Άστεγοι, ή σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης, σε καταλήψεις ή σε εγκαταλειμμένα κτίρια στην Αθήνα, ζουν αναγνωρισμένοι πρόσφυγες που έχουν επιστραφεί στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως διαπιστώνουν σε έκθεσή τους οι οργανώσεις Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) και PRO ASYL.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τετραμελούς ευάλωτης οικογένειας αναγνωρισμένων προσφύγων που επιστράφηκε από την Ελβετία στα τέλη Αυγούστου 2018. Ο πατέρας είναι επιζήσας, θύμα βασανιστηρίων στη χώρα καταγωγής του, η μητέρα πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας και ένα από τα δύο παιδιά της οικογένειας είναι χρόνια πάσχων ασθενής. Επιπλέον, η οικογένεια έπεσε τον Νοέμβριο του 2016, θύμα, μαζί με άλλους πρόσφυγες, μιας ευρείας κλίμακας ρατσιστικής επίθεσης στη Χίο, όπου διέμεναν.

Τα μέλη της οικογένειας αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, ωστόσο, όπως σημειώνουν οι δύο οργανώσεις, η απουσία μακροπρόθεσμου εθνικού προγράμματος ένταξης για τους πρόσφυγες, κατέστησε αδύνατη την προοπτική να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή και ασφαλή διαβίωση στην Ελλάδα. Η οικογένεια ταξίδεψε στην Ελβετία και ζήτησε εκ νέου άσυλο, ωστόσο οι ελβετικές αρχές απέρριψαν το αίτημά τους.

Μετά την επιστροφή της, η οικογένεια κατέληξε άστεγη, καθώς στο πλαίσιο του προγράμματος ESTIA φιλοξενούνται μόνο ευάλωτοι αιτούντες άσυλο και κατ’ εξαίρεση για περιορισμένο χρονικό διάστημα όσοι αναγνωριστούν ως πρόσφυγες και ζουν ήδη σε ένα διαμέρισμα του ESTIA. Αναγνωρισμένοι πρόσφυγες που δεν έχουν φιλοξενηθεί ως αιτούντες και αυτοί οι οποίοι έχουν επιστραφεί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν είναι επιλέξιμοι για διαμονή. Επιπλέον, τα άτομα που διαμένουν σε ενοικιαζόμενα καταλύματα και θα υποβάλουν αίτηση για το νεοσυσταθέν επίδομα ενοικίου το 2019, πρέπει να είναι μόνιμοι κάτοικοι νομίμως στη χώρα για τουλάχιστον πέντε έτη.

Η οικογένεια δεν έλαβε ούτε τα αναγκαία επιδόματα, καθώς η οικογένεια δεν μπορούσε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη διεύθυνση ή βεβαίωση αστεγίας, ενώ και οι δύο γονείς δεν μπορούσαν να βρουν εργασία. Όπως αναφέρουν οι δύο οργανώσεις, η περίπτωση της οικογένειας «δείχνει τη δεινή κατάσταση πολλών αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εκείνων που επεστράφησαν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες».

Οι δύο οργανώσεις συνέταξαν έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία κατέθεσαν ενώπιον γερμανικού διοικητικού δικαστηρίου, που εξέτασε τις συνθήκες που θα αντιμετώπιζε ένας άντρας χωρίς οικογένεια που έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, εάν επιστρεφόταν στην Ελλάδα. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις στην υποδοχή, τη φροντίδα και την ένταξη των δικαιούχων διεθνούς προστασίας. 

Σημειώνεται ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάνθηκε στις 31 Ιουλίου 2018 ότι δεν μπορούν να επιστραφούν στην Ελλάδα αναγνωρισμένοι πρόσφυγες χωρίς τις εγγυήσεις των αρμόδιων ελληνικών αρχών και ότι θα πρέπει να εξεταστεί κατά περίπτωση κατά πόσον τα άτομα αυτά έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στέγαση και ιατρική περίθαλψη. Η απόφαση βασίστηκε ανάμεσα σε άλλα στο νομικό σημείωμα των RSA/PRO ASYL. Μεταγενέστερες προσφυγές αναγνωρισμένων προσφύγων κατά αποφάσεων επιστροφής τους στην Ελλάδα ενώπιον των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων, ήταν επίσης επιτυχείς.

Οι δύο οργανώσεις ζητούν από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να σταματήσουν τις επιστροφές αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα.