Το πού πάει η Ευρώπη εξαρτάται, εν μέρει, και από το πού πάει ο Κόσμος. Αλλά και το πού πάει ο Κόσμος εξαρτάται, ιδιαιτέρως, από το πού πάει η Ευρώπη.
Ο,τι κατορθώθηκε μέχρι τώρα στην ΕΕ, και σε πολλά επίπεδα, υπήρξε πολύτιμο. Και δικαίωσε εκείνους που σκέφθηκαν πως ιδρύοντας αυτή την Ενωση απέκλειαν νέες καταστροφές, ντροπιαστικές για όλους, ενώ παρείχαν αφετηρία για μια άλλη, πιο καθολική διεκδίκηση της κοινής ευτυχίας. Οι ευθύνες για τη συνέχιση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ώστε τα βήματα μπροστά να είναι πιο μεγάλα από αυτά που κάνουμε προς τα πίσω, επιμερίζονται σε πολλά και σε πολλούς. Για έναν θεσμό όμως, τον κατ’ εξοχήν πολιτικό, όπως είναι τα πολιτικά κόμματα οι ευθύνες είναι ακόμα μεγαλύτερες. Και όποια παθογένεια τα αφορά επηρεάζει ιδιαίτερα την εξελικτική πορεία της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Ετσι, για παράδειγμα, από τη στιγμή που κάποια ακροδεξιά μορφώματα νεοφασίζοντα και νεοναζίζοντα απέκτησαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, εισήλθαν στο παιχνίδι των εκλογικών συναλλαγών με τα άλλα τα δημοκρατικά. Και έκτοτε συνιστούν την κύρια απειλή όχι μόνο για τη δημοκρατική λειτουργία αυτών των άλλων κυρίως δεξιών κομμάτων αλλά και για ολόκληρο το σύστημα. Τόσο του κάθε κράτους-μέλους όσο και της Ευρωπαϊκής Ενωσης ευρύτερα.
Μπροστά στην ανάγκη επίτευξης, πάση θυσία, κυβερνητικών πλειοψηφιών ορισμένα από αυτά ενέδωσαν σε ανούσιες συνεργασίες άλλοτε φανερές και άλλοτε αθέατες. Ταυτόχρονα, στο μέτρο που αυτή η εκτροπή δεν καταγγέλθηκε και δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα αποφασιστικότητα, τόσο θεσμικά όσο και συμβολικά, η απρέπεια «καθιερώθηκε». Τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και είχε ως μακροπολιτικό αποτέλεσμα τα μορφώματα αυτά εν μέρει να «κανονικοποιηθούν». Να «συζητούνται» δηλαδή ως παραδεκτοί εταίροι στη συνείδηση ενός μέρους της κοινής γνώμης.
Μέσα από τον εθισμό στην ανοχή του φαινομένου (banalisation) αποενοχοποιήθηκαν σε βαθμό που η αντιευρωπαϊκή τους ρητορική να προσλαμβάνεται ως παραδεκτή κριτική στον τρόπο λειτουργίας των Βρυξελλών και όχι, ως όφειλε, ως υπονόμευση των θεμελίων της Ενωσης. Τα μορφώματα αυτά, ανεξαρτήτως της νεοφασιστικής και νεοναζιστικής τους επιτήδειας διαβάθμισης, κατέφθασαν στους χώρους της εξουσίας συνεργαζόμενα με κόμματα χαμηλής δημοκρατικής ευαισθησίας. Και κυρίως χαμηλής ευθύνης για τις στρατηγικές συνέπειες, επιπτώσεις και μετεπιπτώσεις, για το μέλλον της ΕΕ. Η περίπτωση της Αυστρίας, της χώρας του Klimt, του Nolde και του Schiele, και τόσων άλλων αισθητικών εγγυητών του ελεύθερου στοχασμού, έπεσε στα χέρια ακατονόμαστων ανθρώπων. Χωρίς και πάλι αυτό να προκαλεί τη δέουσα και ακαριαία αποδοκιμασία εκείνων που στελεχώνουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και που δεν μπόρεσαν την κατάληψη να αποτρέψουν. Ο φασισμός, με ή χωρίς μάσκα, αλλά ως κατάσταση του νου, επανέκαμψε και εισήλθε στη Βιέννη από την κύρια είσοδο της εξουσίας. Εστω και αν η αλήθεια απεικονιζόταν στο παραδοσιακό σακάκι του ενός εταίρου, ως απόδειξη της αυστριακής βαθιάς γνησιότητας. Συχνά, όχι πάντα βέβαια, κάποιες εθνικές ενδυμασίες δεν είναι άδολες. Είτε ab initio, είτε από την κακομεταχείριση που τους γίνεται.
Τα αντίστοιχα ανομολόγητα φαινόμενα φασίζουσας άσκησης της αυταρχικής εξουσίας στην Ουγγαρία, στην Τσεχία, στην Πολωνία –και στο όνομα μιας και προς τα έξω απροσχημάτιστης επίκλησης ενός εθνικιστικά οριζόμενου δημόσιου συμφέροντος –έπαψαν να προκαλούν. Ενώ ανενόχλητες παραμένουν οι συνεχιζόμενες, έστω και ανεπιτυχείς, απόπειρες νεοφασίζουσας διεκδίκησης της εξουσίας σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Γαλλία. Στην τελευταία, αν δεν είχε υπάρξει η πεντακάθαρη ευρωπαϊκή πρόταση του Eμανουέλ Μακρόν, και η τηλεοπτική κατεδάφιση της θλιβερής κυρίας, οι εξελίξεις θα μπορούσαν, στη «μακρά διάρκεια», να είναι καταστροφικές. Κάτι βέβαια που δεν αποθάρρυνε τον νέο ηγέτη του δεύτερου μεγάλου κόμματος σε υπερδεξιόστροφες αναζητήσεις (droitières) με στόχο να αφαιρέσει, μελλοντικά, ψήφους από αυτό το φασιστικό μόρφωμα. Την ίδια ακριβώς ώρα που, με ανάλογης ποιότητας εντιμότητα (!), το τελευταίο επιχειρεί αριστερή αντικίνηση με την ίδια εργαλειακή λογική και για τον ίδιο ψηφοκλεπτικό λόγο. Ενα φαινόμενο ανούσιου και χιλιοπαιγμένου εκλογικού εταιρισμού που καταγράφεται κατά καιρούς και σε άλλα μέλη της Ενωσής μας με μια ποικιλία αποχρώσεων που αντί να τρομοκρατούν μάλλον εξαπατούν κάποιους από εμάς που θεωρούμε πως μπροστά στο ποθούμενο αποτέλεσμα όλα επιτρέπονται.
Η αναγκαία αποδυνάμωση αυτών των νεοεθνικιστικών τάσεων που αποσαθρώνουν την Ευρώπη τόσο ως πολιτικό όσο και ως πολιτισμικό σύστημα δεν μπορεί να επιχειρηθεί χωρίς την εισαγωγή, τη θεσμική εισαγωγή, ενός συστήματος κριτικής παιδείας. Υποστηριγμένης δηλαδή από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ιδιαίτερα μελετημένο και το οποίο, ενώ θα σέβεται ιδιαιτερότητες και εθνικές ευαισθησίες, εξελικτικά μπορεί να οδηγήσει σε τρόπους σκέψης λιγότερο ή περισσότερο συμβιωτικούς, συνυπαρξιακούς. Ο αποεθνικισμός, και η συνεπόμενη αποαποικιοποίηση των συναφών συμβόλων με τα οποία παρίσταται και αναπαρίσταται, δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε μια τέτοια παιδεία που θα έχει μια διπλή ύπατη αναφορά: από τη μια πλευρά τον ορθό λόγο, τη νεωτερικότητα ως συνέχιση του Διαφωτισμού, και από την άλλη τη σχετικοποίηση του κάθε πορίσματος, ακόμα και του πιο λογικού. Κάποιοι δισταγμοί ακόμα και για την πιο άψογη αιτιοκρατική σκέψη έρχονται από την Αναγέννηση και είναι χρήσιμο να εξακολουθούν να φιλοξενούνται στη σκέψη μας. Ετσι ο διάλογος μπορεί να συνεχίζεται ενάντια σε οτιδήποτε μυθοποιούμενο ως οριστικό.
Και τότε η Ενωσή μας, αφού και πολλά άλλα θα έχουν με στρατηγική πρόθεση αντιμετωπισθεί, ως μελλοντική συμπολιτειακή προοπτική, μπορεί και να μην απογοητεύσει.
Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίων, τακτικό μέλος της Academie Europeenne Interdisciplinaire des Sciences.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ