Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός έχει σταθμίσει τα πράγματα και έχει σχεδιάσει τα επόμενα βήματά του. Ουσιαστικά, τα έκανε απόλυτα σαφή και στη συνέντευξή του στην Έλλη Στάη στο Open.
Η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο έχει ήδη λάβει τέλος και ο τελευταίος ετοιμάζεται να αναμετρηθεί με το γεγονός ότι η πολιτική του καριέρα ως αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος οδεύει προς το τέλος.
Θα αποχωρήσει από το υπουργείο του και από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συνοδευόμενος από μικρό αριθμό βουλευτών του.
Άλλωστε, ήδη ο «κομματικός» ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζει για την απεξάρτηση από τον Πάνο Καμμένο, όπως φάνηκε από τον μπαράζ σχετικών αναφορά στα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ. Ηθελαν πολύ εκεί στην Κουμουνδούρου να αποκτήσουν ξανά ένα αριστερό φύλλο συκής.
Ο Αλέξης Τσίπρας σήμερα δεν πρόκειται ουσιαστικά να τον μεταπείσει, καθώς δεν πρόκειται να του δώσει κάποια αξιοπρεπή λύση. Απλά, του δείχνει την πόρτα της εξόδου.
Η ψήφος εμπιστοσύνης και τα επόμενα βήματα
Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός, όπως προανήγγειλε, θα πάει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Όλες οι πληροφορίες υποστηρίζουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί να συγκεντρώσει από το χώρο των ΑΝΕΛ και της ευρύτερης κεντροαριστεράς βουλευτές που θα υπερψηφίσουν την πρόταση εμπιστοσύνης και προφανώς θα αποτελέσουν και τμήμα της ευρύτερης κοινοβουλευτικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ και θα στελεχώσουν τα ψηφοδέλτιά στις επερχόμενες εκλογές.
Στόχος καταρχάς είναι οι 151 γιατί αυτό επιτρέπει διακυβέρνηση χωρίς αμφισβήτηση και το κυριότερο θα είναι η απάντηση, τουλάχιστον επικοινωνιακά, στην προσπάθεια της αντιπολίτευσης να μιλήσει για κυβέρνηση χωρίς ουσιαστική και τυπική νομιμοποίηση.
Ακόμη και εάν δεν συμβεί αυτό ο πρωθυπουργός θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης ακόμη και με όρους ανοχής, καθώς η αριθμητική δείχνει ότι μικρός αριθμός απεχόντων της ψηφοφορίας του την εξασφαλίζουν, όποτε θα πάει στις εκλογές στον «εύθετο χρόνο», που πιθανώς να συμπίπτει με τις εκλογές του Μαΐου.
Και στις δύο περιπτώσεις, πολύ περισσότερο στην πρώτη και αρκούντως στη δεύτερη, ο πρωθυπουργός θα μπορεί να υποστηρίζει ότι διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι κατορθώνει το βασικό του στόχο που είναι να αποτελέσει τον «κεντροαριστερό» ή «προοδευτικό» πόλο ενός νέου δικομματισμού ή έστω πολιτικού «διπολισμού», έχοντας αποφύγει τη βασική «πολιτική κακοτοπιά» που θα ήταν να φανεί ότι η κυβέρνηση καταρρέει και υποχρεώνεται να πάει άτακτα σε εκλογές.
Βεβαίως, πάντα θα επικρέμεται ο χαρακτηρισμός της «κυβέρνησης – κουρελού», δηλαδή μιας κυβέρνησης με κορμό τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και όσους αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τα κόμματα με τα οποία εξελέγησαν.
Για παράδειγμα η κ. Παπακώστα εξελέγη με τη ΝΔ, συνδέθηκε με τους ΑΝΕΛ, είναι υφυπουργός και φαίνεται να στηρίζει την κυβέρνηση.
Ο κ. Δανέλης εξελέγη με το Ποτάμι αλλά όπως όλα δείχνουν είναι κοντά στη στήριξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ο κ. Παπαχριστόπουλος από Ανεξάρτητος Ελληνας θα γίνει «δεκανίκι» του ΣΥΡΙΖΑ ενώ το ίδιο φαίνεται να κάνει και ο κ. Σαρίδης της Ενωσης Κεντρώων.
Μένει να βρεθούν και οι υπόλοιποι που θα δώσουν κοινοβουλευτική νομιμοποίηση στην κυβέρνηση. Αν θα είναι ο κ. Θεοχαρόπουλος, που φέρεται να τον προσέγγισαν αλλά αρνείται τέτοια ενδεχόμενα. Αν θα είναι οι κ. Κουντουρά και ο κ. Κόκκαλης, αν θα στηρίξουν οι κ. Θεοδωράκης, Λυκούδης και Μαυρωτάς.
Ο σχεδιασμός του πρωθυπουργού
Ούτως ή άλλως ο σχεδιασμός του Αλέξη Τσίπρα, και αυτός είναι ένας σχεδιασμός που δεν είναι μόνο κομματικός αλλά και προσωπικός, είναι να μείνει στο πολιτικό παιχνίδι για αρκετό καιρό ακόμη.
Εκτιμά ότι ακόμη και εάν η ΝΔ κερδίσει τις επόμενες εκλογές δεν θα διαμορφώσει ένα ισχυρό παγιωμένο πολιτικό ρεύμα και σύντομα θα υποστεί τη φθορά των μέτρων που θα προσπαθήσει να περάσει, στοιχείο που θα διαμορφώσει ξανά συνθήκη ικανή για την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Αλέξης Τσίπρας θα ολοκληρώσει εκτός απροόπτου την έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών, κάτι που εκτός όλων των άλλων του εξασφαλίζει και μια θετική στάση του «διεθνούς παράγοντα», με συμβολική έκφραση και την επίσκεψη Μέρκελ.
Μετά θα επικεντρώσει σε μέτρα «φιλολαϊκού προφίλ», όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, οι 120 δόσεις, η διατήρηση μια έστω και μικρότερης προστασίας της πρώτης κατοικίας και ένας αριθμός διορισμών στο δημόσιο, πιέζοντας κατά περίπτωση και την αντιπολίτευση να στηρίζει.
Η στρατηγική της πόλωσης
Την ίδια στιγμή η νέα, «μονοκομματική» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των συνοδοιπόρων του θα προσπαθεί έστω και στο βραχύ πολιτικό χρόνο που της απομένει να διαμορφώσει το αναγκαίο κλίμα πόλωσης, διεκδικώντας το μονοπώλιο του προοδευτισμού και καταγγέλλοντας διαρκώς το νεοφιλελευθερισμό και τις ακροδεξιές αποκλίσεις της ΝΔ.
Μια πόλωση φραστική αλλά και με αξιοποίηση των δικαστικών ερευνών, που όμως θα συγκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε μια πολιτική πολύ διαφορετική από αυτή των κομμάτων που κάποτε ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλούσε «μνημονιακά».
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή η τακτική θα έχει την απόδοση που θα ήθελε ο Αλέξης Τσίπρας. Σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό τοπίο είναι αχαρτογράφητο. Μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δεν έχει ακόμη αποφασίσει.
Το δημοσκοπικό «κράτημα» που δείχνει να έχει η ΝΔ μπορεί απλώς να αποτυπώνει τη γενικότερη καχυποψία του εκλογικού σώματος και όχι το τελικό αποτέλεσμα.
Το ενδεχόμενο αρκετοί ψηφοφόροι να κρίνουν με βάση τη συνολική δυσαρέσκεια και όχι την «μπακαλική» των επιδομάτων του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρκτό.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει πολύ από το να έχει τον κομματικό μηχανισμό για συντηρήσει τις αναγκαίες σχέσεις εκπροσώπησης.
Η άρνηση της συναίνεσης και η χειραγώγηση θεσμών και διαδικασιών
Κυρίως, όμως, το πρόβλημα, καθώς οδεύουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προς το τέλος ενός πολιτικού κύκλου, είναι το χνάρι που αφήνει αυτή η διακυβέρνηση, αυτό το ύφος και ήθος της εξουσίας.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή που επέλεξε να πάει σε μνημονιακή γραμμή, στηριζόμενος μάλιστα στις ψήφους των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να περάσει το τρίτο μνημόνιο με δεδομένη την τότε διαφωνία πολλών στελεχών του, ταυτόχρονα επέλεξε και ένα δρόμο πόλωσης και χειραγώγησης της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπιζόταν σε θέσεις που ήταν στην πραγματικότητα κοντά σε αυτές της αντιπολίτευσης, καθώς αποδεχόταν τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, τη δημοσιονομική πειθαρχία, τόσο περισσότερο ήθελε τη σύγκρουση, την αντιπαράθεση, την τεχνητή πόλωση, τη χειραγώγηση θεσμών και διαδικασιών.
Αυτό έκανε στην εξωτερική πολιτική αποφεύγοντας κάθε ενδεχόμενο συνεννόησης και διαμόρφωσης κοινής κατεύθυνσης με αποκορύφωμα τη συνειδητή επιλογή να περάσει με όρους κομματικής πλειοψηφίας τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτό έκανε στο κοινοβούλιο με τον τρόπο που χειρίστηκε όλες τις διαδικασίες που κάποτε κατήγγειλα, από τις διαδικασίες του κατεπείγοντος, μέχρι τα τεράστια νομοσχέδια «προαπαιτουμένων».
Αυτό έκανε στη δικαιοσύνη που αντί για την εξάλειψη των μηχανισμών της διαπλοκής και της διαφθοράς, προτίμησε απλώς να εξασφαλίσει το όποιο βραχύβιο στενά κομματικό όφελος της στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων.
Και αυτό είναι το χνάρι που αφήνει ο Αλέξης Τσίπρας στο πολιτικό σκηνικό. Και αυτό το χνάρι θα έχει και η όποια νέα κυβερνητική πλειοψηφία θα έχουμε την επόμενη εβδομάδα, είτε απόλυτη είτε «ανοχής, και το νέο κυβερνητικό σχήμα.
Και αυτή θα είναι ίσως η πιο μεγάλη και πιο βαθιά «κωλοτούμπα» του Αλέξη Τσίπρα. Όχι αυτή που αφορούσε το τρίτο μνημόνιο, που σε τελική ανάλυση θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και οδυνηρός πλην αναγκαστικός συμβιβασμός, αλλά αυτή που εδώ και τέσσερα χρόνια διαγράφει κάθε έννοια διαφορετικού ύφους και ήθους της εξουσίας από τη μεριά της Αριστεράς.