζήτησαν πέρυσι στο Google περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το «Power of Love». Με δεδομένο ότι ψηλά στη λίστα των αναζητήσεων ήταν και η ερώτηση «πώς θα βγάλω λεφτά;» (αλλά και το «πώς θα αδυνατίσω;»…), ίσως τελικά δεν έψαχναν πληροφορίες για το ριάλιτι, αλλά για την ίδια τη δύναμη της αγάπης. Που, ως γνωστόν, όλα τα υπομένει: ακόμα και τον τηλεοπτικό ευτελισμό της…